Τρίτη 6 Απριλίου 2004

[Κύπρος] Η πολιτική ισότητα των κοινοτήτων από τη Ζυρίχη έως σήμερα

Η πολιτική ισότητα των κοινοτήτων, ανεξαρτήτως μειοψηφίας-πλειοψηφίας των πληθυσμών τους, έχει αναγνωριστεί από τις συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου και πάνω σ’ αυτή στηρίχθηκε η ίδρυση του κυπριακού κράτους το 1960. Το θέμα, λοιπόν, της πολιτικής ισότητας των κοινοτήτων έχει λήξει οριστικά και αμετάκλητα από εκείνη την περίοδο.

Αμφισβήτηση της πολιτικής ισότητας των κοινοτήτων σημαίνει αμφισβήτηση του ίδιου του κυπριακού κράτους και επιστροφή σε μια δραματική περίοδο, σε αυτήν πριν από το 1959.

Πριν από το 1959 η αποικιοκρατική αγγλική διοίκηση είχε αναγνωρίσει δύο ξεχωριστές εθνοθρησκευτικές κοινότητες, την τουρκοκυπριακή και την ελληνοκυπριακή, παράδοση που συνέχισε από την Οθωμανική αυτοκρατορία. Ο αγώνας της ΕΟΚΑ ανάμεσα στο 1955 και 1959, με τον οποίο διεκδικείται η Ενωση της Κύπρου με την Ελλάδα (αγώνας που εκφράζει το αίτημα της πλειοψηφίας του πληθυσμού της Κύπρου, αλλά συγχρόνως και το αίτημα της μιας από τις δυο κοινότητες καθώς και η διεκδίκηση των Τουρκοκυπρίων για διχοτόμηση, με τη βοήθεια της Τουρκίας και τη συναίνεση της Αγγλίας (αίτημα που εκφράζει τη μειοψηφία του πληθυσμού της Κύπρου, αλλά ωστόσο αίτημα της δεύτερης κοινότητας), οδηγούν στη ριζοσπαστικοποίηση του χάσματος ανάμεσα στις δύο κοινότητες.

Η τακτική Μακαρίου

Σε αυτή την κρίσιμη φάση, που αρχίζει να εκδηλώνεται ένας εμφύλιος πόλεμος στην κυριολεξία ανάμεσα στις δύο κοινότητες, ο Μακάριος πραγματοποιεί τη «στροφή» προς την ανεξαρτησία. Ο Μακάριος ήδη από το 1958 αντιλαμβάνεται ότι ο μοναδικός τρόπος για να τερματιστεί η αποικιοκρατία, καθώς και ο μοναδικός τρόπος για να μην πάρει διαστάσεις ένας κυπριακός διακοινοτικός εμφύλιος, αλλά και για να μην εμπλακούν σε πόλεμο μέσω της Κύπρου και στην Κύπρο η Ελλάδα με την Τουρκία, είναι η ανεξαρτησία της Κύπρου με τη συναίνεση των δύο κοινοτήτων. Ο Μακάριος στις δηλώσεις του για την ανεξαρτησία υπογραμμίζει ότι αυτή θα βασιστεί στην ισότητα των δύο κοινοτήτων. Δεν κάνει καμιά αναφορά σε πλειοψηφία και μειοψηφία. Η σωτηρία, λοιπόν, της Κύπρου κατά τον Μακάριο εξαρτάται από τη συναίνεση των δύο κοινοτήτων. Από τη συνύπαρξή τους στο ίδιο κράτος. Η Ελλάδα και η Τουρκία, επίσης, αποφασίζουν ότι η μεταξύ τους ειρήνη θα διασφαλιστεί από την εκ μέρους τους εγγύηση της ισότιμης πολιτικά συνεργασίας των δύο κοινοτήτων σε ένα ανεξάρτητο κράτος

Το σχέδιο Ανάν, λοιπόν, βασίζεται σε αυτή την ιστορική πραγματικότητα, του 1960. Βασίζεται, όμως, και σε κάποια άλλη ιστορική πραγματικότητα. Σε αυτήν της μη λειτουργίας του ενιαίου δικοινοτικού κράτους του ’60. Οταν το 1977 αρχίζουν και πάλι οι διαπραγματεύσεις του Μακαρίου στον ΟΗΕ για λύση του Κυπριακού, έχει προηγηθεί το 1963 που οι Ελληνοκύπριοι προσπάθησαν να ακυρώσουν τον πολιτικά δικοινοτικό χαρακτήρα του κράτους, έχει προηγηθεί το 1974 που η Ελλάδα έκανε το πραξικόπημα στην Κύπρο και έχει προηγηθεί κυρίως το 1974 που η Τουρκία πραγματοποίησε την εισβολή στην Κύπρο.

Το θέμα, λοιπόν, που τίθεται το 1977 είναι η εξεύρεση μιας λύσης που θα διασφαλίζει, πρώτον, τη λειτουργία του κράτους και, δεύτερον, την πολιτική ισότητα των δύο κοινοτήτων. Ο Μακάριος προτείνει ως λύση τη διζωνικότητα και δικοινοτικότητα, μια λύση μέσα από την οποία αποκλείεται η υποταγή της μειοψηφούσας πληθυσμιακά κοινότητας στην κοινότητα που αριθμεί την πλειοψηφία των Κυπρίων. Από την άλλη μεριά, η συναίνεση για διζωνικότητα και δικοινοτικότητα σήμαινε την εξουδετέρωση και από τις δύο κοινότητες των δεδομένων της εισβολής - εισβολή που έγινε στο όνομα της σωτηρίας της μιας, της τουρκοκυπριακής κοινότητας, έτσι όπως ήθελε να παρουσιάζει την εισβολή η Τουρκία.

Η Τουρκία, βεβαίως, απέρριπτε αυτή τη λύση που ακύρωνε τα δεδομένα της εισβολής, ενώ μαζί με τον Ντενκτάς θεωρούσαν ως μοναδική λύση την αναγνώριση δύο ανεξάρτητων κρατών στην Κύπρο. Επιπλέον, ούτε η Τουρκία ούτε ο Ντενκτάς μπορούσαν να ανεχθούν την παραμικρή αποχώρηση Τούρκων στρατιωτών από την Κύπρο, καθώς και την επιστροφή κατεχόμενου εδάφους. Η Κυπριακή Δημοκρατία συνέχισε, ωστόσο, τις προσπάθειές της για διζωνική, δικοινοτική ομόσπονδη λύση στην Κύπρο, με τον Σπύρο Κυπριανού, με τον Γεώργιο Βασιλείου, με τον Γλαύκο Κληρίδη. Σε όλες αυτές τις φάσεις, η πολιτική ισότητα των δύο κοινοτήτων ποτέ και από κανέναν πρόεδρο δεν τέθηκε σε αμφισβήτηση.

Το σχέδιο Ανάν είναι, λοιπόν, προϊόν αυτής της συνέχειας της πολιτικής της Κυπριακής Δημοκρατίας για λύση του Κυπριακού στο πλαίσιο και υπό την αιγίδα του ΟΗΕ. Οι προσπάθειες τριάντα χρόνων της Κυπριακής Δημοκρατίας, καθώς και της Ελλάδας, οδήγησαν σήμερα σε ένα σκαλοπάτι πριν από τη λύση του Κυπριακού· σε αυτό συνέβαλαν δύο σημαντικοί παράγοντες: η νίκη των δημοκρατικών ομοσπονδιακών δυνάμεων στην τουρκοκυπριακή κοινότητα τον Δεκέμβριο του 2003. Των δυνάμεων που επί τριάντα χρόνια κατόρθωσαν, παρά το σκληρό καθεστώς Ντενκτάς, να διατηρήσουν ζωντανό το αίτημα για λύση του Κυπριακού.

Ηττα εθνικιστών

Η υπερίσχυση αυτή την περίοδο στην Τουρκία των ευρωπαϊστικών δυνάμεων, που θεωρούν ως πρωτεύον εθνικό θέμα την ευρωπαϊκή ένταξη, η οποία ωστόσο περνάει μέσα από τη λύση του Κυπριακού, εναντίον των εθνικιστικών, φανατικών δυνάμεων, που θεωρούν ότι το Κυπριακό λύθηκε το ’74. Οι δυνάμεις του στρατιωτικού κατεστημένου, βεβαίως, δεν θέλουν τη λύση βάσει του σχεδίου Ανάν, αλλά δεν πιστεύω ότι μπορούν πλέον να υπονομεύσουν την Ενωμένη Κύπρο (αν γίνει πραγματικότητα), ακόμη και στην περίπτωση που αυτές οι εθνικιστικές δυνάμεις στην Τουρκία ξαναεπιβάλουν τον πλήρη έλεγχο στην πολιτική ζωή. Η Ενωμένη Κύπρος θα ανήκει στην Ευρωπαϊκή Ενωση.

Στην Τουρκία ακόμη και οι στρατιωτικοί δεν μπορούν να υπονομεύσουν τον πυλώνα του κεμαλισμού: την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας. Το σημαντικότερο, ωστόσο, είναι ότι στην τουρκοκυπριακή κοινότητα υπάρχει πλέον, σε αντίθεση με το ’60, ένα ισχυρό πολιτικό μέτωπο που βλέπει τη σωτηρία της κοινότητας όχι με την Τουρκία, αλλά με τους Ελληνοκυπρίους. Που βίωσε την εξαθλίωση, την απομόνωση και την καταπίεση ενός κατοχικού καθεστώτος. Αυτή η πραγματικότητα ήταν άγνωστη το 1960.

Η Λουκέρνη δεν συνιστά σε καμιά περίπτωση νίκη της Τουρκίας. Συνιστά νίκη όλων των πολιτικών δυνάμεων που, και από τις δύο πλευρές της «πράσινης γραμμής» και από τις δύο πλευρές του Αιγαίου, προσπαθούν επί χρόνια να καταστήσουν πραγματικότητα και σε αυτή τη δύσκολη περιοχή έναν πολιτισμό, σύμφωνα με τον οποίο οι συγκρούσεις, οι πόλεμοι και οι εχθρότητες συνιστούν μια ιστορική προοπτική, αλλά όχι τη μοναδική.


[Δημοσιεύτηκε στην Ελευθεροτυπία.]