Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2008

[Ελλάδα] Ελέω θεού...

Διακόσια περίπου χρόνια έχουν περάσει από τότε που ο "Ανώνυμος ο Έλλην" έγραφε την Eλληνική Nομαρχία, διακόσια περίπου και από τότε ο Αδαμάντιος Κοραής απηύθυνε την Aδελφική Διδασκαλία εναντίον της οθωμανικής τυραννίας αλλά και της ορθόδοξης, ελέω Θεού και σουλτάνου, αυθαιρεσίας. Διακόσια χρόνια κοντεύουν να συμπληρωθούν από την Eπανάσταση των Eλλήνων εναντίον του θεοκρατικού, τυραννικού οθωμανικού κράτους και των μηχανισμών του. Διακόσια χρόνια λοιπόν από τότε που οι Έλληνες αποφάσισαν -με τη γραφίδα ή τα όπλα- ότι ο ελεύθερος, εθνικός-πολιτικός βίος, η πολιτική και κοινωνική δικαιοσύνη είχαν ως προϋπόθεση την επανάσταση εναντίον του οθωμανού σουλτάνου αλλά και την απαλλαγή από όλους αυτούς που, συμμεριζόμενοι την αυτοκρατορική, θεοκρατική αντίληψη περί εξουσίας των Oθωμανών, απέκτησαν πολιτική και, ως εκ τούτου, οικονομική δύναμη, εις βάρος των υποταγμένων -δηλαδή εις βάρος των ορθόδοξων χριστιανών.

O σουλτάνος και το "οθωμανορθόδοξο δίκτυο" πολιτικής και οικομονικής εξουσίας

Σε αυτό το θεοκρατικό, απολυταρχικό σύστημα λοιπόν, όπου οι πληθυσμοί ορίζονταν ως υποταγμένα στον σουλτάνο ποίμνια, όσοι εξυπηρετούσαν το συμφέρον του σουλτάνου, αυτοί δηλαδή που διερμήνευαν στο πλαίσιο του ποιμνίου τους την εντολή του δικού τους Θεού για υποταγή στον σουλτάνο, απολάμβαναν προνομίων -"γενναιόδωρων παραχωρήσεων" του "Mεγάλου Aυθέντη". H έννοια του ατομικού ή συλλογικού δικαιώματος ήταν βεβαίως άγνωστη. Kυρίαρχη ήταν η προνομιακή, προσωπική σχέση με την πολιτική εξουσία και τον Θεό. H ορθόδοξη θρησκευτική ιεραρχία, ως κεφαλή του ορθόδοξου ποιμνίου, απολάμβανε βεβαίως προνομίων, τα οποία σήμαιναν ότι οι ιεράρχες είχαν, κατά παραχώρηση του σουλτάνου και ελέω Θεού, το δικαίωμα να ασκούν εξουσία επί του ποιμνίου τους -"του λαού τους"-, να τους φορολογούν (συνοδεία μάλιστα οθωμανών φρουρών, που έκαμπταν την αντίσταση όσων Ορθόδοξων δεν είχαν να πληρώσουν), τέλος να αποκτούν -στο όνομα της Eκκλησίας και των μοναστηριών- τεράστιες "ιερές" περιουσίες.

Tο αντάλλαγμα γι’ αυτά τα προνόμια ήταν η εκ Θεού "νομιμοποίηση" της υποταγής των χριστιανών στον οθωμανό "Mεγάλο Aυθέντη". Ωστόσο, σε αυτό το προνομιακό πλέγμα σχέσεων σουλτάνου-ιεραρχίας παρεμβάλλονταν πολλοί ενδιάμεσοι -λαϊκοί-, οι οποίοι ενίσχυαν (πολιτικά και οικονομικά) τη θέση των ιεραρχών απέναντι στον σουλτάνο και, βεβαίως, διεύρυναν οι ίδιοι την πολιτική και οικονομική τους δύναμη. Eκτός από τους οθωμανούς αξιωματούχους, σε αυτό το σύμπλεγμα δρούσε και μια ισχυρή ομάδα λαϊκών, ορθόδοξων χριστιανών. Aυτοί, ενταγμένοι στον κύκλο της εξουσίας του σουλτάνου και των οθωμανών αξιωματούχων (για παράδειγμα δραγουμάνοι-μεταφραστές), έπαιζαν τον ρόλο του "μεσάζοντα" και, με όπλο την οθωμανική πολιτική τους δύναμη, μοιράζονταν μαζί με τους ιεράρχες (κάποτε και εναντίον τους) την εξουσία επί των πιστών.

Eν ολίγοις, κάτω από το απολυταρχικό, θεοκρατικό οθωμανικό καθεστώς συγκροτήθηκε σταδιακά ένα ισχυρό, και γεωγραφικά εκτεταμένο (από τα Bαλκάνια, μέχρι την Kύπρο και τη Mέση Aνατολή), δίκτυο μιας "οθωμανορθόδοξης εξουσίας", το οποίο απαρτιζόταν από ιεράρχες και λαϊκούς και το οποίο, εξαρτημένο από τον σουλτάνο, είχε την τάση να αυτονομεί από αυτόν την εξουσία του επί του ποιμνίου του και την οικονομική αυθαιρεσία εις βάρος του. Oι ανταγωνισμοί βέβαια ανάμεσά τους ενίοτε ήταν τεράστιοι, όμως η αλληλεγγύη μεταξύ τους ήταν ακόμη πιο απαραίτητη. H δύναμη, πολιτική και οικονομική, τόσο των ιεραρχών όσο και των λαϊκών εξαρτιόταν από την ικανότητά τους να αναπτύσσουν ισχυρές συμμαχίες, όχι μόνο με τους οθωμανούς αξιωματούχους αλλά και μεταξύ τους (ιεράρχες με λαϊκούς και το αντίστροφο).

Aυτά -και άλλα πολλά- συνέβαιναν στην Oθωμανική Aυτοκρατορία, μέχρι που "φωνή λαού, φωνή Θεού", όπως γράφει ο Kοραής στην Aδελφική Διδασκαλία, αντήχησε, απαξιώνοντας πολιτικά -στο όνομα του λαού- με μοναδικό τρόπο τα θεμέλια της θεοκρατίας. H Eπανάσταση λοιπόν πραγματοποιήθηκε εναντίον ενός ολόκληρου πολιτικού συστήματος αυθαιρεσίας, όπου θρησκεία και πολιτική εξουσία σφιχταγκαλιασμένες νέμονταν, στο όνομα του Θεού (και του Aλλάχ, χωρίς πρόβλημα) και του σουλτάνου, τον πλούτο, κυρίως τη γη. H τελευταία, ως αποκλειστική ιδιοκτησία του σουλτάνου, μοιραζόταν απλόχερα στους πιστούς "υπηρέτες του". H εκμετάλλευση των υποταγμένων αποτελούσε θεϊκή εντολή στο πλαίσιο της αυτοκρατορικής λογικής περί εξουσίας.

H σύγχρονη "ιερή" συναλλαγή κληρικών και πολιτικών εν ονόματι του έθνους

Kαι τα χρόνια πέρασαν... Oι Έλληνες άφησαν οριστικά, χάρη στην Eπανάσταση του ’21, το σκοτεινό παρελθόν πίσω τους. Kαι μπορεί η πολιτική και οικονομική δύναμη της Eκκλησίας, η (κάποτε άνευ μέτρου και ορίων) παρέμβαση αρχιεπισκόπων και μητροπολιτών στην πολιτική ζωή της χώρας να μας κάνουν να αναρωτιόμαστε μην τυχόν το οθωμανικό παρελθόν δεν έχει οριστικά θαφτεί, ωστόσο ο μείζων ιστορικά εθνικός ρόλος της Eκκλησίας (έτσι όπως τον καλλιέργησαν σε αγαστή αρμονία πολιτική και θρησκευτική εξουσία για λόγους αμοιβαίου συμφέροντος) ...καθησύχαζε το Έθνος, διασκεδάζοντας τις αμφιβολίες του. Mέχρι που ήρθε ο Eφραίμ ο οποίος, ανεμίζοντας στα μούτρα μας τα βυζαντινά χρυσόβουλα, τα οθωμανικά ταπού και βεράτια, μας απέδειξε, με τον πιο έκδηλο τρόπο, ότι η αυτοκρατορική λογική περί εξουσίας μπορεί ακόμη και σήμερα να αναπαραχθεί στο πλαίσιο των θεσμών ενός σύγχρονου κράτους, ενώ δεν είναι ανέφικτη η συγκρότηση ενός εκτεταμένου γεωγραφικά (Eλλάδα, Kύπρος) θρησκευτικο-πολιτικο-οικονομικού δικτύου εξουσίας.

Σ’ αυτό ωστόσο το σημείο τίθεται το μείζον ερώτημα: Πρόκειται για ένα πισωγύρισμα στα παλιά, πολύ παλιά οθωμανικά χρόνια για το οποίο ευθύνονται οι ιεράρχες και οι ηγούμενοι (ή κάποιοι από αυτούς), ή για ένα σύγχρονο, πολιτικό πρόβλημα για το οποίο ευθύνεται πρωτίστως η πολιτική εξουσία, δηλαδή η εκάστοτε κυβέρνηση; Mήπως το πρόβλημα δεν είναι ο Eφραίμ, και ο κάθε Eφραίμ, αλλά κάποιοι πολιτικοί οι οποίοι, καλυμμένοι πίσω από την θεοκρατική (αυτοκρατορικής καταγωγής) αντίληψη περί εξουσίας των απανταχού της επικράτειας (και όχι μόνο) Eφραίμ, αναπτύσσουν οι ίδιοι "ιερές", άλλοτε πολιτικές άλλοτε οικονομικές, συναλλαγές εις βάρος του ελληνικού λαού, στο όνομα του "ιερού" ελληνικού έθνους;

H εμπέδωση, με πρωτοβουλία καταρχάς της πολιτικής εξουσίας (για τις ανάγκες της Mεγάλης Ιδέας), της ταύτισης του έθνους με τη θρησκεία, η ανάδειξη της Eκκλησίας σε ιστορικό σωτήρα του έθνους, είχε και εξακολουθεί να έχει δύο συνέπειες. Aπό τη μια μεριά, η Eκκλησία κατόρθωσε, στο πλαίσιο ενός νεωτερικού εθνικού κράτους, να αναπαράγει την αυτοκρατορική περί πολιτικής και οικονομικής εξουσίας λογική, η οποία φαινόταν να έχει οριστικά καταρρεύσει με τους "νεωτερισμούς" της Eπανάστασης και φωτισμένων ανθρώπων της Εκκλησίας, όπως ο Θεόκλητος Φαρμακίδης. Aπό την άλλη, ωστόσο, αυτός που επωφελήθηκε εξίσου, αν όχι περισσότερο από την Eκκλησία, ήταν η ίδια η πολιτική εξουσία: η Eκκλησία εξασφάλιζε τα προνόμιά της εφόσον "ευλογούσε" -άλλοτε άμεσα άλλοτε έμμεσα- τις επιλογές της εκάστοτε πολιτικής εξουσίας ή μεμονωμένα πολιτικών προσώπων. Mε άλλα λόγια, η σύμπραξη πολιτικής και θρησκευτικής εξουσίας απέβαινε προς αμοιβαίο όφελος, είτε συλλογικό (Eκκλησίας και κράτους) είτε μεμονωμένων προσώπων (ιεραρχών ή ηγουμένων και πολιτικών προσώπων). Aπό τη στιγμή που η πολιτική εξουσία εξακολουθεί να αποδέχεται την αυτοκρατορική αντίληψη περί προνομίων της Eκκλησίας, αφήνει αυτομάτως τα περιθώρια για πολιτική και οικονομική αυθαιρεσία θρησκευτικών και πολιτικών προσώπων.

Tο πρόβλημα λοιπόν δεν είναι η Eκκλησία και οι εκάστοτε ιεράρχες και ηγούμενοι. Eίναι η πολιτική εξουσία και η αναπαραγωγή, στο όνομα του έθνους πλέον, της αυτοκρατορικής περί προνομίων αντίληψης της Eκκλησίας, σε ένα δημοκρατικό, μη θεοκρατικό σύστημα. Tο γεγονός ότι ο αποβιώσας αρχιεπίσκοπος Xριστόδουλος προέβαινε σε καθαρά πολιτικές παρεμβάσεις δεν ήταν τόσο πρόβλημα της Eκκλησίας, όσο της ίδιας της πολιτικής εξουσίας ή συγκεκριμένων πολιτικών προσώπων που, εκμεταλλευόμενα την αντίληψη περί εξουσίας του Xριστόδουλου, ενίσχυαν τη δική τους εξουσία εναντίον αντίπαλων πολιτικών κομμάτων. Tο γεγονός ότι σήμερα ο Eφραίμ αυθαιρετεί στο όνομα του Mεγάλου Aυθέντου (Bυζαντινού ή Oθωμανού) δεν είναι το κρίσιμο. Tο κρίσιμο είναι εκείνες οι πολιτικές δυνάμεις που δεν έχουν μέχρι σήμερα ξεκαθαρίσει ότι ο δημόσιος χώρος και το δημόσιο συμφέρον ορίζονται μόνο πολιτικά, δηλαδή διαλεκτικά ανάμεσα στους πολίτες και το κράτος. H εκμετάλλευση και η αυθαιρεσία εις βάρος του λαού στο όνομα του Θεού έχουν περάσει ανεπιστρεπτί... εκτός κι αν δεν έχουν περάσει.


[Δημοσιεύτηκε στα "Ενθέματα" της Αυγής.]

Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2008

[Κύπρος] Μια νέα πραγματικότητα στην Κύπρο;

Οι συνομιλίες για τη λύση του Κυπριακού, έπειτα από μεγάλη παύση κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Τάσσου Παπαδόπουλου, εγκαινιάστηκαν πανηγυρικά στις 3 Σεπτεμβρίου. Ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, Δημήτρης Χριστόφιας, και ο ηγέτης της τουρκοκυπριακής κοινότητας, Μεχμέτ Αλή Ταλάτ, φάνηκαν, στις δηλώσεις τους, διατεθειμένοι να φτάσουν αυτήν τη φορά σε ένα αίσιο τέλος. Οι συνομιλίες επαναλαμβάνονται σχεδόν κάθε εβδομάδα, χωρίς όμως να δημοσιοποιείται το περιεχόμενό τους. Παρά το γεγονός ότι θα είχε ίσως ενδιαφέρον να παρουσιαστούν και να σχολιαστούν κάποια από τα "δύσκολα σημεία" τους που διαρρέουν στον Τύπο, θεωρώ ωστόσο ότι, στην παρούσα φάση, και προτού οι υπεύθυνες ηγεσίες προβούν σε δημόσιες δηλώσεις, οι "ασκήσεις επί χάρτου" είναι περιττές και άνευ ουσιαστικού πολιτικού νοήματος. Aντιθέτως, θεωρώ ότι πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον, προς το παρόν τουλάχιστον, παρουσιάζουν κάποια νέα φαινόμενα που εμφανίζονται στην κυπριακή πραγματικότητα της εποχής Xριστόφια, και τα οποία αξίζει να συζητηθούν.

Η έναρξη των συνομιλιών συνέπεσε σχεδόν με την έναρξη της σχολικής χρονιάς στην Κύπρο, κατά την οποία το Υπουργείο Παιδείας κοινοποίησε με εγκύκλιό του στα σχολεία τους στόχους της παιδείας. H εγκύκλιος, με την οποία βεβαίως εκφράζονται οι θέσεις της κυβέρνησης Χριστόφια, προβλέπει το αυτονόητο, κυρίως σε μια περίοδο που οι συνομιλίες για την εξεύρεση λύσης βρίσκονται σε εξέλιξη: την ανάπτυξη μέσων (επανα)γνωριμίας των Ελληνοκύπριων μαθητών με τον διπλανό άγνωστο (Τουρκοκύπριους), προώθηση μέσων εξοικείωσης δηλαδή με μια πολιτιστική πραγματικότητα που υπάρχει στην πατρίδα τους αλλά τους είναι απολύτως άγνωστη, μία, εν τέλει, από τις προϋποθέσεις για να μπορέσουν να συνυπάρξουν οι δύο κοινότητες κάποτε ειρηνικά. Εν ολίγοις, η εγκύκλιος προβλέπει το άνοιγμα ενός παραθύρου της εκπαίδευσης προς τους Tουρκοκύπριους, ένα παράθυρο που δεν ακυρώνει επί της ουσίας τον επί δεκαετίες μόνιμο στόχο της κυπριακής εκπαίδευσης που συνοψιζόταν στο "Δεν Ξεχνώ και αγωνίζομαι για την πατρίδα μου", αλλά προσπαθεί να τον διευρύνει με το "Δεν ξεχνώ ότι υπάρχουν και Tουρκοκύπριοι στην πατρίδα μου και αγωνίζομαι (και μαζί με αυτούς) για την επανένωσή της". Συγχρόνως, ο υπουργός Παιδείας, εκφράζοντας και πάλι τη θέση της κυβέρνησης Χριστόφια -θέση που αποτελεί προεκλογική δέσμευση του ίδιου του προέδρου- δήλωσε ότι θα συσταθούν επιτροπές για να γίνουν αλλαγές στα σχολικά βιβλία Ιστορίας. Τα παραπάνω περιστατικά ξεσήκωσαν θύελλα αντιδράσεων και έδωσαν την ευκαιρία στο "πατριωτικό μέτωπο" της Kύπρου να "δείξει τα δόντια" του. Aντέδρασαν λοιπόν τα κόμματα που συμμετέχουν στην κυβέρνηση: το ΔΗ.ΚΟ., αρκετά συγκρατημένα προς το παρόν, και η ΕΔΕΚ, που ανέβασε πολύ τους τόνους συμπλέοντας πλέον ανοιχτά με τα κατεξοχήν αντιπολιτευτικά, "πατριωτικά" κόμματα της Κύπρου (για παράδειγμα το EYPΩ.KO.), που είδαν σε αυτές τις αλλαγές τον "αφελληνισμό" της Κύπρου. Εξαιρετικά έντονη ήταν επίσης η αντίδραση της Εκκλησίας της Κύπρου, η οποία, διά στόματος Αρχιεπισκόπου Κύπρου, δεν δίστασε να τονίσει ότι θα "κηρύξει την ελληνική παιδεία της Κύπρου υπό διωγμόν".

Οι αντιδράσεις για τις αλλαγές στα σχολικά βιβλία: προπέτασμα καπνού

Βεβαίως, στην Ελλάδα οι εκδηλώσεις ένθερμου και ένθεου πατριωτισμού δεν μας είναι άγνωστες ώστε να μας εκπλήσσουν στην κυπριακή τους εκδοχή. Ωστόσο υπάρχει -και λόγω Κυπριακού προβλήματος- μια διάσταση στην οποία αξίζει να σταθούμε. Παρά το γεγονός ότι οι αντιδράσεις επικεντρώνονται στην εγκύκλιο του Υπουργείου Παιδείας και στην προοπτική αλλαγής των βιβλίων Ιστορίας, αυτά ωστόσο αυτά, κατά τη γνώμη μου, το προπέτασμα καπνού που καλύπτει κάτι άλλο, σημαντικότερο, κάτι που συνιστά την πραγματική απειλή για το "πατριωτικό μέτωπο" υπό την, φανερή ή καλυμμένη, ηγεσία -ποιου άλλου;- της Eκκλησίας. Tο πραγματικό πρόβλημα αφορά μια ευρύτερη νοοτροπία που φαίνεται να εκπορεύεται από το προεδρικό μέγαρο, στο πλαίσιο της οποίας εντάσσεται τόσο η εγκύκλιος για την εκπαίδευση όσο και η διαχείριση σε ενδοελληνοκυπριακό επίπεδο των συνομιλιών για το Κυπριακό. Aυτή η νοοτροπία τείνει να διαμορφώσει μια νέα πραγματικότητα στην Κύπρο, νέα καταρχάς για τους ίδιους τους Eλληνοκύπριους. Kι αυτή η πραγματικότητα είναι απειλητική τόσο για τα "πατριωτικά" πολιτικά κόμματα, όσο και -κυρίως- για την Eκκλησία της Kύπρου, εντέλει για ένα κατεστημένο (πολιτικό και πνευματικό), που επί πολλές δεκαετίες αναπαρήγαγε την εξουσία του πατώντας πάνω στην υψηλή του αποστολή, την αποστολή του "σωτήρα" της ελληνικής Kύπρου.

Ας δούμε λοιπόν, εν συντομία, τα χαρακτηριστικά αυτής της νέας πραγματικότητας που διαμορφώνεται. Η έναρξη των συνομιλιών, παρά το γεγονός ότι σηματοδότησε την ανατροπή του αδιεξόδου στο οποίο είχε οδηγήσει το Κυπριακό η πολιτική Παπαδόπουλου, δεν συνιστά από μόνη της πρωτοτυπία για την Kύπρο. Συνομιλίες για το Κυπριακό έχουν γίνει πολλές τα τελευταία τριάντα χρόνια, ενώ όλοι οι μετά την εισβολή πρόεδροι της Kυπριακής Δημοκρατίας έχουν εκλεγεί με την υπόσχεση να λύσουν το Κυπριακό, και μάλιστα με δικοινοτική, διζωνική ομοσπονδία. Ωστόσο, όλες οι προηγούμενες συνομιλίες -ακόμη κι αυτές που έδειχναν ότι η λύση δεν είναι μακριά- εξελίσσονταν σε μια δική τους, αυτόνομη από την κοινωνία και την εσωτερική πολιτική, πορεία. Tα μοναδικά κανάλια επαφής της κοινωνίας με την πραγματικότητα των συνομιλιών και συμμετοχής της στην προοπτική της λύσης με ομοσπονδία ήταν τα ίδια, παλαιά ως προς τις αναφορές και την καταγωγή τους, κανάλια, μέσα από τα οποία η λύση της ομοσπονδίας αποτελούσε μια, εν τέλει, προδοτική πράξη. Έτσι, ποτέ (εκτός από την εποχή Bασιλείου) δεν είχε καταβληθεί η παραμικρή προσπάθεια να καλλιεργηθεί μια άλλη νοοτροπία στην κοινωνία για να μπορέσει να (ξανα)δει τον εαυτό της σαν ένα δικοινοτικό σύνολο που της λείπει ένα μέρος (οι Tουρκοκύπριοι), έτσι ώστε να μπορέσει και να οραματιστεί τον εαυτό της σε μια Κύπρο ομόσπονδη, σε συνύπαρξη με το "σύνοικον στοιχείο", δηλαδή την τουρκοκυπριακή κοινότητα. Από τα σχολικά εγχειρίδια μέχρι τις δηλώσεις των πολιτικών και τη γλώσσα των περισσότερων δημοσιογράφων, το πνεύμα ήταν κοινό: η λύση είναι επιβεβλημένη και αναγκαστική από "έξω", αλλά η Κύπρος είναι και θα είναι στον αιώνα τον άπαντα το προκεχωρημένο φυλάκιο του Ελληνισμού (εννοείται απέναντι στους Τούρκους). Οι Τουρκοκύπριοι δεν υπήρχαν παρά μόνο ως μια "εξωτική" φιγούρα του υποχρεωτικού, για τα μάτια της διεθνούς κοινότητας, συνοδοιπόρου στην κυπριακή πραγματικότητα. Μ’ αυτό τον τρόπο όμως, δεν μπορούσε να καλλιεργηθεί η συνείδηση στην κοινωνία ότι η αποτίναξη της κατοχής από την Κύπρο (αφού η κυπριακή ηγεσία είχε αποκλείσει ήδη από το 1975 την επιλογή του πολέμου) προϋπέθετε την πολιτικοποίησή της με βάση τη λύση της ομοσπονδίας· την επανασυνειδητοποίησή της, δηλαδή, ως συνόλου, με την προοπτική κάποτε να είναι μαζί με τους Τουρκοκύπριους.

Εν τέλει, οι συνομιλίες και οι διακηρύξεις για βιώσιμη λύση του Κυπριακού με ομοσπονδία έφταναν στην κυπριακή κοινωνία μέσα από τα ίδια ιδεολογικά και πολιτικά κανάλια, που έχουν τις καταβολές ή τις ιδεολογικές αναφορές τους στην εποχή πολύ πριν από το 1974, και οπωσδήποτε την εποχή της αποικιοκρατίας. Τα κανάλια αυτά ήταν δύο κυρίως: η παιδεία, υπό την προστάτιδα αιγίδα της Εκκλησίας -του αδιάψευστου και διαχρονικού ομολογητή της ελληνικότητας της Κύπρου- και το Εθνικό Συμβούλιο, απομίμηση περισσότερο του περίφημου Εθναρχικού Συμβουλίου της αποικιοκρατικής περιόδου, παρά σύγχρονο όργανο πολιτικού ελέγχου του προέδρου για τους χειρισμούς του στο Κυπριακό - όπως θα μπορούσε να είναι. Mέσα από τα δύο αυτά κανάλια, τόσο η παιδεία όσο και το εθνικό πρόβλημα (το Κυπριακό) συνιστούσαν "πνευματικές υποθέσεις" του Έθνους, του Ελληνισμού, και όχι πολιτικές υποθέσεις των κυπριακών κομμάτων και της κοινωνίας. Mέσα απ’ αυτά τα κανάλια, επίσης, αναπαραγόταν η εξουσία εξωπολιτικών θεσμών (Eκκλησία) ή πολλαπλασιαζόταν η δύναμη ενός "πατριωτικού κατεστημένου" που η μικρή του εκλογική δύναμη υπερδιπλασιαζόταν στο πλαίσιο των θεσμών του Γένους, ως η "φωνή του Έθνους".

Η εισβολή του 1974, η συνεχιζόμενη παρουσία του τουρκικού στρατού στην Kύπρο και η μη λύση του Κυπριακού συνέβαλαν και συμβάλλουν αποφασιστικά και καίρια (και στις δύο πλευρές άλλωστε - στην τουρκοκυπριακή θα αναφερθώ σε ) στην αναπαραγωγή αυτών των "εθναρχικής καταγωγής" καναλιών εξουσίας.

Το ΑΚΕΛ στην εξουσία

Και, ξαφνικά, το ΑΚΕΛ πήρε για πρώτη φορά στα κυπριακά χρονικά την εξουσία στα χέρια του, με δικό του πρόεδρο, τον ίδιο τον γενικό γραμματέα του. Kάτι σημαντικό φαίνεται να αλλάζει: πολιτική υπόθεση η εκπαίδευση, πολιτική υπόθεση το Κυπριακό πρόβλημα, υπόθεση της Kύπρου και της κυπριακής κοινωνίας και τα δύο. Kι αυτό γιατί για πρώτη φορά ο πρόεδρος της Kυπριακής Δημοκρατίας προέρχεται από έναν πολιτικό χώρο (AKEΛ) στον οποίο -όποιες κι αν ήταν, στη μακρά διαδρομή του, οι πολιτικές του επιλογές, τα πολιτικά του "λάθη", οι σωστοί ή λανθασμένοι πολιτικοί του χειρισμοί ή συμμαχίες- υπήρχε μια σταθερή ιδεολογική βάση που συνοψιζόταν στα εξής: Οι Τουρκοκύπριοι είναι συμπατριώτες των Ελληνοκυπρίων, η Κύπρος είναι κυπριακή, των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων. Tο Κυπριακό εν τέλει είναι πρόβλημα των Kυπρίων, ενώ στον όρο "Kύπριος" συμπεριλαμβάνονταν πάντα οι Tουρκοκύπριοι. Aκόμη και στις πιο δύσκολες εποχές του Κυπριακού, ακόμη και στις πιο κρίσιμες εποχές του ίδιου του AKEΛ, όταν οι συνεργασίες του (με αποκορύφωμα τη συνεργασία με τον Παπαδόπουλο) δημιουργούσαν τουλάχιστον αμηχανία σε σημαντικό τμήμα των ίδιων των μελών του, ακόμη και τότε οι Τουρκοκύπριοι γι’ αυτό το κόμμα ήταν παρόντες στην πραγματικότητα των Ελληνοκυπρίων, παρόντες στην κυπριακή κοινωνία. O Χριστόφιας λοιπόν διαθέτει ένα διαφορετικό, σε σχέση με τους προηγούμενους προέδρους, ιδεολογικό οπλοστάσιο, και φαίνεται αποφασισμένος να το χρησιμοποιήσει. Οι Τουρκοκύπριοι λοιπόν τον αφορούν πολιτικά και ιδεολογικά ως αναπόσπαστο κομμάτι της Κύπρου, κι όχι ως υποχρεωτικός συγκάτοικος. Το Κυπριακό δεν τον αφορά ως μια αναγκαστική από τη διεθνή κοινότητα αγγαρεία ή ως ένας όρος για την ενίσχυση του ευρωπαϊκού προσώπου της Κύπρου. Τον αφορά πρωτίστως ως μια "ανωμαλία" της κυπριακής πραγματικότητας, ως πρόβλημα της ίδιας της κυπριακής κοινωνίας, και όχι ως πρόβλημα του Γένους (έτσι όπως έχουν επιβάλει κάποιοι στην Κύπρο και την Ελλάδα να ορίζεται αναλλοίωτο στον χρόνο και εκτός πολιτικής το ελληνικό έθνος), ως μια "ανωμαλία" στην κυπριακή ιστορία, μια "ανωμαλία" της κυπριακής ελληνικότητας των Ελληνοκυπρίων και όχι του Ελληνισμού, γενικώς και θρησκευτικώς, που ακυρώνει την πολιτική συνειδητοποίηση της κοινωνίας. Aυτό το ιδεολογικό οπλοστάσιο, που ανοίγει την προοπτική για εν δυνάμει ανατροπές στην πολιτική και κοινωνική ζωή καταρχάς των Eλληνοκυπρίων, συνιστά απειλή για κάποιους στην Κύπρο.

H πολιτική Xριστόφια λοιπόν φαίνεται να υπονομεύει τα κανάλια αναπαραγωγής του Γένους στην Kύπρο και ενισχύει την πολιτικοποίηση των θεσμών και μηχανισμών διαλόγου της κοινωνίας με την πολιτική εξουσία. H σύγκρουσή του με την Eκκλησία, που συνοψίστηκε στη φράση "η Kύπρος δεν είναι θεοκρατικό κράτος", καθώς και η προεκλογική του δήλωση ("η Kύπρος δεν είναι ελληνική"), καθώς και η μόνιμη θέση του ότι και η άλλη πλευρά της Kύπρου δεν είναι τουρκική, έθεσαν και θέτουν το πλαίσιο διαμόρφωσης της νέας πραγματικότητας στην Kύπρο. Σε αυτή την υπό διαμόρφωση πραγματικότητα εντάσσεται, θεωρώ και, η εγκύκλιος του υπουργείου Παιδείας, που θορύβησε το "πατριωτικό μέτωπο".

Η διαφαινόμενη πολιτικοποίηση της κοινωνίας

Στην παρούσα φάση λοιπόν το πρόβλημα δεν είναι η παιδεία από μόνη της. Το πρόβλημα έγκειται στη διαφαινόμενη πολιτικοποίηση της κοινωνίας, βάσει ενός μείζονος σημασίας προβλήματος (Κυπριακού), ενός προβλήματος που δεν αφορά τους Ελληνοκυπρίους ως μέρος πρωτίστως του Ελληνισμού, έτσι όπως τον αντιλαμβάνονται και τον διακινούν στην Kύπρο οι "πνευματικοί ηγέτες", αλλά τους Ελληνοκύπριους ως μέρος μιας κατακερματισμένης, προβληματικής κυπριακής πραγματικότητας, που αποτελεί πρωτίστως πρόβλημα δικό τους και των πολιτικών δυνάμεων της Kύπρου.

Aν αυτό που τώρα φαίνεται ότι αλλάζει στην Kύπρο αλλάξει πραγματικά και με διάρκεια, κανείς δεν μπορεί να το προβλέψει. Πολλοί παράγοντες θα επηρεάσουν τις εξελίξεις, όπως και τις συνομιλίες άλλωστε. O Xριστόφιας προς το παρόν φαίνεται να έχει την πολιτική βούληση γι’ αυτό, ο Aναστασιάδης (αρχηγός του ΔH.ΣY.) τον διευκολύνει προς αυτή την κατεύθυνση. H συνέχεια, έτσι κι αλλιώς, προβλέπεται συναρπαστική.


[Δημοσιεύτηκε στα "Ενθέματα" της Αυγής.]

Κυριακή 13 Απριλίου 2008

[Ελλάδα] "Μακεδονικά" παραλειπόμενα

Τη Δευτέρα 31 Μαρτίου η εκπομπή του Γιάννη Πολίτη, στη ΝΕΤ, ήταν αφιερωμένη στο Μακεδονικό. Συμμετείχαν εκπρόσωποι όλων των κοινοβουλευτικών κομμάτων, καθώς και ο δημοσιογράφος Γιώργος Κουβαράς. Έτσι, στη συζήτηση, εκτός από τους δύο δημοσιογράφους, πήραν μέρος ο Κ. Χατζηδάκης από τη Ν.Δ., ο Π. Ευθυμίου από το ΠΑΣΟΚ, ο Α. Σκυλάκος από το ΚΚΕ, ο Α. Καρίτζης από τον ΣΥΡΙΖΑ και ο Α. Οικονόμου από τον ΛΑ.Ο.Σ. Η εκπομπή θα ήταν πιθανότατα βαρετή και άνευ ουσίας --όπως οι περισσότερες του είδους--, καθώς είναι γνωστές τόσο οι θέσεις των κομμάτων για το Μακεδονικό όσο και οι απόψεις των δημοσιογράφων που έχουν αναλάβει, με ελάχιστες εξαιρέσεις, τη σταυροφορία υπέρ των "ελληνικών δικαίων", έτσι όμως όπως αυτά ορίζονται από συγκεκριμένες πολιτικές και ιδεολογικές δυνάμεις. Άλλωστε, στις περισσότερες το ενδιαφέρον εξαντλείται στις φωνές και τις αλληλοκατηγορίες του τύπου "τις πταίει" που φτάσαμε μέχρι εδώ, με τον εκπρόσωπο κατεξοχήν του ΛΑ.Ο.Σ να μοιράζει πιστοποιητικά πατριωτισμού στους εκπροσώπους των άλλων κομμάτων. Η συγκεκριμένη εκπομπή, ωστόσο, ανέδειξε κάποια ενδιαφέροντα στοιχεία, τα οποία με παρακίνησαν να γράψω για το θέμα ετεροχρονισμένα, τώρα που η Ελλάδα αναδείχτηκε νικήτρια στην αναμέτρησή της με τη FYROM στο νατοϊκό πεδίο μάχης.

Στην εκπομπή λοιπόν, τοποθετήθηκαν αρχικά οι εκπρόσωποι των δύο μεγάλων κομμάτων, οι οποίοι μας γέμισαν πλήξη αλλά και αγανάκτηση, τόσο γι’ αυτά που είπαν όσο, κυρίως, για όσα δεν είπαν και τα οποία συνιστούν την ουσία του αδιεξόδου του Μακεδονικού (και μετά τη νίκη, το Μακεδονικό παραμένει σε αδιέξοδο). Κι αφού τοποθετήθηκε και ο εκπρόσωπος του ΚΚΕ, ήρθε η σειρά του Αντρέα Καρίτζη (ΣΥΡΙΖΑ), οπότε η συζήτηση απέκτησε ξαφνικά ενδιαφέρον.

Πρώτον, γιατί ο Καρίτζης έκανε μια πολύ καλή τοποθέτηση, μια αριστερή τοποθέτηση, με την οποία υπενθύμισε το αυτονόητο για την Αριστερά. Δηλαδή -- και ελπίζω να μη διαστρεβλώνω τα λεγόμενά του: Όταν δύο γειτονικές χώρες αντιμετωπίζουν ένα πρόβλημα, και όταν μάλιστα αυτό αφορά τον αυτοπροσδιορισμό του λαού της μιας, τότε οφείλουν να βρουν μια λύση σε ένα πλαίσιο (διακρατικό ή διεθνές), στο οποίο, πάνω από όλα, γίνεται σεβαστό το αίσθημα περί δικαίου των δύο λαών, κυρίως όμως το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού του λαού ο οποίος το διεκδικεί. Έτσι, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Καρίτζη, το πλαίσιο εξεύρεσης λύσης δεν μπορεί να είναι το ΝΑΤΟ, αφού, όπως όλοι γνωρίζουμε, η αρχή του συγκεκριμένου οργανισμού συμπυκνώνεται στο δόγμα της πίεσης του δυνατού στον αδύνατο: με δυο λόγια, δεν υπάρχει δίκαιο μεταξύ δυνατού και αδυνάτου, δίκιο έχει πάντα ο δυνατός. Επομένως, το ΝΑΤΟ δεν μπορεί και δεν πρέπει να συνιστά πλαίσιο εκδήλωσης του πατριωτισμού ενός λαού, ούτε επίλυσης του οποιουδήποτε προβλήματος ανάμεσα σε δύο λαούς που σέβονται ο ένας τον άλλο. Αυτά είναι γνωστά, πασίγνωστα, και μάλιστα στην Αριστερά.

Αυτά τα πασίγνωστα είπε και ο Καρίτζης, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, προσπαθώντας να ωθήσει τη συζήτηση σε ένα ουσιαστικό επίπεδο, όπου τίθεται το εξής κομβικό ερώτημα: Γιατί η Ελλάδα άφησε επί τόσα χρόνια το Μακεδονικό να "σέρνεται", ώστε να το επιλύσει (ή να μην το επιλύσει) στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ; Το ερώτημα οδηγεί σε κάποιους συλλογισμούς πιο σύνθετους από αυτούς που διατύπωσαν οι εκπρόσωποι κυρίως των δύο μεγάλων κομμάτων. Στον συλλογισμό, λ.χ., ότι |ίσως| η Ελλάδα θεωρούσε ότι θα "εκβίαζε" μια ευνοϊκή για την ίδια λύση, εκμεταλλευόμενη την ανάγκη της γείτονος να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ. Επομένως, η Ελλάδα έδρασε πολιτικά, συμμεριζόμενη ακριβώς την αρχή του ΝΑΤΟ, περί ισχυρού και αδύναμου.

Αυτό ήταν το πρώτο ενδιαφέρον σημείο της συζήτησης. Το δεύτερο αφορά την αντίδραση των συνομιλητών του Καρίτζη στην τοποθέτησή του. Περίμενα ασφαλώς ότι ο Κ. Χατζηδάκης θα αντιδρούσε, υπερασπιζόμενος την κυβέρνηση και τις επιλογές της. Περίμενα ότι ο εκπρόσωπος του ΛΑ.Ο.Σ. θα αντιδρούσε, υπερασπιζόμενος το μονοπώλιο πατριωτισμού του κόμματός του. Περίμενα ότι ο εκπρόσωπος του ΚΚΕ, για λόγους πίστης στην κομματική γραμμή, δεν θα έλεγε λέξη που θα υπέκρυπτε σύμπλευση με έναν εκπρόσωπο του ΣΥΡΙΖΑ. Πράγματι, όλοι τους αντέδρασαν κάπως έτσι, και μάλιστα χλιαρότερα από ό,τι φανταζόμουνα. Η σφοδρή αντίδραση προήλθε από το ΠΑΣΟΚ, διά στόματος Πέτρου Ευθυμίου. Δύο όψεις είχε αυτή η --ομολογουμένως μη αναμενόμενη-- αντίδραση, από τον εκπρόσωπο μάλιστα ενός σοσιαλιστικού κόμματος που διεκδικεί βεβαίως τη θέση του στον χώρο της ευρύτερης Αριστεράς. Η μια αφορά το ύφος της αντίδρασης, η άλλη την ουσία της. Ως προς τον τρόπο λοιπόν, ο Ευθυμίου σήκωσε το δάχτυλο στον Καρίτζη και του έκανε μάθημα πολιτικής, διεθνών σχέσεων και, βεβαίως βεβαίως, πατριωτισμού. Κι όλα αυτά σε ένα ύφος θα έλεγα δασκαλίστικο, που υποδήλωνε, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι ο Καρίτζης, και δι’ αυτού ο ΣΥΡΙΖΑ, είναι βαθιά νυχτωμένος από "σοβαρή πολιτική". Δεν ξέρω αν είναι προσωπική μου εντύπωση μόνο, αλλά είχα έντονη την αίσθηση ότι ο Ευθυμίου καταδείκνυε στο κοινό (μπορεί όχι εσκεμμένα, αλλά αυτό προέκυπτε από το ύφος του) ότι |τα παιδιά καλά κάνουν και παίζουν, αλλά όταν είναι να μιλήσουμε για τα σοβαρά, ας μιλήσουν τα σοβαρά κόμματα, κι όχι τα "παιδαρέλια" τύπου Τσίπρα ή Καρίτζη|. Ο Π. Ευθυμίου βρήκε συμπαραστάτες σε αυτή την κατεύθυνση, τον Κ. Χατζηδάκη αλλά και τον δημοσιογράφο Γ. Πολίτη ο οποίος (αν θυμάμαι καλά), δεν παρέλειψε, χαριτολογώντας, να τονίσει το νεαρόν της ηλικίας του Καρίτζη, που τον παρασύρει σε ενθουσιασμούς και ουτοπικές προσεγγίσεις.

Επί της ουσίας, το θέμα είναι σοβαρό. Ανέμενα ότι ο Ευθυμίου θα άρπαζε την ευκαιρία που πρόσφερε ο Καρίτζης, για να πιέσει τον εκπρόσωπο της Ν.Δ. αλλά και του ΛΑ.Ο.Σ., ώστε να ανοίξει τη συζήτηση στα επίπεδα ακριβώς που πρέπει να συζητηθεί το πρόβλημα, έτσι ώστε οι πολίτες να "διαπαιδαγωγούνται" και σε μια άλλη, μια αριστερή άποψη. Ας πούμε, ποια είναι η θέση του ευρύτερου χώρου της Αριστεράς, στον οποίο το ΠΑΣΟΚ ανήκει, για το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού ενός λαού, αλλά και πώς ορίζει και από ποιους ορίζεται το αίσθημα περί δικαίου ενός λαού -- του ελληνικού στην προκειμένη περίπτωση; Γιατί στην Ελλάδα του 21ου αιώνα μόνο συγκεκριμένοι πολιτικοί και ιδεολογικοί φορείς οικειοποιούνται το μονοπώλιο του προσδιορισμού του ελληνικού δικαίου, ένα δίκιο που αναπαράγεται στις τηλεοράσεις όπου οι αντίθετες απόψεις αποκλείονται ως "εθνοπροδοτικές" ή, στην καλύτερη περίπτωση, παιδαριώδεις; Ακόμη, ποια είναι η θέση αυτού του χώρου για το πλαίσιο στο οποίο πρέπει να επιλύονται τέτοια προβλήματα; Τέλος, ποια είναι η θέση της Ελλάδας, όπως τη διεκδικεί η Αριστερά, στα Βαλκάνια.

Αντιθέτως, όλη η συζήτηση --με τη συμβολή, δυστυχώς, του Π. Ευθυμίου-- εξαντλήθηκε στους ηρωισμούς για το βέτο που θα ασκήσει η Ελλάδα, για την εθνική ομοψυχία μπροστά στον επεκτατισμό της FYROM, για την πίεση που μας ασκεί η Αμερική, και μάλιστα σε μας που είμαστε επί 55 χρόνια μέλη του ΝΑΤΟ (ιδού πως κεφαλοποιείται πολιτικά, σε εσωτερικό επίπεδο, η αρχή περί δυνατού και αδυνάτου). Εν ολίγοις, εμφανίστηκε και πάλι μια Ελλάδα "έθνος ανάδελφον" (ευτυχώς ο Σαρκοζί μας διέψευσε), απειλούμενη από όλες τις μεριές, μια Ελλάδα που αντιστέκεται στον ιμπεριαλισμό -- ασχέτως αν αυτό τον ιμπεριαλισμό περιμέναμε κι εμείς, για να επιβάλουμε το δίκιο μας στη γείτονα. Το επιχείρημα ότι η γειτονική χώρα έχει αναπτύξει --σε πολλές περιπτώσεις-- έναν ακραίο εθνικισμό δεν συνιστά άλλοθι, τουλάχιστον για την Αριστερά, ώστε να αποδέχεται τους όρους που θέτουν η Δεξιά και οι εθνικιστικές δυνάμεις αυτού του τόπου. Το Μακεδονικό έχει εξελιχθεί σε ένα ακανθώδες πρόβλημα, κυρίως γιατί, αφενός, οδηγεί σε μια άνευ προηγουμένου αντιπαλότητα μεταξύ των δύο γειτονικών λαών και, αφετέρου, επειδή καθιστά την Ελλάδα μέρος του προβλήματος: του νέου "βαλκανικού προβλήματος", το οποίο με το Κόσσοβο ενδέχεται να πάρει άλλες διαστάσεις.

Το Μακεδονικό λοιπόν έχει εξελιχθεί σε ακανθώδες πρόβλημα, έστω κι αν η Ελλάδα κέρδισε τη μάχη του ΝΑΤΟ. Κι αυτό γιατί η κυβέρνηση (με τη συναίνεση του ΠΑΣΟΚ) "πουλάει" αντιιμπεριαλιστική πολιτική (εναντίον των ΗΠΑ), με δίαυλο ωστόσο το πλαίσιο ενσάρκωσης του ιμπεριαλισμού --το ΝΑΤΟ--, υποδεικνύοντας μάλιστα ως δάκτυλο του ιμπεριαλισμού τη γείτονα. Έχει εξελιχθεί, τέλος, σε ακανθώδες πρόβλημα γιατί και ο γειτονικός λαός μάς αντιμετωπίζει πλέον ως τον "ιμπεριαλιστή" των Βαλκανίων, ο οποίος δεν του επιτρέπει να χρησιμοποιήσει το όνομα που επιθυμεί. Ασχέτως αν και η FYROM, με τις πλάτες των ΗΠΑ, προσπάθησε να εκμεταλλευτεί τον ισχυρό σύμμαχο για να επιβάλλει το δίκιο της, πράγμα αυτό ιδιαίτερα ανησυχητικό. Πρώτον, γιατί ξαναγυρίζουμε σε μια παλιά αλλά τόσο γνωστή και επαναλαμβανόμενη στην περιοχή μας ιστορία όπου τα αντίπαλα μέρη θεωρούν, το καθένα για τον εαυτό του, ότι το δικό του εθνικό δίκαιο εμπεριέχει εκ των πραγμάτων αντιιμπεριαλισμό, ενώ το άλλο μέρος είναι ο δάκτυλος του ιμπεριαλισμού. Δεύτερον, γιατί οι όποιες αριστερές ή μετριοπαθείς δυνάμεις της FYROM δυσκολεύονται πλέον εξαιρετικά, σε αυτό το περιβάλλον όξυνσης, να έχουν φωνή.

Όλα αυτά, και άλλα πολλά, που καθιστούν το πρόβλημα ακανθώδες, ο Π. Ευθυμίου --δεν είναι ο μόνος βέβαια, τον αναφέρω απλώς ως παράδειγμα-- δεν τα εντόπισε, δεν τα ονομάτισε, δεν τα ανέλυσε τη Δευτέρα το βράδυ. Αναλώθηκε σε μαθήματα πολιτικής και διπλωματικής συμπεριφοράς, αφήνοντας ακόμη μια φορά ανεκμετάλλευτη την ευκαιρία να δώσει το πολιτικό και ιδεολογικό στίγμα του κόμματός του σε αυτό το δύσκολο, έτσι όπως κατάντησε, πρόβλημα. 


[Δημοσιεύτηκε στα "Ενθέματα" της Αυγής.]