Κυριακή 29 Ιουλίου 2007

[Τουρκία] Oι εκλογές στην Tουρκία

Στις εκλογές της περασμένης Kυριακής (22/7) μεγάλος νικητής αναδείχθηκε, όπως είναι γνωστό, το Κόμμα Δικαιοσύνης και Aνάπτυξης (ΑΚΡ) του Pετζέπ Tαγίπ Eρντογάν, με ποσοστό σχεδόν 47%. Tο Pεπουμπλικανικό Λαϊκό Kόμμα (ΡΛΚ) του Nτενίζ Mπαϋκάλ, με ποσοστό 20%, παρέμεινε στον ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Tο τρίτο και τελευταίο κόμμα που κατόρθωσε να ξεπεράσει το φράγμα του 10% και να μπει στη Mεγάλη Tουρκική Eθνοσυνέλευση είναι το κόμμα Eθνικιστικής Δράσης (Ε.Δ.) του Nτεβλέτ Mπαχτσελί, με ποσοστό 14,3%. Συγχρόνως, 24 ανεξάρτητοι υποψήφιοι, εκ των οποίων οι περισσότεροι Kούρδοι καθώς και ο πρόεδρος του αριστερού κόμματος Eλευθερίας και Aλληλεγύης, Oυφούκ Oυράς, εκλέχτηκαν σε αυτές τις εκλογές. Tο άπιαστο για τα μικρά κόμματα όριο του 10% το οποίο πρέπει να λάβουν για να μπουν στη Bουλή, υποχρέωσε στη λύση της ανεξάρτητης καθόδου προσώπων και όχι κομματικών σχηματισμών.

Oι εκλογές της περασμένης Kυριακής ήταν πολύ σημαντικές για πολλούς λόγους. Λίγους από αυτούς θα προσπαθήσω να παρουσιάσω και, όσο το δυνατόν, να αναλύσω εδώ. O πρώτος και αυτονόητος λόγος αφορά τον θρίαμβο του Eρντογάν, ο οποίος αύξησε το ποσοστό του κόμματός του σε σχέση με τις εκλογές του 2002 και είναι ο δεύτερος ηγέτης κόμματος στην Tουρκία, μετά τον Aντνάν Mεντερές (από 53,6% στις εκλογές του 1950 σε 58,4% σε αυτές του 1954), του οποίου το κόμμα κερδίζει για δεύτερη συνεχόμενη φορά τις εκλογές, αυξάνοντας τη δύναμή του.

O δεύτερος λόγος για τον οποίο οι εκλογές ήταν σημαντικές αφορά την αδυναμία ανάκαμψης του κλασικού κεμαλικού κόμματος, του PΛK, το οποίο όχι μόνο δεν κατόρθωσε, παρά την τεράστια πόλωση, να απειλήσει τον Eρντογάν αλλά και περιορίστηκε στο μίζερο ποσοστό του 20%, το ίδιο σχεδόν που είχε πάρει στις εκλογές του 2002. O τρίτος λόγος αφορά την είσοδο του κόμματος E.Δ. των ακραίων εθνικιστικών στοιχείων στην τουρκική Eθνοσυνέλευση, με ένα ποσοστό το οποίο δεν είναι καθόλου μικρό, πολύ περισσότερο που, προστιθέμενο στο ποσοστό του Μπαϊάλ, ενισχύει "δραστικά" το κοινοβουλευτικό εθνικιστικό μέτωπο στην Eθνοσυνέλευση.

H είσοδος στη Bουλή ανεξάρτητων βουλευτών, κυρίως Kούρδων, αποτελεί, κυρίως σε μια περίοδο όξυνσης του κουρδικού προβλήματος, έναν ακόμη λόγο που καθιστούν αυτές τις εκλογές σημαντικές. Για πρώτη φορά μετά από απανωτές αποτυχημένες απόπειρες στη δεκαετία του 90 για αυτόνομη κοινοβουλευτική εκπροσώπηση κουρδικών κομμάτων (το Eργατικό Kόμμα του Λαού, το οποίο κηρύσσεται παράνομο το 1993, το διαδέχεται το Kόμμα Δημοκρατίας που έχει την ίδια τύχη το 1994 και το Xαντέπ --Kόμμα Δημοκρατίας του Λαού-- του οποίου τα ηγετικά στελέχη καταδικάστηκαν σε πολυετείς καθείρξεις το 1997), ανεξάρτητοι βουλευτές εκλέγονται ως Kούρδοι. Eξίσου σημαντική ωστόσο είναι και η εκλογή, ως ανεξάρτητου βουλευτή, του Oυφούκ Oυράς, αφού για πρώτη φορά μετά από πάρα πολλά χρόνια η Aριστερά στην Tουρκία κατορθώνει να υπάρξει πολιτικά, έστω και με αυτό τον συμβολικό τρόπο.

Aς επανέλθουμε ωστόσο στη νίκη Eρντογάν και ας προσπαθήσουμε να αναλύσουμε τη σημασία της για την πολιτική ζωή της Tουρκίας. Kαταρχάς είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι το ΑΚΡ του Eρντογάν πήρε πολύ υψηλά ποσοστά τόσο στη Nοτιοανατολική Tουρκία --χώρα των Kούρδων-- όσο, κυρίως, στα μεγάλα αστικά κέντρα, ακόμη και στη Σμύρνη, φρούριο του κεμαλισμού και του κοσμικού κράτους, επίκεντρο των μεγάλων διαδηλώσεων υπέρ του κοσμικού κράτους και εναντίον του Eρντογάν. Αυτό το γεγονός μας υποχρεώνει να δεχτούμε ότι, παρά την πόλωση, οι εκλογές τελικά δεν απάντησαν στο δίλημμα κοσμικό κράτος ή Iσλάμ, γιατί απλώς το δίλημμα δεν τίθεται έτσι για τον λαό της Τουρκίας.

Παρά το γεγονός ότι το δίλημμα Iσλάμ ή κοσμικό κράτος φαίνεται να αποτελεί, για 70 τουλάχιστον χρόνια, από τον θάνατο του Mουσταφά Kεμάλ (1938) και μετά, το κεντρικό δίλημμα στην πολιτική ζωή της Tουρκίας, η ανάλυση με κριτήριο αυτό δεν επιτρέπει τελικά την κατανόηση ούτε της τουρκικής κοινωνίας διαχρονικά ούτε της νίκης Eρντογάν συγκυριακά. Πρόκειται στην ουσία για ένα ψευτοδίλημμα. Kαι αυτό γιατί η κοινωνία της Τουρκίας είχε επί δεκαετίες και εξακολουθεί να έχει άλλο πρόταγμα: αυτό του κράτους πρόνοιας και δημοκρατίας το οποίο μονίμως συνθλίβεται κάτω από το βάρος του προτάγματος μιας στρατιωτικής, πολιτικής και οικονομικής ελίτ: αυτό του ισχυρού κράτους στο όνομα του "μεγάλου έθνους", ερήμην ή και εναντίον της κοινωνίας. Στο πρόταγμα του κράτους πρόνοιας αλλά και του δημοκρατικού κράτους στήριξε, όσο αυτό ήταν δυνατόν, την πολιτική του ο Eρντογάν από το 2002 μέχρι το 2007, και με αυτό το αίτημα τον ξαναψήφισε πανηγυρικά ο λαός της Tουρκίας στις εκλογές.

"Μεγάλο τουρκικό έθνος" ή τουρκική κοινωνία; Η ιστορία μιας βίαιης σύγκρουσης

Πράγματι, όλη η πολιτική ζωή της Tουρκίας τα τελευταία 70 χρόνια έχει ουσιαστικά συγκροτηθεί -εναντίον του Iσλάμ ή μαζί με αυτό- γύρω από την εξής σύγκρουση: το "μεγάλο τουρκικό έθνος", προϊόν του κεμαλισμού και πηγή νομιμοποίησης ενός ισχυρού --δηλαδή αυταρχικού-- κράτους, εναντίον του λαού της Tουρκίας, πηγή νομιμοποίησης ενός κράτους πρόνοιας και δικαίου. Σε αυτά τα χρόνια νικητής από αυτή τη σύγκρουση αναδείχτηκε πάντα --με εξαίρεση κάποια, μικρά ή μεγάλα, διαλείμματα-- το "μεγάλο τουρκικό έθνος".

Οι όροι της σύγκρουσης ανάμεσα στο ισχυρό, αυταρχικό κράτος και το δημοκρατικό κοινωνικό κράτος συγκροτήθηκαν στη δεκαετία του 50 και σχεδόν μέχρι τα πολύ τελευταία χρόνια παρέμεναν, λίγο ως πολύ, οι ίδιοι. Το Δημοκρατικό Kόμμα του Aντνάν Mεντερές, το οποίο κέρδισε το 1950 με ποσοστό 50% τις εκλογές εναντίον του PΛΚ του Iσμέτ Iνονού, διαδόχου του Mουσταφά Kεμάλ, είναι το πρώτο κόμμα στην Τουρκία το οποίο, απέναντι στο "μεγάλο τουρκικό έθνος" του Mουσταφά Kεμάλ, προσπάθησε να αντιπαρατάξει μια περιθωριοποιημένη, εξαντλημένη από τη φτώχεια και τον αποκλεισμό κοινωνία. Το Ισλάμ, ως δίαυλος επικοινωνίας της εξουσίας με αυτή την αγροτική, στο 80%, κοινωνία, συνιστούσε την πιο εύκολη και λειτουργική γλώσσα αλληλοκατανόησης. Μέχρι το 1954, οπότε ο Μεντερές επανεκλέγεται, αυτή η επικοινωνία αρχίζει να αποδίδει προς όφελος ενός πιο δημοκρατικού, πιο κοινωνικού κράτους. Αυτό ωστόσο το πιο εξανθρωπισμένο κράτος του Μεντερές έθεσε σε κίνδυνο τα συμφέροντα μιας γραφειοκρατικής ελίτ, που είχε συγκροτηθεί χάρη στο αυταρχικό κράτος του Μουσταφά Κεμάλ, μιας περιορισμένης αλλά δυναμικά ανερχόμενης αστικής τάξης μεγαλοεπιχειρηματιών, κυρίως της Kωνσταντινούπολης, που είχε πλουτίσει χάρη στον αυταρχικό εθνικισμό του κράτους, στη δεκαετία κυρίως του 40, εναντίον των μειονοτήτων (φόρος περιουσίας), και του PΛK που έχανε συνεχώς έδαφος. Όλοι αυτοί βρήκαν στο πρόσωπο του στρατού τον μοναδικό ισχυρό σύμμαχο, ικανό να εγγυηθεί το ισχυρό κράτος απέναντι στο επικίνδυνο κοινωνικό κράτος. Ο κεμαλισμός σε αυτό το πλαίσιο αναβαπτίστηκε για να αποτελέσει το κύριο όπλο απονομιμοποίησης του κοινωνικού, δημοκρατικού κράτους, στο όνομα της κεμαλικής δημοκρατίας και προόδου. Το δημοκρατικό, κοινωνικό κράτος ως αίτημα έξω από τον κεμαλισμό θεωρήθηκε έκτοτε κομμουνιστική απειλή.

Aπό το 1954 και μετά ο Mεντερές, προσπαθώντας να πείσει για τον αντικομμουνισμό του, απάντησε στις ανάγκες της κοινωνίας με τα επιχειρήματα του "μεγάλου τουρκικού έθνους" -με αυταρχισμό. Tο κοινωνικό κράτος ερμηνεύτηκε πλέον με εκλαΐκευση του πιο ακραίου εθνικισμού, ερμηνεύτηκε με την "είσοδο των μαζών στην ιστορία" με δίαυλο όχι το κοινωνικό κράτος και τη δημοκρατία, αλλά το αυταρχικό, ισχυρό κράτος.

H αποτυχία Mεντερές σφραγίσθηκε με το πρώτο πραξικόπημα, αυτό του 60, αφού με αυτό ο στρατός καθίσταται ο διαχρονικός εγγυητής του κεμαλισμού, επομένως του "μεγάλου τουρκικού έθνους", στο οποίο εγγενώς ενυπάρχουν η πρόοδος, η εκκοσμίκευση και η δημοκρατία, αρκεί αυτά να τα εγγυάται ο στρατός και αυτοί που συμμαχούν με αυτόν. Tο αίτημα της κοινωνίας για κοινωνικό κράτος, για δημοκρατία είναι αντεθνικό, αφού αυτή η κοινωνία, κρυφοκομμουνιστική και/ή μουσουλμανική, είναι ο μεγαλύτερος εχθρός του "μεγάλου έθνους", δυτικού και κοσμικού. Ο μεγαλύτερος εχθρός του τουρκικού έθνους, επομένως και του ισχυρού (και γι αυτό κοσμικού) κράτους, δεν είναι ούτε οι Έλληνες ούτε οποιοσδήποτε άλλος, αλλά η ίδια η κοινωνία της Τουρκίας.

Σε αυτή τη σύγκρουση το Ισλάμ είχε πάντα έναν αντιφατικό ρόλο. Ως στοιχείο του δημοκρατικού, κοινωνικού κράτους αποτελεί απειλή για τον κοσμικό χαρακτήρα του κράτους. Ως φορέας ωστόσο της αντίληψης για ισχυρό κράτος συνιστά συγκυριακά σύμμαχο του κεμαλισμού. Aρκεί να υπενθυμίσω την κυβέρνηση συμμαχίας Mπουλέντ Eτζεβίτ - Nετζμετίν Eρμπακάν που προέκυψε από τις εκλογές του Oκτωβρίου 1973 (δύο μόλις χρόνια από το πραξικόπημα του 71) --κυβέρνηση που πραγματοποίησε και την εισβολή στην Kύπρο. H κοινή βάση της συνεργασίας βρέθηκε στο όνομα του "μεγάλου τουρκικού έθνους" εναντίον της Δύσης. Mέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 90 και όσο το Iσλάμ παίζει τον ρόλο του οχυρού κατά του κομμουνισμού, δηλαδή τον ρόλο του φορέα της συνείδησης του "μεγάλου τουρκικού, έστω και μουσουλμανικού, έθνους", ο κλασικός κεμαλισμός και οι φορείς του δεν έχουν ιδιαίτερο πρόβλημα.

Σε αυτές τις δεκαετίες (70-80), οι κυβερνήσεις που προσπαθούν να προβάλλουν το αίτημα του κοινωνικού κράτους και της δημοκρατίας με δίαυλο το Iσλάμ, κυρίως στη δεκαετία του 80 με τις κυβερνήσεις Oζάλ και με δεδομένη την ύπαρξη του ακραίου πολιτικού Iσλάμ του Eρμπακάν, καταλήγουν στην ουσία σε μια πολιτική γέφυρας. Δηλαδή το δημοκρατικό, κοινωνικό κράτος συρρικνώνεται πάντα στο αίτημα για ισχυρό κράτος το οποίο επιβάλλεται (ή προβάλλεται) πλέον ως αίτημα και της κοινωνίας, με μουσουλμανικό θρήσκευμα. Aπό αυτή τη γέφυρα ωφελημένοι βγαίνουν σχεδόν πάντα οι μεγάλοι επιχειρηματίες --ανάμεσα σε αυτούς και ο στρατός επιχειρηματίας-- οι οποίοι ποντάρουν είτε στα στρατιωτικά είτε, αργά αλλά σταθερά, στα πράσινα (ισλαμικά) χρώματα. Στη δεκαετία του 90 ωστόσο τα πράγματα αλλάζουν. Όσο ο κεμαλισμός περιορίζεται στο κυνήγι του Ισλάμ, στο όνομα του "μεγάλου, κοσμικού έθνους" που κινδυνεύει, τόσο το πολιτικό Ισλάμ επενδύει όλο και περισσότερο στο κοινωνικό κράτος (ενδεικτικές της αλλαγής προσανατολισμών του πολιτικού Ισλάμ του Ερμπακάν είναι οι αλλαγές της επωνυμίας του κόμματός του: Κόμμα Εθνικής Τάξης, κατά την ίδρυσή του, Κόμμα Εθνικής Σωτηρίας στη συνέχεια, Κόμμα Ευημερίας στη δεκαετία του 90). Aπό αυτή τη σύγκρουση βγαίνει για ακόμη μια φορά ταπεινωμένη η ίδια η κοινωνία της Tουρκίας, κυρίως οι πιο αδύναμοι κρίκοι της: οι κάτοικοι της Νοτιοανατολικής Τουρκίας (οι Κούρδοι), αλλά και ο φτωχός πληθυσμός των αστικών κέντρων. Από αυτή τη σύγκρουση το "μεγάλο τουρκικό έθνος" ενισχύεται με καινούριους σεχίτ (ιερούς μάρτυρες) που έπεσαν στη μάχη εναντίον της κοινωνίας της Τουρκίας.

"Το μεγάλο έθνος" αρχίζει να μιλά με τη φωνή της κοινωνίας: Οι απαρχές ενός "ιστορικού συμβιβασμού".
"Προσπάθησαν να ταπεινώσουν τον λαό της Τουρκίας", είπε ο Ερντογάν, και με αυτή την απλή πρόταση ξανάπιανε το νήμα του αιτήματος για κοινωνική δικαιοσύνη και δημοκρατία. Το κόμμα του Ερντογάν είναι, θα λέγαμε, ένα κεντροδεξιό κόμμα, στην παράδοση περισσότερο του Κόμματος Δικαιοσύνης (Ντεμιρέλ), του Κόμματος Μητέρας Πατρίδας (Οζάλ), στο οποίο όμως συσπειρώθηκαν όλοι αυτοί (ακόμη και Κούρδοι της Νοτιοανατολικής Τουρκίας όπου το ΑΚΡ μοιράστηκε τις ψήφους με τους Κούρδους ανεξάρτητους, αλλά και αριστεροί και οι πάσης προέλευσης μειονοτικοί), που βρήκαν στο πρόσωπο του Ερντογάν τον ηγέτη, ικανό να αλλάξει τους όρους της σύγκρουσης, να εξουδετερώσει το ιστορικό ψευτο-δίλημμα (Ισλάμ-κοσμικό κράτος) και να αναδείξει το πραγματικό δίλημμα: κοσμικό, αυταρχικό κράτος ή κοσμικό, δημοκρατικό κράτος;

Ο Ερντογάν φαίνεται διατεθειμένος να εξουδετερώσει το ψευτο-δίλημμα γιατί, παρά το γεγονός της ισλαμοδεξιάς παράδοσής του, το ΑΚΡ τελικά δεν επικοινώνησε με την κοινωνία με κατεξοχήν δίαυλο το Ισλάμ, αλλά με δίαυλο τον εξευρωπαϊσμό του κράτους, δηλαδή με δίαυλο τις ανάγκες (δημοκρατία, κοινωνικό κράτος) μιας πολύπλοκης και πολυπρόσωπης κοινωνίας. Και σε ένα βαθμό το πέτυχε! Στον εξευρωπαϊσμό του κράτους συναντήθηκαν ένα σημαντικό μέρος της μεσαίας αστικής τάξης, των διανοούμενων, των μειονοτήτων, των εργατών και αγροτών, των δημοκρατών αλλά και των ισλαμιστών, των κεντροδεξιών και μέρους των αριστερών. Κι εδώ είναι το κρίσιμο σημείο της ανατροπής, καθώς και αυτό που διαφοροποιεί το ΑΚΡ από τα προηγούμενα κόμματα (Μεντερές, Οζάλ), ενώ το φέρνει και σε σύγκρουση με το ισλαμικό του παρελθόν, της εποχής Ερμπακάν. Αν στην παράδοση από Μεντερές μέχρι Οζάλ, τα αντίστοιχα κόμματα συνέβαλαν, εκουσίως ή ακουσίως, μέσα από μια δαιδαλώδη διαδρομή (στο πλαίσιο της οποίας ο Ψυχρός Πόλεμος έπαιξε σημαντικό ρόλο) στην "εκλαΐκευση" του κεμαλισμού, και μέσω αυτού στη νομιμοποίηση της υποταγής στο "μεγάλο έθνος" του ανατολίτη, ανάξιου αυτού του έθνους λαού, η πολιτική Ερντογάν στοχεύει στο αντίθετο: στον εξευρωπαϊσμό του κράτους, και μέσω αυτού στην ταύτιση του "μεγάλου έθνους" με αυτό τον λαό και τα προβλήματά του. Η ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας συνέβαλε τα μέγιστα στην πολιτική Ερντογάν.

Αν με δίαυλο το Ισλάμ ο Ερντογάν προσπάθησε το 2002 να εμπεδώσει έναν ιστορικό συμβιβασμό ανάμεσα σε μια, παντοιοτρόπως, αποκλεισμένη κοινωνία (θρησκεύουσα ή όχι) και το κράτος, από τότε και μετά φαίνεται να προσπαθεί με δίαυλο τις ευρωπαϊκές αξίες να εμπεδώσει τον ιστορικό συμβιβασμό -ταύτιση- ανάμεσα στο "μεγάλο έθνος" και την κοινωνία, των οποίων ο εχθρός είναι κοινός, η έλλειψη δημοκρατίας και κοινωνικού κράτους. Στο πλαίσιο του δημοκρατικού, κοινωνικού κράτους που φαίνεται να προσπαθεί να οικοδομήσει η κυβέρνηση Ερντογάν, το Ισλάμ εξευρωπαΐζεται, με την έννοια ότι υποτάσσεται στις αρχές ενός δημοκρατικού, και ως εκ τούτου ευρωπαϊκού κράτους. Τόσο το στοίχημα του δημοκρατικού, κοινωνικού κράτους όσο και αυτό της υποταγής του Ισλάμ στις ευρωπαϊκές αξίες ο Ερντογάν τα έχει αναλάβει, δεν τα έχει κερδίσει ωστόσο ακόμη. Τα μέτωπα παραμένουν ανοιχτά, εξωτερικά (στρατός, κεμαλιστές) και ενδοκομματικά (ακραίοι ισλαμιστές, ισχυρές ισλαμιστικές αναφορές των στελεχών του κόμματος).

Κεμαλισμός και κοσμικό κράτος

Το 35% σχεδόν του λαού όμως της Τουρκίας ψήφισε τους ορκισμένους αντιπάλους του Ερντογάν, το ΡΛΚ και το κόμμα ΕΔ. Σε ό,τι αφορά το κόμμα του Μπαϊκάλ -που αξίζει να υπογραμμίσουμε ότι όσοι το ψήφισαν δεν συμμερίζονται όλοι ούτε τον αυταρχισμό και την αντιδημοκρατικότητα του κεμαλισμού ούτε βεβαίως την πολιτική παρουσία του στρατού- το ισχνό 20% δείχνει καταρχάς κρίση των φορέων του παραδοσιακού κεμαλισμού. Σε αυτό το σημείο επικεντρώνεται το μείζον πρόβλημα για τον θεωρούμενο ως κλασικό κεμαλισμό. Τι σημαίνει κεμαλισμός σήμερα, στη μορφή που τον διακινούν κόμματα όπως αυτό του Μπαϊκάλ;

Κάποτε ο κλασικός κεμαλισμός του Μουσταφά Κεμάλ ομογενοποίησε και συσπείρωσε ένα ταπεινωμένο έθνος και του επέτρεψε να αποκτήσει υπερηφάνεια και αξιοπρέπεια. Κάποτε ο κλασικός κεμαλισμός, έτσι όπως τον διακίνησε κατά περιόδους το ΡΛΚ του Ετζεβίτ συσπείρωσε διαφορετικές ομάδες της κοινωνίας (ακόμη και αριστερούς ή Κούρδους) με το όραμα του σοσιαλισμού και του αντιϊμπεριαλισμού. Τα παραδοσιακά κεμαλικά κόμματα ωστόσο, κυρίως από το πραξικόπημα του 1980 και μετά, έχαναν όλο και περισσότερο τις αναφορές τους στην κοινωνία, προσδένονταν στον στρατό και σε μια οικονομική και γραφειοκρατική ελίτ, και καθιστούσαν τον κεμαλισμό τον απόλυτο νομιμοποιητή του αυταρχικού, κοσμικού, κράτους. Στη δεκαετία του 90 αυτός ο κεμαλισμός έδειξε τα όρια του, αφού η πλήρης αδυναμία του να απαντήσει στα φλέγοντα αιτήματα της κοινωνίας, αντισταθμιζόταν από έναν όλο και μεγαλύτερο αυταρχισμό με πρόσχημα τους εθνικούς εχθρούς: τη "θρησκευτική αντίδραση" και τους Κούρδους. Έτσι, στο όνομα του κλασικού κεμαλισμού, στο όνομα της παράδοσης σύμφωνα με την οποία αυτός έχτισε το "μεγάλο τουρκικό έθνος" ταπεινώνονταν όλο και μεγαλύτερα τμήματα της τουρκικής κοινωνίας, αυτά που δεν ήταν αντάξια του έθνους. Ο κλασικός ωστόσο κεμαλισμός έχασε και τη σημαντικότερη αποστολή του, αυτή των μεταρρυθμίσεων εκδυτικισμού. Από τη στιγμή που ο εκδυτικισμός σημαίνει σήμερα τον εξευρωπαϊσμό του κράτους, δηλαδή τον εκδημοκρατισμό του, ο εξευρωπαϊσμός θεωρείται αντεθνικός.

Ο κεμαλισμός λοιπόν συρρικνώθηκε σε ένα και μοναδικό αίτημα: την προστασία του κοσμικού κράτους, εναντίον του δημοκρατικού και κοινωνικού κράτους. Κι εδώ τίθεται το μείζον πρόβλημα: απειλείται τελικά το κοσμικό κράτος στην Τουρκία, και από ποιον; Αν υπάρχει μια παράδοση βαθιά εμπεδωμένη στην Τουρκία (ήδη από την οθωμανική εποχή) είναι ο αυταρχισμός της κοσμικής εξουσίας, στο όνομα μιας θρησκείας (Ισλάμ ή "μεγάλο τουρκικό έθνος"). Το ζητούμενο λοιπόν πάντα δεν ήταν το κοσμικό κράτος, αλλά το δημοκρατικό κοσμικό κράτος. Και σε αυτή την ανάγκη ο κλασικός κεμαλισμός του Μπαϊκάλ δεν μπορεί να απαντήσει. Επομένως ο κεμαλισμός έχασε και την αποστολή του φορέα της εκκοσμίκευσης, αφού το απογυμνωμένο από κοινωνικές αναφορές κοσμικό κράτος είναι αυτό που ενισχύει εντέλει τον ακραίο ισλαμισμό, αφού και τα δύο συμμερίζονται την ίδια αρχή: αυτήν της απολιτικοποίησης της κοινωνίας. Το κοσμικό κράτος στην Τουρκία, έτσι όπως το προβάλλει ο κεμαλισμός, κινδυνεύει καταρχάς από τον αυταρχικό εαυτό του, έναν εαυτό τον οποίο επέβαλε στην κοινωνία με το Ισλάμ και εναντίον του Ισλάμ.

Οι τελευταίες εκλογές στην Τουρκία επιβεβαιώνουν το γεγονός ότι από το 2002 και μετά έχει ανοίξει ένα πολύ ενδιαφέρον κεφάλαιο στην ιστορία της Τουρκίας. Η είσοδος των ακραίων εθνικιστών του Μπαχτσελί στη Βουλή, αλλά και των ανεξάρτητων Κούρδων βουλευτών, όπως και του Ουφούκ Ουράς, μπορεί να δημιουργεί ένα εκρηκτικό κοινοβουλευτικό μίγμα, συνιστά ωστόσο ένα αντιπροσωπευτικό, δημοκρατικό δείγμα των τάσεων και των προβλημάτων της Τουρκίας. Ακόμη κι αν όλα τα μεγάλα προβλήματα στην Τουρκία παραμένουν ανοιχτά (μέσα σε αυτά και ο στρατός), το 47% υποχρεώνει τον Ερντογάν πλέον να μην προδώσει τον λαό της Τουρκίας. 


[Δημοσιεύτηκε στα "Ενθέματα" της Αυγής.]

Κυριακή 20 Μαΐου 2007

[Τουρκία] Η Τουρκία σε κρίση ή σε φάση μιας δραματικής "ενηλικίωσης"

Τους τελευταίους μήνες κάτι σοβαρό συμβαίνει στη γείτονα χώρα. Όλοι μιλούν για κρίση, για μια μεγάλη κρίση με απρόβλεπτες συνέπειες μεταξύ των οποίων --τουλάχιστον κατά τη γνώμη κάποιων-- ακόμη κι ένα νέο στρατιωτικό πραξικόπημα. Το τι θα γίνει στην Τουρκία, έτσι κι αλλιώς, ούτε μπορούμε να το προβλέψουμε ούτε και έχει καμιά σημασία να το προσπαθήσουμε. Αυτό ωστόσο που προς το παρόν μπορούμε να ανιχνεύσουμε --όσο κι εάν αυτό είναι δυνατόν-- είναι η φύση και ο χαρακτήρας αυτής της κρίσης, να εντοπίσουμε τα μέτωπα που διαμορφώνονται στο πλαίσιο της.

Η πρώτη εύκολη ανάγνωση της σημερινής κατάστασης στην Τουρκία οδηγεί στη διαπίστωση ότι η κρίση προκύπτει από τη σύγκρουση δύο μετώπων: του πολιτικού Ισλάμ, με κύριο εκφραστή τον Ερντογάν και το κόμμα του, από τη μια μεριά, και τον κεμαλισμό, με κύριο εκφραστή τον στρατό και τα κεμαλικά, καθοδηγούμενα από τον στρατό, κόμματα, όπως το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα του Μπαϋκάλ. Η σύγκρουση, μάλιστα, ανάμεσα στα δύο μέτωπα θεωρείται από πολλούς ως σύγκρουση για τη δημοκρατία, για τον πλήρη εκδημοκρατισμό του πολιτικού συστήματος.

Σε αυτό το πλαίσιο η σύγκρουση έχει τα εξής χαρακτηριστικά: το μέτωπο Ερντογάν είναι το μέτωπο της δημοκρατίας και του εκδημοκρατισμού, στο οποίο η θρησκεία παίζει δευτερεύοντα ρόλο, που όχι μόνο δεν θέτει σε κίνδυνο τον κοσμικό χαρακτήρα του κράτους, αντιθέτως ενισχύει τον εκδημοκρατισμό αφού το Ισλάμ επιτρέπει την πολιτικοποίηση της μεγάλης και οικονομικά αδύναμης μάζας του τουρκικού λαού. Το άλλο μέτωπο, αυτό του στρατού, είναι ένα μέτωπο που, με πρόσχημα την απειλή του Ισλάμ, με πρόσχημα τον κίνδυνο για το κοσμικό κράτος, υπονομεύει τη δημοκρατία και τον εκδημοκρατισμό, αφού στο όνομα της απειλής νομιμοποιεί την παρουσία του στρατού στον δημόσιο χώρο και την ανοιχτή ή σχεδόν ανοιχτή ανάμιξή του στην πολιτική ζωή της Τουρκίας.

Αυτή η ανάλυση μοιάζει σωστή, πολύ περισσότερο που τα περισσότερα στοιχεία στα οποία βασίζεται έχουν αληθοφάνεια ("συνταγματικό" πραξικόπημα του στρατού). Ωστόσο, σε αυτή την ανάλυση υποτιμούνται δύο παράγοντες. Ο ένας είναι το Ισλάμ στην Τουρκία, το οποίο πολλοί αναλυτές, κυρίως στην Ελλάδα, αντιμετωπίζουν ως ιδιαίτερη περίπτωση, ως δίαυλο εκδημοκρατισμού στο πλαίσιο ενός αυταρχικού καθεστώτος. Ο δεύτερος παράγοντας που έχει υπεισέλθει είναι ένας νέος παράγοντας του οποίου δεν μπορούμε ακόμη να εκτιμήσουμε την βαρύτητα: Είναι οι ογκωδέστατες διαδηλώσεις εκατοντάδων χιλιάδων Τούρκων κατά του Ερντογάν και υπέρ του κοσμικού χαρακτήρα του κράτους. Σε όλες τις μεγάλες πόλεις (Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη και άλλες) οι Τούρκοι που διαδηλώνουν κατά του Ερντογάν, οι Τούρκοι που θεωρούν την εκλογή ισλαμιστή προέδρου άμεση απειλή για τον κοσμικό χαρακτήρα του κράτους ξεπερνούν κατά πολύ πλέον το ένα εκατομμύριο. Ακόμη και με το δεδομένο ότι πράγματι ένα μέρος των διαδηλωτών, ακόμη και μεγάλο, είναι κατευθυνόμενο από τον στρατό, τα κεμαλικά κόμματα και τις οργανώσεις της "ατατουρκικής σκέψης", αυτό δεν αλλοιώνει την ουσία των διαδηλώσεων. Για πρώτη φορά στην ιστορία της Τουρκίας φαίνεται να διεκδικείται μαζικά με τέτοια ένταση ο κοσμικός χαρακτήρας του κράτους, ο ρεπουμπλικανικός του χαρακτήρας, έτσι όπως τον ενσαρκώνει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Αυτές οι διαδηλώσεις λοιπόν μας υποχρεώνουν να δούμε την κρίση και από μια άλλη οπτική. Η πρώτη παρατήρηση που μπορούμε να κάνουμε υπό το φως των διαδηλώσεων είναι η εξής: αν ο κοσμικός χαρακτήρας του κράτους αποτελούσε επί δεκαετίες την αδιαμφισβήτητη αξία του ιερού κανόνα --του κεμαλισμού--, αν λοιπόν ο στρατός ως ο εγγυητής του κεμαλικού κανόνα εξασφάλιζε και μόνο με την παρουσία του τον κοσμικό χαρακτήρα του κράτους ερήμην και εναντίον του λαού, σήμερα τα πράγματα είναι διαφορετικά. Αν λοιπόν κάποτε ο κοσμικός χαρακτήρας επιβλήθηκε από πάνω εναντίον του Ισλάμ, της θρησκείας του λαού, σήμερα ο κοσμικός χαρακτήρας του κράτους διεκδικείται στις διαδηλώσεις ως αξία του λαού εναντίον της θρησκείας. Τελικά, οι ογκώδεις διαδηλώσεις, κατευθυνόμενες ή μη, δείχνουν κάτι σημαντικό: μπορεί η εκκοσμίκευση να επιβλήθηκε από πάνω και αυταρχικά ως ιερή αξία του κεμαλισμού, ωστόσο ο κοσμικός χαρακτήρας του κράτους έχει σήμερα λαϊκό έρεισμα στην Τουρκία, και μάλιστα αρκετά ισχυρό. Μεγάλο μέρος πλέον του λαού της Τουρκίας θεωρεί ότι το Ισλάμ συνιστά πραγματική απειλή.

Οι παραπάνω πρόχειρες και απλές παρατηρήσεις μάς υποχρεώνουν να προσεγγίσουμε διαφορετικά την κρίση στην Τουρκία. Η ανάλυση περί δύο μετώπων (Ερντογάν εναντίον στρατού, δημοκρατία εναντίον στρατοκρατικού καθεστώτος) αποδεικνύεται ανεπαρκής για να αποδώσει το μέγεθος και το ιστορικό βάθος της κρίσης στην Τουρκία. Καταρχάς, ποια είναι η πραγματική απειλή όχι μόνο σήμερα αλλά μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα για την Τουρκία, η πραγματική απειλή για τη δημοκρατία; Το Ισλάμ ή ο στρατός; Η αυτονόητη απάντηση είναι βεβαίως ο στρατός, ο οποίος προσχηματικά χρησιμοποιεί την απειλή του Ισλάμ για να κηδεμονεύει την πολιτική εξουσία. Αυτό σημαίνει ότι το Ισλάμ στην πολιτική ζωή της Τουρκίας ήταν και παραμένει το μέσον αντίστασης στην αυταρχικότητα του κεμαλισμού και του φορέα του –του στρατού. Το μέσον αντίστασης στον βίαιο εθνικισμό του κεμαλισμού. Τα αυτονόητα όμως στη συγκυρία κρίσης που βρίσκεται η Τουρκία παύουν να είναι αυτονόητα. Η εκτίμηση ότι το πολιτικό Ισλάμ σήμερα στην Τουρκία είναι ένα μετριοπαθές Ισλάμ που δεν απειλεί καθόλου το κοσμικό κράτος, αντιθέτως επιτρέπει την έκφραση της θρησκευτικότητας του λαού της Τουρκίας, επομένως αποτελεί τον φορέα και την έκφραση του εκδημοκρατισμού στην Τουρκία, ακόμη κι αν φαίνεται σωστή συγκυριακά, δεν είναι. Το Ισλάμ ως δίαυλος πολιτικής έκφρασης δεν αποτέλεσε ιστορικά το μέσον εκδημοκρατισμού στην Τουρκία~ αποτέλεσε το μέσον ενίσχυσης του αυταρχισμού, μέσα από την ενίσχυση του πιο ακραίου εθνικισμού.

Ισλάμ και κεμαλισμός

Με αυτή την έννοια, το πολιτικό Ισλάμ στην Τουρκία βάδισε επί μακρόν παράλληλα με τον στρατό και τα συντηρητικά κεμαλικά κόμματα, σε μια σχέση αλληλοεξυπηρέτησης. Συγχρόνως όμως τα δύο μέτωπα βάδιζαν και ανταγωνιστικά το ένα απέναντι στο άλλο. Αν ο στρατός στο όνομα της ιερής αξίας του κοσμικού κράτους αντιμετώπιζε καχύποπτα και ανταγωνιστικά το πολιτικό Ισλάμ, το δεύτερο αντιμετώπιζε ανταγωνιστικά τον στρατό όχι στο όνομα της δημοκρατίας αλλά στο όνομα του φορέα των αρχών του έθνους. Το πολιτικό Ισλάμ, με δίαυλο τη θρησκεία, προσπαθούσε να επιβληθεί ως ισχυρότερος από τον στρατό φορέας του τουρκισμού στο όνομα της ιερότητας του έθνους. Από τη μια μεριά λοιπόν το Ισλάμ αποτέλεσε, σε πολιτικό επίπεδο, το "λαϊκό" σωσίβιο του κεμαλισμού προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης της ιερότητας των αρχών και των αξιών του τουρκικού έθνους, δηλαδή του κεμαλισμού. Από την άλλη ωστόσο, ακριβώς λόγω αυτής του της εργαλειοποίησης, απειλούσε τους φορείς αλλά και τις αξίες του κεμαλισμού, κυρίως τον κοσμικό χαρακτήρα του κράτους.

Το κόμμα του Ερμπακάν δείχνει καθαρά όσα ανέφερα παραπάνω. Η δημιουργία αυτού του κόμματος συμπίπτει με την περίοδο κατά την οποία ενισχύεται, κυρίως μετά το πραξικόπημα του 71, ο αυταρχισμός του κράτους και ένας προσχηματικά ή μη αντιιμπεριαλιστικός εθνικισμός. Το Ισλάμ του Ερμπακάν ενισχύει ακριβώς τον αυταρχικό και εθνικιστικό χαρακτήρα του κράτους, ενισχύει τη δεξιά πλευρά του κεμαλισμού. Στη δεκαετία του 70 λειτουργεί ακριβώς ενισχυτικά για την πιο ακραία εθνικιστική και ιερή λογική του κεμαλισμού, ακόμη κι αν μέσα από αυτό εκφράζονται αντικεμαλικά στοιχεία. Δεν είναι τυχαίο ότι η πρώτη κυβέρνηση μετά το πραξικόπημα του 71 συγκροτείται από τη συμμαχία του πλέον κεμαλικού κόμματος, αυτού του Ετζεβίτ (Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα) και του πολιτικού Ισλάμ του Ερμπακάν. Θα έλεγα μάλιστα ότι με το πολιτικό Ισλάμ του Ερμπακάν η αντιιμπεριαλιστική πολιτική της Αριστεράς της δεκαετίας του 60 απονομιμοποιείται. Ο αντιιμπεριαλισμός της Αριστεράς εξουδετερώνεται από έναν προσχηματικά αντιϊμπεριαλιστικό, στην ουσία ακραίο εθνικισμό.

Στη δεκαετία του 80, και μετά το τρίτο πραξικόπημα, ο κεμαλισμός ενσωματώνει με το κόμμα του Οζάλ τα πιο "χρήσιμα" στοιχεία του Ισλάμ στην αυτοκρατορικής λογικής τουρκοϊσλαμική σύνθεση. Μέσα από αυτή τη σύνθεση επιτυγχάνεται για πρώτη φορά, με τη συμβολή του Ισλάμ, η κεμαλοποίηση του οθωμανικού παρελθόντος, δηλαδή η ενίσχυση ακόμη περισσότερο του εθνικισμού και του τουρκικού μεγαλείου. Ακόμη κι αν το πολιτικό Ισλάμ του Ερμπακάν εμφανίζεται όλο και περισσότερο ως αντικεμαλικό (κυρίως στη δεκαετία του 90), ακόμη κι αν πράγματι εκφράζει τις αδύναμες οικονομικά και περιθωριοποιημένες μάζες, ωστόσο το Ισλάμ είναι το μέσον ενίσχυσης της αντίληψης περί αταξικής κοινωνίας, μέσον κυρίως ενίσχυσης του φονταμενταλιστικού εθνικισμού, μέσον ενίσχυσης του αυταρχισμού και της ιερότητας του κράτους. Η όλη σύγκρουση ανάμεσα στον Ερμπακάν και τον στρατό θα μπορούσε να συνοψιστεί ως εξής: Ποιος εκφράζει αποτελεσματικότερα έναν φονταμενταλιστικό εθνικισμό; Ο στρατός με όχημα τις κεμαλικές αξίες του τουρκικού έθνους ή το πολιτικό Ισλάμ με όχημα τη θρησκεία του λαού; Και στις δύο περιπτώσεις, έστω και με διαφορετικό τρόπο, η δημοκρατία αποδυναμώνεται.

Το κοσμικό κράτος, όπλο του εθνικισμού ή προϋπόθεση του εκδημοκρατισμού;
Το πολιτικό Ισλάμ του Ερντογάν με μια αρκετά ισχυρή πλέον μεσαία αστική τάξη που διεκδικεί την εξουσία στο όνομα της ισλαμικότητάς της –το "πράσινο κεφάλαιο" της Τουρκίας- είναι η πρώτη φορά που αισθάνεται αρκετά ισχυρό ώστε να διεκδικήσει το ίδιο το κράτος εναντίον του στρατού. Η κυβέρνηση Ερντογάν, έχοντας τη συγκυρία με το πλευρό της --την ευνοϊκή ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας-- διεκδίκησε την ανάδειξη του Ισλάμ ως του αποτελεσματικότερου μέσου για την εγγύηση της μιας από τις δύο σημαντικότερες αξίες του κεμαλισμού: του δυτικού, ευρωπαϊκού χαρακτήρα του κράτους. Με άλλα λόγια, διεκδίκησε, όχι τόσο τον εκδημοκρατισμό, αλλά την αποτελεσματικότερη διαχείριση του τουρκισμού. Είναι βεβαίως γεγονός ότι στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας, η πίεση από την Ευρωπαϊκή Ένωση για μεταρρυθμίσεις συνεπαγόταν αλλαγές προς την κατεύθυνση του εκδημοκρατισμού. Ωστόσο, η κυβέρνηση Ερντογάν δεν τόλμησε, ή δεν θέλησε να τολμήσει, να θέσει σε αμφισβήτηση ούτε καν τον νόμο 301 περί τουρκικότητας. Δεν τόλμησε ή δεν θέλησε να τολμήσει να αρπάξει την ευκαιρία μετά τη δολοφονία του Αρμένιου Χρ. Ντικ όταν χιλιάδες Τούρκοι διαδήλωναν στους δρόμους, με το σύνθημα "είμαστε όλοι Αρμένιοι", και να καταργήσει τον νόμο. Δεν μπορεί να μιλά κανείς για εκδημοκρατισμό στην Τουρκία χωρίς να έχει τη θέληση να πριονίσει αποφασιστικά τα ερείσματα του εθνικισμού.

Ας δεχτούμε, παρά ταύτα, ότι το μετριοπαθές Ισλάμ του Ερντογάν δεν τόλμησε να χτυπήσει τον εθνικισμό λόγω της απειλής του στρατού. Η μόνιμη ωστόσο επίκληση της απειλής -απειλή ο στρατός για το Ισλάμ, απειλή το Ισλάμ για τον στρατό--, μήπως τελικά ενισχύει τον αυταρχισμό, και κυρίως τον εθνικισμό; Αν δούμε και πάλι τη σύγκρουση των δύο μετώπων (πολιτικό Ισλάμ, στρατός) υπό το φως της ιστορίας του πολιτικού Ισλάμ στην Τουρκία, όπως πολύ σχηματικά την περιέγραψα, θα λέγαμε ότι η σύγκρουση ανάμεσα στους δύο συνοψίζεται ως εξής: Ποιος εκφράζει πιο αποτελεσματικά τον ιερό χαρακτήρα των αξιών του έθνους; Ποιος είναι ο πιο αυθεντικός και αποτελεσματικός δίαυλος συνοχής και ενότητας του έθνους: ένα κράτος μουσουλμανικό και, προς το παρόν, εξευρωπαϊσμένο ή ένα κράτος κοσμικό; Με αυτό το ερώτημα αναβιώνει στην Τουρκία μια πολύ παλιά σύγκρουση -- που σχεδόν ποτέ δεν σταμάτησε -- που άρχισε από τα μέσα του 19ου αιώνα και με διαφορετικούς τρόπους επανεμφανιζόταν στο προσκήνιο. Αν στον 19ο αιώνα το ερώτημα τέθηκε με κύριο γνώμονα τη σωτηρία του κράτους (ποιος μπορεί να είναι ο πιο αποτελεσματικός σωτήρας του κράτους; Το Ισλάμ, δίαυλος και νομιμοποιητής του εκδυτικισμού, ή ο εκδυτικισμός, νομιμοποιητής της περιθωριοποίησης του Ισλάμ;), στη συνέχεια, κυρίως με τους Νεότουρκους, το ερώτημα διαφοροποιήθηκε: Ποιος μπορεί να σώσει το κράτος; Ένα εκδυτικισμένο μιλλέτι ή το τουρκικό έθνος; Ο Μουσταφά Κεμάλ έδωσε την απάντηση: Το τουρκικό έθνος έσωσε το κράτος, αλλά και το κοσμικό, δυτικό κράτος σώζει εσαεί το έθνος.

Η σύγκρουση σήμερα, και λόγω διεθνούς αλλά και ευρωπαϊκής συγκυρίας, επικεντρώνεται στο ποιος είναι ο πιο αποτελεσματικός σωτήρας του κράτους στο όνομα του έθνους. Ο Ερντογάν διεκδικεί την εκλογή Προέδρου της Τουρκικής Δημοκρατίας από τον χώρο του πολιτικού Ισλάμ, στο όνομα του μιλλετιού. Αυτός ο παλιός γνώριμος όρος που επανέρχεται στο πολιτικό προσκήνιο ούτε αθώος είναι ούτε απλός. Ο Ερντογάν διεκδικεί την ψήφιση του προέδρου όχι από τον λαό (|χαλκ|), ούτε από το έθνος (|ουλούς|), αλλά από το |μιλλέτι|. Ο όρος αυτός παραπέμπει σε ένα εθνοθρησκευτικό σύνολο, σε ένα έθνος-θρησκευτική κοινότητα, σε ένα τουρκικό έθνος-μουσουλμανική κοινότητα. Με τον όρο μιλλέτι σήμερα επιτυγχάνεται η πλήρης ταύτιση τουρκισμού και ισλαμισμού. Αναδεικνύεται το Ισλάμ ως ο φορέας και εγγυητής της τουρκικότητας --και όχι της δημοκρατικότητας-- του έθνους. Η εργαλειοποίηση του Ισλάμ με τέτοιους όρους αφήνει εν δυνάμει τα περιθώρια (ανεξαρτήτως των προθέσεων του κόμματος Ερντογάν) για τη διεκδίκηση στο μέλλον (κοντινό ή απώτερο) ενός ισλαμιστικού κράτους; Την απάντηση σε αυτό το ερώτημα μόνο έμμεσα μπορούμε να την προσεγγίσουμε, αν αναλύσουμε λίγο το άλλο μέτωπο της σύγκρουσης. Αυτό ωστόσο που με βεβαιότητα μπορούμε να πούμε είναι το πολιτικό Ισλάμ, ακόμη και το μετριοπαθές, ενισχύει και με δίαυλο τη θρησκεία, τον φονταμενταλισμό --θρησκευτικό ή, στον αντίποδα, κοσμικό.

Το άλλο μέτωπο, ο στρατός, στο τελεσίγραφό του προς τον Ερντογάν, καταλήγει με μια χαρακτηριστική διατύπωση: "Ο στρατός θα είναι πάντα εναντίον αυτών που δεν λένε: Τι ευτυχής να μπορείς να λες ότι είσαι Τούρκος". Αυτή η διάσημη ρήση ("Τι ευτυχής να μπορείς να λες ότι είσαι Τούρκος") του Μουσταφά Κεμάλ επιστρατεύεται πάλι από τον στρατό, προκειμένου να ορίσει τα όρια της τουρκικότητας και να απονομιμοποιήσει το πολιτικό Ισλάμ ως εκφραστή και εγγυητή της τουρκικότητας. Στο όνομα του κοσμικού κράτους και της κοσμικής ταυτότητας του τουρκισμού, ο στρατός ενισχύει από την πλευρά του τον εθνικισμό, καθιστώντας το κοσμικό κράτος αδιαπραγμάτευτη αξία του έθνους.

Πράγματι, στο όνομα του κοσμικού κράτους συσπειρώνονται αυτή τη στιγμή στην Τουρκία τα πιο εθνικιστικά στοιχεία, οργανώσεις, κ.λπ., που αντιμετωπίζουν τον Ερντογάν ως προδότη και το Ισλάμ ως δίαυλο υποταγής του έθνους στη Δύση. Ωστόσο, αυτή είναι η μια όψη του νομίσματος. Οι διαδηλώσεις στην Τουρκία σήμερα δείχνουν ότι, αν το πολιτικό Ισλάμ εξέφρασε κάποτε τις περιθωριοποιημένες ομάδες του πληθυσμού και αποτέλεσε, για κάποιους, το μέσον αντίστασης στο αυταρχικό κράτος και τον στρατό, σήμερα η διεκδίκηση του κοσμικού κράτους συσπειρώνει κι ένα μέρος του λαού --μάλιστα και περιθωριοποιημένες μάζες-- που με όπλο το κοσμικό κράτος προσπαθεί να αποτρέψει την απειλή του Ισλάμ. "Ούτε στρατός ούτε μαντίλα" είναι το κεντρικό σύνθημα αυτών των διαδηλώσεων, ένα σύνθημα που εκφράζει τη διεκδίκηση για τον εκδημοκρατισμό με όρους πλέον πολιτικούς, μακριά από την κηδεμονία του στρατού και το καταφύγιο της θρησκείας.

Τα πράγματα όμως δεν είναι τόσο απλά. Τουλάχιστον σε αυτή τη φάση, οι διαδηλώσεις, παρά το σύνθημα, δεν φαίνεται να διαμορφώνουν έναν πολιτικό χώρο που να ξεφεύγει από τα όρια που θέτει το κατεξοχήν κεμαλικό κόμμα του Μπαϋκάλ και ο ίδιος ο στρατός. Δεν συγκροτούν εν δυνάμει έναν πολιτικό χώρο που να χτυπά τον εθνικισμό και τον τουρκισμό, έτσι όπως τον ορίζει, είτε το πολιτικό Ισλάμ --μιλλέτ-- είτε ο στρατός και το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα. Δεν απαντάνε οι διαδηλώσεις στο μείζον πρόβλημα του εθνικισμού, αντιθέτως "σέρνονται", αν δεν συμμερίζονται την αρχή του ουλουσαλτζιλίκ (εθνικιστικότητα), που στην ουσία σημαίνει κοσμικός εθνικισμός, ένας εθνικισμός που διεκδικείται ως αντιϊμπεριαλιστικός και ως αντιϊσλαμιστικός στο όνομα του κοσμικού χαρακτήρα του κράτους. Ένας εθνικισμός "εναντίον της Δύσης, με όπλο τις δυτικές αξίες του έθνους".

Η κατάσταση στην Τουρκία είναι κρίσιμη, όχι γιατί συγκρούεται η δημοκρατία (:Ερντογάν) με τον αυταρχισμό, αλλά γιατί η σύγκρουση, προς το παρόν, ενισχύει τον πιο φονταμενταλιστικό εθνικισμό. Η διεκδίκηση του κοσμικού κράτους αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, πρόκριμα για έναν ουσιαστικό εκδημοκρατισμό, όμως μέχρι στιγμής αυτή η διεκδίκηση είναι ιδεολογικά εγκλωβισμένη σε έναν ακραίο αντιδυτικό εθνικισμό που από την πλευρά του εν δυνάμει ενισχύει τον ισλαμιστικό φονταμενταλισμό.


[Δημοσιεύτηκε στα "Ενθέματα" της Αυγής.]