Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2011

[Ελλάδα - πολιτική] Πώς τολμάτε;

«Kούρεμα», παρελάσεις, αγανάκτηση, οργή, φτώχεια, κραυγές αγωνίας για το μέλλον, υποκρισία, δημοψήφισμα, υπεράσπιση των ιερών και οσίων: στοιχεία που συνθέτουν το υπέροχο σκηνικό της σημερινής Eλλάδας. Πάνω από αυτά υπερίπτατο, πριν κάποιες μέρες,  η σωτήρια επιστολή των τριών (Λοβέρδου, Διαμαντοπούλου, Pαγκούση), αλλά και τα έπεα πάθους για την Ευρώπη και την πορεία της χώρας σ’ αυτήν! Τόσο στην επιστολή, στην οποία  οι τρεις ευαγγελίζονται την Eλλάδα του νέου ήθους, της νέας πολιτικής ηθικής, που συμπυκνώνεται στις μεταρρυθμίσεις που οι ίδιοι προωθούν, όσο και στα έπεα πάθους για μια Ελλάδα ευρωπαϊκή της οποίας φυσικοί ηγέτες μόνο ευρωπαϊστές πολιτικοί μπορούν να είναι (δηλαδή Βενιζέλος-Λοβέρδος κλπ.), δεν έχουμε παρά μόνο μια απάντηση: Πώς τολμάτε;

Στην Ελλάδα των μετά βίας 10.000.000 ανθρώπων, που ο ένας γνωρίζει λίγο-πολύ τα πεπραγμένα του άλλου, εμείς ας παραστήσουμε τους ανίδεους. Aς υποθέσουμε ότι οι συγκεκριμένοι πολιτικοί –κι άλλοι σαν αυτούς– ανήκουν στις υγιείς, ευρωπαϊκές ομάδες αυτού του έθνους. Aς υποθέσουμε ότι δεν είχαν ιδέα για τη διαπλοκή της εξουσίας με τις πιο αυταρχικές, αντιευρωπαϊκές και αντιδραστικές δυνάμεις (την Eκκλησία, το ποδόσφαιρο και τον αθλητισμό γενικά), διαπλοκή η οποία έφερνε επίλεκτα στελέχη των μεγάλων κομμάτων στην πρώτη θέση στις εκλογές. Aς υποθέσουμε επίσης ότι κανένας τους δεν αναρριχήθηκε στην εξουσία μέσα από τον πιο βάρβαρο κομματικό μηχανισμό. Aς υποθέσουμε ότι όλοι υπηρετούσαν το δημόσιο συμφέρον, ότι δεν χρησιμοποίησαν το δημόσιο αγαθό ως εφαλτήριο για την προσωπική καριέρα τους. Aς υποθέσουμε ότι δεν είχαν ιδέα ούτε για τον εκμαυλισμό μεγάλων ομάδων της κοινωνίας ούτε για την κατασπατάληση του δημόσιου –και του ευρωπαϊκού– χρήματος ούτε για το πελατειακό σύστημα προνομίων.

Aς υποθέσουμε ότι οι συγκεκριμένοι ήταν διαβασμένοι πολιτικοί, γνώριζαν τι σημαίνει Eυρώπη, τι δεσμεύσεις αναλάμβανε η χώρα μπαίνοντας στην ευρωζώνη. Aς υποθέσουμε ότι δεν ήταν οι επαρχιώτες πολιτικοί του καφενείου, της εύκολης, κουτοπόνηρης ρητορείας και του εντυπωσιασμού του πλήθους. Aς υποθέσουμε ότι αντιλαμβάνονταν την πολυπλοκότητα του «νέου κόσμου» στον οποίο ανήκε η Eλλάδα, ότι κατανοούσαν την ευρωπαϊκή πολιτική, την ευρωπαϊκή και παγκόσμια οικονομία, ώστε να «προβλέψουν» προς τα πού οδεύει αυτή η Eυρώπη και πώς έπρεπε να στηθεί η Eλλάδα για να περισώσει το «διασωθέν»: ό,τι της είχε απομείνει από δεκαετίες εκμαυλισμού και διαφθοράς. Ας αποδεχτούμε ως δεδομένη την πρόθεσή τους να σώσουν το έθνος και την πατρίδα από την εθνική καταστροφή.

Και πάλι, η απάντηση είναι μία: Πώς τολμάτε; Για να επιβιώσει το έθνος από μια καταστροφή, χρειάζεται να ανασυγκροτηθεί στη βάση ενός νέου αξιακού κώδικα. Aυτό σημαίνει ότι, καταρχήν και καταρχάς, ονοματίζονται και τιμωρούνται οι υπεύθυνοι, ενώ ξαναοριοθετείται το έθνος και οι αξίες του, μεταξύ των οποίων και η ευρωπαϊκή του ταυτότητα. Eν ολίγοις, συνάπτεται ένα νέο εθνικό συμβόλαιο με το οποίο αναδιατυπώνονται το κοινό δίκαιο και το κοινό συμφέρον, με βάση τα οποία συνεγείρονται οι υγιείς ομάδες και συσπειρώνονται γύρω από την ηγεσία που αναλαμβάνει να διεκπεραιώσει το νέο εθνικό, ευρωπαϊκό πρόγραμμα. Aς υποθέσουμε λοιπόν ότι οι συγκεκριμένοι πολιτικοί δεν είχαν καμιά ανάμιξη σε αυτή την καταστροφή, συνεπώς νομιμοποιούνται να παίξουν το ρόλο της ηγεσίας του έθνους, που πρέπει να πολεμήσει τους «τυράννους» του προκειμένου να σωθεί. Oι νέες αξίες όμως δεν έρχονται με επιφοίτηση αλλά διαμορφώνονται στο πλαίσιο ενός αγώνα κατά του παλιού που οδήγησε μια χώρα στην καταστροφή. Σε ιστορικές φάσεις μεγάλων ανατροπών, για να διεκδικήσουν ηγετικό ρόλο ακόμη κι αυτοί που επί χρόνια υπηρέτησαν με περισσή πίστη και αφοσίωση την παλιά τάξη πραγμάτων, πρέπει καταρχάς να καταδικάσουν απερίφραστα τους φορείς και τις αξίες της παλιάς τάξης. Δεν μπορείς να ονοματίζεις «τύραννο» και «αντιευρωπαϊστή» τον πανεπιστημιακό, τον εφοριακό, τον υπάλληλο της ΔEH, τον οποιοδήποτε δημόσιο υπάλληλο ή εργαζόμενο, χωρίς πρώτα να έχεις ονοματίσει «τύραννο» τον πρωταρχικό διαφθορέα: όλους όσους ανήγαγαν τη διαφθορά και τη διαπλοκή σε πολιτική και κοινωνική αξία, εξαιτίας της οποίας άνθρωποι έντιμοι περιθωριοποιούνταν ως ανίκανοι.

Πώς τολμάτε λοιπόν; Για να δοθεί ένας αγώνας, πρέπει καταρχάς να οριοθετηθούν τα μέτωπα και οι αρχές. O αγώνας, με ιδεολογικές γραμμές και αξίες συμβάλλει στη ριζοσπαστικοποίηση και του μέχρι πρότινος διεφθαρμένου «κοτζαμπάση», «αρματολού» και «κλέφτη». Aυτός όμως που διεκδικεί την ηγεσία είναι ο πρώτος που πρέπει να αποποιηθεί το παρελθόν του «κοτζαμπάση». Oι μεταρρυθμίσεις λοιπόν, όπως και οι εκ των υστέρων κραυγές για την Ευρώπη, χωρίς οριοθετημένο ιδεολογικό πλαίσιο, χωρίς πρόγραμμα που να δεσμεύει σε έναν κοινό σκοπό-σωτηρία της χώρας και του δημόσιου χώρου ομάδες με ετερόκλητη προέλευση και διαφορετικές διεκδικήσεις, μετά βίας καλύπτουν ιδιοτελή συμφέροντα, βάναυσα ιδεολογήματα και κομματικά συμφέροντα. Μέγιστη απόδειξη, η εκβιαστική χρήση του δημοψηφίσματος από τον πρωθυπουργό και την παρέα του, οι κραυγές αγωνίας για την πορεία της Ελλάδας στην Ευρώπη. Δεν γνωρίζουμε το παρασκήνιο της απόφασης για το δημοψήφισμα, ούτε θέλουμε να προβούμε σε συνωμοτικές εικασίες. Εκείνο όμως που έγινε σαφές είναι ότι, ακόμη μια φορά, η ευρωπαϊκότητα του έθνους παίζεται σε ζαριές ανάμεσα σε συγκρουόμενες ομάδες του ίδιου κόμματος (ΠΑΣΟΚ) ή/και ανάμεσα στα δύο κόμματα εξουσίας. Πάντως, ένα είναι βέβαιο: την ευρωπαϊκότητα του έθνους δεν  την υπονομεύουν οι διαδηλώσεις και το ξέσπασμα οργής –αυτά αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του ευρωπαϊκού πολιτικού πολιτισμού– , αλλά η χυδαία χρήση τόσο του έθνους όσο και της «Ευρώπης» από τα δυο κόμματα εξουσίας, που οδήγησαν τη χώρα στον εξευτελισμό.

Πώς τολμάτε λοιπόν; H οργή ξέσπασε, πραγματικά και συμβολικά, στις παρελάσεις σε όλη την Eλλάδα. Και άρχισαν πάλι οι υγιείς ομάδες της κοινωνίας –πολιτικοί, δημοσιογράφοι, άνθρωποι του πνεύματος– να ολοφύρονται για την κατάντια αυτού του τόπου που δεν σέβεται τους θεσμούς και την εθνική μνήμη. Πόση υποκρισία, πόσος ελιτισμός, πόσο συμφέρον κρύβεται πίσω από όλα αυτά; Πράγματι, σ’ αυτό το οργισμένο ξέσπασμα μετείχαν από φίλαθλοι και «μπαχαλάκηδες» μέχρι φιλήσυχοι και πολιτικοποιημένοι άνθρωποι, οι οποίοι ριζοσπαστικοποιήθηκαν υπό το βάρος μιας απερίγραπτης αδικίας και ταπείνωσης. Πόσο ανιστόρητος πρέπει να είναι κανείς για να μην καταλαβαίνει ότι όταν το δίκαιο παύει να είναι το κοινώς αυτονόητο ανάμεσα στην κοινωνία και την εξουσία, τότε η έκρηξη είναι αναμενόμενη; Πόσο ανιστόρητος και φτηνός ηθικολόγος πρέπει να είναι αν δεν καταλαβαίνει ότι στην έκρηξη εκφράζονται πολλά και διαφορετικά πράγματα; Πιστεύει κανείς ότι στις ευρωπαϊκές εξεγέρσεις είχαν όλοι την ίδια πολιτική και κοινωνική αφετηρία, τα ίδια συμφέροντα; Πιστεύει κανείς ότι οι θεσμοί, όταν παύουν να περιχαρακώνουν ένα κοινό και μέσα από ευρεία συναίνεση δίκαιο, δεν αυτοϋπονομεύονται; Πόσο  εθνικιστής και αντιευρωπαϊστής πρέπει να είναι για να μην καταλαβαίνει ότι στις παρελάσεις δεν δοξάζεται ένα αποστεωμένο και νεκρό έθνος, αλλά ότι, μέσω της επετείου και στο όνομα των νεκρών, ανανεώνεται το συμβόλαιο εμπιστοσύνης ανάμεσα στα μέλη μιας κοινότητας τα οποία συμμερίζονται τις ίδιες αξίες και αρχές; Στη φετινή παρέλαση, η ελληνική κοινωνία –διεφθαρμένη και αδιάφθορη– γύρισε την πλάτη της, όχι στους νεκρούς της, αλλά στην πολιτική εξουσία που δεν τιμά ούτε νεκρούς ούτε ζωντανούς. Γιατί αν δεν τιμάς τους ζωντανούς δεν μπορείς να τιμήσεις τους νεκρούς. Tα υπόλοιπα είναι για τον Kαρατζαφέρη,  τον εθνικό υποβολέα αυτής της κυβέρνησης.

 Μπροστά σε όλα αυτά, η Aριστερά έχει το ιστορικό βάρος να αναλάβει τις ευθύνες του ρόλου της, την ευθύνη της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας. Από τη Γαλλική Επανάσταση και μετά (από την Ελληνική για τη χώρα μας), το τι είναι Ευρώπη συνιστά  μείζον πολιτικό διακύβευμα ανάμεσα σε διαφορετικές πολιτικές δυνάμεις. Αυτό ήταν το διακύβευμα στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αυτό παραμένει και σήμερα, με διαφορετικούς όρους βέβαια. Όσο πιο πολύπλοκο το διακύβευμα τόσο πιο «διαβασμένη» πολιτική απαιτείται. Η Αριστερά  δεν μπορεί να τροφοδοτείται μόνο από την οργή, αλλά οφείλει να την πολιτικοποιήσει στη βάση ενός αξιακού κώδικα με τον οποίο ο «κοτζαμπασισμός», απ’ όπου κι αν προέρχεται, θα αποτελέσει οριστικά παρελθόν. Πολιτικό πρόγραμμα εξουσίας πρέπει να είναι η απάντησή της, με την επίγνωση ότι η μοναδική σωτηρία για τη χώρα είναι η αποκατάσταση μιας άλλης τάξης που θα ανατρέψει την αταξία που δημιούργησαν οι κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ-ΝΔ. Μιας άλλης τάξης, μέσα όμως στην Ευρώπη στην οποία ιστορικά, πολιτικά και οικονομικά ανήκουμε. Το ευρώ είναι το κοινό μας νόμισμα, και για να γίνει ένα νόμισμα προς όφελος των πιο αδύναμων χρειάζεται αγώνας αλλά και συνέπεια στο εθνικό συμφέρον, που δεν μπορεί πλέον παρά να είναι και ευρωπαϊκό. Η ιστορία της Ευρώπης ενείχε πάντα τη σύγκρουση ανάμεσα σε δυνάμεις αυταρχικές και δημοκρατικές. Είναι η στιγμή η Αριστερά να συγκροτήσει ένα πρόγραμμα εξουσίας που θα συνεγείρει μεγάλες κοινωνικές ομάδες, οι οποίες θα συνειδητοποιηθούν στο πλαίσιο ενός αγώνα που, αν έχει στόχο να αλλάξει την Ευρώπη, πρέπει να κάνει θυσίες για να αλλάξει πρώτα τον εαυτό της. Θυσίες μέσα από τις οποίες θα συναντηθεί με τους άλλους λαούς της Ευρώπης και δεν θα απομονώνεται από αυτούς.


Κυριακή 2 Οκτωβρίου 2011

[Αριστερά] Μετανάστευση ή Επανάσταση;

«Φτώχυναν οι Έλληνες, δεν πτώχευσε η Ελλάδα», αναφώνησε στη Βουλή ο μέγας σοσιαλιστής πολιτικός, και μ’ αυτή την κουτοπόνηρη φράση απέδωσε το ουσιαστικό περιεχόμενο της πολιτικής της κυβέρνησης: η σωτηρία της Ελλάδας εις βάρος των Ελλήνων. Μιας κυβέρνησης δεν έκανε καμιά διαπραγμάτευση υπέρ των Ελλήνων, δεν έλαβε τα μέτρα που έπρεπε, όπως έπρεπε, τη σωστή στιγμή, και τώρα επιδίδεται σε ένα απερίγραπτο πλιάτσικο εναντίον όλων των θεσμών και των δικαιωμάτων που συγκροτούν μια κοινωνία. Είναι άραγε ζήτημα ανικανότητας ή ιδεολογίας; Θεωρώ και τα δύο, κυρίως όμως το δεύτερο.

Μείζον πρόβλημα για την κυρίαρχη στη σημερινή Ευρώπη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία είναι οι συγκροτημένες κοινωνίες και τα κεκτημένα δικαιώματά τους. Με τη συναίνεση δεξιών και σοσιαλιστικών κυβερνήσεων, είχε ξεκινήσει εδώ και κάποια χρόνια μια ιδιόμορφη άλωση, με στόχο τη μετατροπή της συγκροτημένης κοινωνίας σε «πλαστική»: από κοινωνία διαρκούς διεκδίκησης των δικαιωμάτων για όλους, σε κοινωνία-σύνολο ατόμων όπου δικαίωμα συνιστά η συμμετοχή σε μια πλαστική ευδαιμονία, από την οποία όσοι αποκλείονται είναι «ανίκανοι» και «άχρηστοι». Η επιδίωξη της διεύρυνσης του κράτους πρόνοιας έδινε τη θέση της στην επιδίωξη της επιβολής ενός κράτους-τροχονόμου της ελεύθερης αγοράς. Παράλληλα, οι ευρωπαϊκές και διεθνείς ομάδες κρούσης του νεοφιλελευθερισμού, με σύμμαχο τις εγχώριες εξουσίες, εξαπέλυαν ολομέτωπη επίθεση σε κοινωνίες αποδιοργανωμένες (ανατολική Ευρώπη, ασιατικές χώρες). Αυτό υπήρξε το νέο αποικιοκρατικό όραμα, νεοφιλελεύθερης κοπής, το οποίο αφομοίωσαν γρήγορα τα ισχυρά ευρωπαϊκά κράτη, με την ίδια εθνικιστική ορμή που είχαν δείξει οι πρόγονοί τους του 19ου αιώνα, όραμα που δεν άφησε αδιάφορα και μικρότερα κράτη της Ε.Ε.

Το 2002, με την καθιέρωση του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος, αποτελεί αποφασιστική καμπή στην Ιστορία της μεταπολεμικής Ευρώπης, συγκρίσιμη σε σημασία με την κατάρρευση των ανατολικών καθεστώτων. Ωστόσο, το ευρώ, αντί να ωθήσει, ως κοινό νόμισμα, στη συγκρότηση ενός νέου, ενιαίου ευρωπαϊκού προγράμματος, στο πλαίσιο του οποίου θα εναρμονίζονταν τα νέα εθνικά προγράμματα, αποτέλεσε τη βάση για την έξαρση της αποικιοκρατικής εθνικιστικής ορμής των κρατών – ισχυρών αλλά και λιγότερο ισχυρών. Το νέο ευρωπαϊκό αφήγημα ήταν τελικά και παλιό και εθνικιστικά κατακερματισμένο, ενώ οι πιο ευάλωτες οικονομικά, θεσμικά και πολιτικά χώρες παραδίδονταν άνευ όρων σ’ αυτό, αφήνοντας τις πύλες ορθάνοικτες.

Η Ελλάδα, μέσα στους έξαλλους πανηγυρισμούς μιας εκσυγχρονιστικής ελίτ, πολιτικής και πνευματικής, με την ενορχήστρωση των ΜΜΕ, άλλαξε σελίδα το 2002, μπαίνοντας στο κλαμπ των «μεγάλων χωρών». Η πολιτική εξουσία διερμήνευσε, με τον δικό της τρόπο, στα καθ’ ημάς, το νέο ευρωπαϊκό όραμα: παράδοση του κράτους μέσω της μίζας στους πελάτες, παράδοση της κοινωνίας μέσω της ατομικής διάβρωσης στη διαφθορά, την αδιαφορία και την έλλειψη αλληλεγγύης. Όλα αυτά ονομάζονταν «εκσυγχρονισμός», ενώ οι τράπεζες έστηναν τρελό πανηγύρι: μοίραζαν πλαστικό χρήμα, συμβάλλοντας αποφασιστικά στην εξάπλωση της ατομικής ευδαιμονίας εναντίον της συλλογικής. Τα άτομα ευημερούσαν, όχι όμως και η κοινωνία: οι μισθοί παρέμεναν χαμηλοί, οι τιμές στρογγυλοποιούνταν προς τα πάνω και οι φτωχοί γίνονταν φτωχότεροι. Διεκδικήσεις μισθολογικές και κατά της ακρίβειας έμοιαζαν απομεινάρια άλλης εποχής. Οι ατομικές λύσεις (δάνεια, κάρτες, ευρωπαϊκά προγράμματα, γλείψιμο, κομπίνες με την Εφορία) επιβραβεύονταν – και αφορούσαν πολλούς: ο διεφθαρμένος πλούτος διάβρωνε μεγάλα τμήματα της κοινωνίας, γι’ αυτό η πολιτική ελίτ ήταν αποτελεσματική. Όσοι δεν ακολουθούσαν ήταν απλώς «ανίκανοι» ή μετανάστες.

Η πολιτική ελίτ δεν συνομολόγησε ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο, όπως απαιτούσε η περίσταση, αλλά έπαιξε σε δύο επίπεδα. Αφενός, άφησε ανέγγιχτο το εθνικιστικό πρόγραμμα άλλων εποχών, εκσυγχρονίζοντάς το για να αρμόζει στο όραμα της ισχυρής Ελλάδας (Ολυμπιακοί Αγώνες). Ένα πρόγραμμα-κακέκτυπο αντίστοιχων προγραμμάτων των ισχυρών κρατών της Ε.Ε. Πάντα θα θυμάμαι την εμπνευσμένη ομιλία του Μιχάλη Παπαγιαννάκη, σε συνέδριο του Συνασπισμού, όπου είχε κατακεραυνώσει την κοντόφθαλμη, νεοεθνικιστική πολιτική της «ισχυρής Ελλάδας», με τις επιχειρήσεις στα Βαλκάνια, το δόγμα της μεγάλης περιφερειακής δύναμης και, ταυτόχρονα, την εκτεταμένη φοροδιαφυγή –όχι μόνο του μεγάλου κεφαλαίου– και την καταρράκωση του κράτους. Αφετέρου, η πολιτική ελίτ συνομιλούσε προνομιακά με εκείνη την πνευματική ελίτ της οποίας ο κοσμοπολίτικος αντιεθνικισμός, ενταγμένος στο πρόγραμμα εξυπηρέτησης των κυβερνήσεων και των ΜΜΕ, καταντούσε συντηρητικός. Γιατί το ζητούμενο δεν ήταν η ανθρώπινη κοινωνία, η ανασυγκρότηση μιας νέας, διευρυμένης εθνικής κοινωνίας προβεβλημένης σε μια ευρωπαϊκή ενότητα: ο ευρωπαϊσμός, όπως τον υπαγόρευε η πολιτική εξουσία, καθίστατο αυταξία. Η ελίτ αυτή δεν άσκησε καμιά σοβαρή κριτική στο σημιτικό δόγμα της «ισχυρής Ελλάδας», που άνοιγε την κερκόπορτα στον εθνικισμό, πριμοδοτώντας τον από άλλο δρόμο. Δεν άσκησε κριτική στη διάβρωση του κράτους πρόνοιας, που είχε καταντήσει πελατειακό. Η «ισχυρή Ελλάδα» πάνω απ’ όλα. Το αποτέλεσμα ήταν η πλαδαρή κοινωνία, όπου οι συλλογικότητες χάνονταν κάτω από τόνους ατομικού λίπους, όχι μόνο των κεφαλαιοκρατών αλλά και του «πονεμένου λαού».

Μ’ αυτά και με κείνα, αγαπητοί σύντροφοι της Αριστεράς, φτάσαμε εδώ που είμαστε. Και ευθύνες δικές μας υπάρχουν, παρ’ όλο που δεν είναι της ίδιας βαρύτητας. Το ευρωπαϊκό μας όραμα δεν μπορέσαμε να το πάμε πουθενά, γιατί κι εμείς πλαδαρέψαμε πολύ. Αφήσαμε κατά μέρος το ισχυρότερο όπλο της Αριστεράς, την κριτική σκέψη, και πέσαμε στη συνθηματολογία, τις ατάκες και τον λαϊκισμό. Το όραμα της ανανεωτικής, ευρωπαϊκής Αριστεράς γέμισε γκρίζες ζώνες και παραφωνίες. Από τη μια, ένας εύκολος, αντιιμπεριαλιστικός, αντι-μετανεωτερικός εθνικισμός, που καταντούσε αντιευρωπαϊσμός, και από την άλλη ο εκσυγχρονιστικός, αντιεθνικιστικός ευρωπαϊσμός. Από τη μια αριστερίστικες επιλογές του μπάχαλου στο όνομα εν γένει του λαού, από την άλλη εκσυγχρονιστικές, ελιτίστικες επιλογές. Και στη μέση μια κοινωνία σε πλήρες ξεχαρβάλωμα ευδαιμονίας. Δεν αντιληφθήκαμε ότι, αν το έθνος-κράτος παραμένει το έσχατο καταφύγιο κάθε κατατρεγμένου, η αλλαγή νοοτροπιών –και ατομικά και συλλογικά– ήταν επιβεβλημένη. Αυτό όμως απαιτούσε κριτική σκέψη, όχι συνθήματα και συναισθηματικές εξάρσεις. Η κοινωνία ολοένα ξεχείλωνε, κι εμείς παίζαμε «ποιος είναι πιο αριστερός από τον άλλο».

Καθώς δεν υπάρχει πια χρόνος, δύο λύσεις μας μένουν: μετανάστευση ή επανάσταση. Η μετανάστευση είναι η εύκολη και ωφέλιμη, για λόγους ευνόητους, λύση γι’ αυτούς που μας κυβερνούν. Η επανάσταση είναι η δύσκολη, αλλά και μοναδική λύση για όλους μας. Βήμα πρώτο: η ελληνική κοινωνία δεν ήταν πλούσια και φτώχυνε· ήταν φτωχή και εξαθλιώθηκε. Ως «πλαστική κοινωνία» ήταν πλούσια, στην πραγματικότητα ήταν όμως ήταν φτωχή. Η Ελλάδα δεν ήταν μια «ισχυρή χώρα»· θα μπορούσε να ήταν μια αξιοπρεπής. Η πρώτη διεκδίκηση λοιπόν είναι να ξαναορίσουμε τον στόχο μιας ανθρώπινης κοινωνίας. Επειδή η κυβέρνηση, για να παραμείνει η Ελλάδα «ισχυρή», πρέπει να ξεφορτωθεί άπαξ διά παντός την πραγματική κοινωνία, να διαλύσει το κράτος και τους θεσμούς, οφείλουμε να ξαναδιεκδικήσουμε την αξιοπρέπεια αυτής της χώρας, και μαζί τη δική μας. Η κυβέρνηση, ταμπουρωμένη πλέον πίσω από ένα αναχρονιστικό πρόγραμμα (με τη συμπαράσταση και του ΛΑΟΣ), λειτουργεί διά του αποκλεισμού του μεγαλύτερου μέρους της κοινωνίας, την οποία αντιπαραθέτει στο «έθνος»: τα Πανεπιστήμια έγιναν ξαφνικά ο υπ’ αριθμόν ένα κίνδυνος για το έθνος, οι δημόσιοι υπάλληλοι το ίδιο, το ΕΣΥ επίσης κ.ο.κ. Παράλληλα, η κυβέρνηση, εμπνεόμενη από τον ίδιο εθνικισμό, επιδίδεται σε μια ριψοκίνδυνη και απαράδεκτη εξωτερική πολιτική: εξοπλιστικές αγορές και συμμαχία με το Ισραήλ, και μάλιστα με την πιο ακροδεξιά κυβέρνηση αυτής της χώρας τα τελευταία χρόνια.

Ο μόνος δρόμος, λοιπόν: επανάσταση στις νοοτροπίες και τις διεκδικήσεις! Με επεξεργασμένο πρόγραμμα για μια ανθρώπινη κοινωνία, με τη συγκρότηση δικτύων κοινωνικής αλληλεγγύης, διεκδικούμε την ανυπακοή και την αξιοπρεπή φτώχεια όλων. Οι μισθοί και οι συντάξεις πριν την κρίση ήταν ήδη –αν εξαιρέσουμε κάποιους προνομιούχους– σε επίπεδα χαμηλά· διεκδικούμε την επάνοδό τους σε αυτά τα, έστω χαμηλά, επίπεδα. Η Αριστερά δεν πρέπει να σωπαίνει στις υπέρογκες αμοιβές και τα προνόμια βουλευτών και υπουργών: να αμείβονται ανάλογα με τους άλλους δημόσιους λειτουργούς. Διεκδικούμε την άμεση πτώση των ενοικίων και της τιμής των τροφίμων, τη στάση πληρωμών στα δάνεια — ειδικά πρώτης κατοικίας. Δεν συναινούμε σε όλα όσα οδηγούν την κοινωνία στον εκβαρβαρισμό, ούτε επιτρέπουμε ωστόσο σε κανέναν είτε να μετατρέψει τη συντεταγμένη ανυπακοή σε μπάχαλο, είτε να την οικειοποιηθεί με συντηρητικούς ή νεοεθνικιστικούς τρόπους. Δεν θα πληρώσουμε τον παραλογισμό τους με τον εξευτελισμό μας. Καμιά κοινωνία δεν μπορεί να διατηρήσει την αξιοπρέπειά της πληρώνοντας κεφαλικό φόρο και φόρους προστασίας, υπό την απειλή απολύσεων. Δεν είμαστε εναντίον της Ευρώπης, αντιθέτως προβαλλόμαστε σε μια Ευρώπη στην οποία μας έλαχε, από τη συγκυρία, να είμαστε πρωτοπόροι. Ο Παπανδρέου, ο Βενιζέλος, ο Λοβέρδος, η Διαμαντοπούλου και η όλη παρέα δεν θα γράψουν ιστορία στην πλάτη μας: όποιος ξεφτιλίζει μια κοινωνία δεν έγραψε παρά μαύρες σελίδες στην Ιστορία.


Κυριακή 17 Ιουλίου 2011

[Ελλάδα - παιδεία] Το προσχέδιο νόμου για την παιδεία: Η βίαιη ρήξη με την παράδοση του ελληνικού Πανεπιστημίου

Το ελληνικό Πανεπιστήμιο, με μια παράδοση 180 –εντός ολίγου– χρόνων, διένυσε μια δύσκολη και επώδυνη κάποτε πορεία εκδημοκρατισμού, την ίδια που, τηρουμένων των αναλογιών, διένυσε η ελληνική κοινωνία αλλά και το ελληνικό κράτος. Καταρχάς, το ελληνικό Πανεπιστήμιο, θεσμικά και επιστημονικά, αποτέλεσε τον απαραίτητο συνοδοιπόρο του ελληνικού κράτους στην πορεία του προς αναζήτηση ταυτότητας, κυρίως εθνικής αλλά και κοινωνικής. Το ελληνικό κράτος, από ιδρύσεώς του, επένδυσε στο Πανεπιστήμιο, γιατί είχε εν πρώτοις ανάγκη για εθνική συνοχή, συγχρόνως είχε ανάγκη για κρατικές ελίτ, αλλά και για μια αστική τάξη μορφωμένων και καλλιεργημένων ανθρώπων, αφοσιωμένων στις δικές του επιλογές. Η αυστηρή πανεπιστημιακή ιεραρχία (έδρα, περιορισμένος αριθμός φοιτητών κλπ.) αντανακλούσαν την αντίληψη του ίδιου του κράτους περί δημοκρατίας, την αντίληψη περί μιας ταξικά ιεραρχημένης κοινωνίας. Μια αντίληψη που οδηγούσε, σε δύσκολες εποχές, σε σφιχτό μέχρι πνιγμού εναγκαλισμό του κράτους με το Πανεπιστήμιο, έναν εναγκαλισμό που σκοπό είχε τη διασφάλιση της εθνικής, πολιτικής και κοινωνικής καθαρότητας του Πανεπιστημίου από επικίνδυνους πολιτικά, καθηγητές αλλά και φοιτητές. Βεβαίως το ελληνικό Πανεπιστήμιο, όπως κάθε Πανεπιστήμιο τέκνο του Διαφωτισμού, διέγραφε τη δική του υπόγεια πορεία, αφού ως παραγωγός σκέψης αλλά και ως δημόσιο αγαθό δημιουργούσε ανατροπές: η ενασχόληση με την έρευνα, έστω και περιορισμένα, καθώς και η πρόσβαση στο Πανεπιστήμιο φοιτητών από διαφορετικές τάξεις δημιουργούσαν μη προβλέψιμες ρωγμές, τέτοιες που το καθιστούσαν δυνητικά πρωτοπόρο στην κοινωνία. Ως δημόσιο αγαθό μάλιστα, συνιστούσε πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης και κοινωνικών συγκρούσεων, πεδίο εν ολίγοις διεκδίκησης της δημοκρατίας.

Η μακρά πορεία προς τον εκδημοκρατισμό και ο νόμος-πλαίσιο

Αυτές οι ρωγμές, σημαντικές σε διάφορες φάσεις της ελληνικής ιστορίας, εκδηλώθηκαν δυναμικά το 1973 με την εξέγερση του Πολυτεχνείου, όταν το Πανεπιστήμιο έγινε το συμβολικό και ουσιαστικό έμβλημα του γενικού αιτήματος για εκδημοκρατισμό. Έτσι, στον νόμο-πλαίσιο του 1982 εκφράστηκε, σε ένα νέο πλαίσιο, η επώδυνη και μακρά πορεία της κοινωνίας προς τον εκδημοκρατισμό, ενώ συγχρόνως συναντήθηκαν οι ανάγκες τριών πρωταγωνιστών: α) οι ανάγκες του Πανεπιστημίου για τη θεσμική διασφάλιση της δημοκρατικής λειτουργίας του, η οποία αφορούσε τόσο την εξουδετέρωση του αυταρχισμού, μέσω της κατάργησης της έδρας, όσο και την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών, μέσω της θέσπισης του ασύλου, αλλά και μέσω της θεσμοθέτησης νέων επιστημονικών Τμημάτων και πεδίων έρευνας, β) οι ανάγκες της κοινωνίας, όπως εκφράστηκαν από τα πολιτικά κόμματα, για τη διασφάλιση του δημοκρατικού Πανεπιστημίου, μέσα από την εξάλειψη του κινδύνου ιδιοποίησης και εκμετάλλευσης του δημόσιου αγαθού προς όφελος μιας κυβέρνησης ή καθεστώτος ή προς όφελος μιας τάξης, γ) οι ανάγκες του δημοκρατικού κράτους για την εμπέδωση της εθνικής και κοινωνικής συμφιλίωσης, πολύ περισσότερο που η αναπαραγωγή της εξουσίας του δεν εξαρτιόταν πλέον από μια περιορισμένη αστική τάξη αλλά από μια ευρεία μεσοαστική τάξη.

Η σύγκλιση των αναγκών, αλλά και των αγώνων, των τριών αυτών πρωταγωνιστών αποτυπώθηκε θεσμικά στην εσωτερική δομή του Πανεπιστημίου (κατάργηση της έδρας), αποτυπώθηκε ωστόσο και στην πνευματική ζωή του Πανεπιστημίου: δημιουργία Τμημάτων, άμεση σύνδεση της διδασκαλίας με την έρευνα κλπ. Το Πανεπιστήμιο μαζικοποιήθηκε και η νέα ακαδημαϊκή δομή (Τμήματα) επέτρεψε κυρίως σε μια νέα φουρνιά επιστημόνων να διευρύνουν τον κατεξοχήν ρόλο του Πανεπιστημίου: τον ρόλο του κέντρου έρευνας, σκέψης και γνώσης. Μια πρόχειρη ματιά στην ελληνική και τη διεθνή βιβλιογραφία αποδεικνύει του λόγου το ασφαλές: στη μακρά του πορεία, το ελληνικό Πανεπιστήμιο κατόρθωσε όχι μόνο να μεταδίδει τη διεθνή σκέψη στα καθ’ ημάς αλλά να παράγει σκέψη με αφετηρία τις ελληνικές πραγματικότητες και να την εντάσσει προς συζήτηση στη διεθνή βιβλιογραφία.

Οι αντιφάσεις: δημόσιο, πελατειακό και κομματικό αγαθό

Βεβαίως, αυτή η παράδοση του δημοκρατικού, δημόσιου αγαθού είχε αντιφάσεις, τις ίδιες αντιφάσεις που έχει κάθε δημόσιο αγαθό στην Ελλάδα, όπου το δημόσιο εύκολα ταυτίζεται με το πελατειακό και το κομματικό αγαθό. Η κατά καιρούς ταύτιση του εκδημοκρατισμού με τον πιο χυδαίο κομματισμό διαμόρφωνε εκφυλιστικές καταστάσεις σε όλα τα επίπεδα, που υπονόμευαν την έννοια του δημοκρατικού Πανεπιστημίου. Το Πανεπιστήμιο εντασσόταν, κατά τη βούληση της εκάστοτε κυβέρνησης, στο πλέγμα των πελατειακών σχέσεων που επεδίωκε να συνάψει (με τοπικούς άρχοντες και τοπικές κοινωνίες), ένα πλέγμα στο οποίο εμπλέκονταν πανεπιστημιακοί και φοιτητικές παρατάξεις. Αυτή η λογική της οικειοποίησης του δημόσιου αγαθού για πελατειακές σχέσεις κατάτρωγε τα σωθικά του Πανεπιστημίου και ενίσχυε μια άλλη, παράλληλη παράδοση που, και αυτή, δεν ήταν νέα ούτε αποκλειστικά πανεπιστημιακή: ο εναγκαλισμός του Πανεπιστημίου από το κράτος επέτρεπε την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη πελατειακή εκμετάλλευση του Πανεπιστημίου με το λιγότερο δυνατό κόστος και οδηγούσε στην κατασπατάληση του δημόσιου χρήματος (νέα ΤΕΙ ή Πανεπιστήμια στη μέση του πουθενά) και στην υποχρηματοδότηση του Πανεπιστημίου γενικότερα. Συγχρόνως, σε κάποια ιδρύματα αναπτύσσονταν, από κάποιους πανεπιστημιακούς, μορφές ιδιωτικοποίησης υπό τις ευλογίες ή την ανοχή του κράτους. Το τελευταίο, προκειμένου να αντιμετωπίσει το πρόβλημα των χαμηλών μισθών των πανεπιστημιακών (η σύγκριση με τους μισθούς πανεπιστημιακών της Ευρώπης καταρρίπτει εύκολα τον μύθο των «καλοπληρωμένων, τεμπέληδων» πανεπιστημιακών), έκλεινε τα μάτια στις έμμεσες μορφές ιδιωτικοποίησης που κάποιοι «αετονύχηδες» εντός Πανεπιστημίου πετύχαιναν, όπως άλλωστε και στα νοσοκομεία. Ωστόσο, το κράτος, αντί να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις που θα εξάλειφαν τα φαινόμενα διαφθοράς, πελατειακών σχέσεων κλπ., άρχισε να καταφέρεται συλλήβδην κατά του Πανεπιστημίου, να επιζητεί τον στιγματισμό της πανεπιστημιακής κοινότητας, και μάλιστα του σημαντικότερου αριθμητικά και του εντιμότερου τμήματος αυτής της κοινότητας. Το Πανεπιστήμιο υποδεικνυόταν σταδιακά, μαζί με το άλλο μεγάλο δημόσιο αγαθό –την υγεία– ως μέρος της ελληνικής κρίσης.

Η εξουδετέρωση της έννοιας του δημοκρατικού δημόσιου αγαθού

Με την αμέριστη συμπαράσταση των ΜΜΕ, το κράτος ανέδειξε με κάθε τρόπο τις στρεβλώσεις του Πανεπιστημίου και αποφάσισε, στο όνομα των εκφυλιστικών τάσεων, να ξεχαρβαλώσει τη μακρά παράδοσή του, δηλαδή να εξουδετερώσει την έννοια του δημοκρατικού, δημόσιου αγαθού: το πνεύμα που διέπει το «προσχέδιο νόμου Διαμαντοπούλου» συνιστά μια βίαιη ρήξη με την παράδοση του ελληνικού Πανεπιστημίου, ως δημοκρατικού, μαζικού, δημόσιου αγαθού, παραγωγού σκέψης και γνώσης. Το προσχέδιο προτείνει ένα άλλο Πανεπιστήμιο που φαίνεται σαν να προκύπτει από παρθενογένεση. Ασφαλώς χρειάζονται μεταρρυθμίσεις και αλλαγές στο νόμο-πλαίσιο, αλλαγές που αφορούν τη διοικητική δομή του Πανεπιστημίου, τη σταθμισμένη ψήφο των φοιτητών στα όργανα, το «άνοιγμα» του στην κοινωνία και την αγορά, όπως και τη «διεθνοποίησή» του — με την προϋπόθεση ότι αυτό δεν θα έπληττε την ουσία του δημοκρατικού, δημόσιου Πανεπιστημίου. Υπάρχουν πράγματι πανεπιστήμια (Κύπρου) στα οποία προβλέπεται θεσμική σύνδεση του Πανεπιστημίου με την κοινωνία και την αγορά, μέσω της δημιουργίας ενός Συμβουλίου «προσωπικοτήτων», το οποίο ωστόσο λειτουργεί παράλληλα με τη Σύγκλητο, η οποία, αυτή και μόνο αυτή, έχει την αποκλειστική αρμοδιότητα για τα ακαδημαϊκά θέματα. Το Συμβούλιο, στο οποίο συμμετέχει ο πρύτανης και πανεπιστημιακοί, και το οποίο απαρτίζεται από «προσωπικότητες της κοινωνίας», ελέγχει τη νομιμότητα των αποφάσεων της Συγκλήτου, ελέγχει επίσης την κατανομή του προϋπολογισμού του Πανεπιστημίου, καθώς και τη διαφάνεια των οικονομικών συναλλαγών του Πανεπιστημίου. Τα Τμήματα με τις Συνελεύσεις τους (Συμβούλια Τμημάτων λέγονται) λειτουργούν κανονικά, όπως και όλα τα πανεπιστημιακά όργανα, όπως περίπου τα ξέρουμε στο ελληνικό Πανεπιστήμιο. Γιατί το Υπουργείο δεν έλαβε υπόψη του το κυπριακό μοντέλο, που θα του επέτρεπε να εκσυγχρονίσει και να εξυγιάνει την παράδοση του δημοκρατικού Πανεπιστημίου, εντάσσοντάς τη σε μια νέα αντίληψη σύνδεσης του Πανεπιστημίου με την κοινωνία και με την αγορά, υπό την αιγίδα του όμως; Από την άλλη, στο νομοσχέδιο προβλέπεται «διεθνοποίηση» του Πανεπιστημίου. Κι εδώ θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν στοιχεία του κυπριακού μοντέλου (συμμετοχή στις εισηγητικές επιτροπές για εκλογές πανεπιστημιακών ή για υποστηρίξεις διδακτορικών διατριβών), στο οποίο ωστόσο η εκλογή γίνεται από τα εκλεκτορικά που συγκροτούνται στο πλαίσιο του Τμήματος και της Σχολής.

Ένα κράτος που δεν θέλει πια να είναι κράτος

Αυτά τα δύο απλά παραδείγματα μας υποδεικνύουν ότι η βίαιη κατάργηση των κατεξοχήν δημοκρατικών αλλά και ακαδημαϊκών δομών του Πανεπιστημίου (Σύγκλητος, Τμήματα) συνιστά βίαιη ρήξη όχι μόνο με την παράδοση του Πανεπιστημίου, αλλά και με την παράδοση του ίδιου του ελληνικού κράτους, έτσι όπως αυτή διαμορφώθηκε μέσα από συνεχείς διεκδικήσεις της κοινωνίας. Το θέμα δεν είναι αν το προσχέδιο νόμου εμπνέεται από νεοφιλελευθερισμό ή από ολιγαρχισμό· το θέμα είναι ότι το ελληνικό κράτος φαίνεται να μη θέλει πια να είναι «κράτος», έτσι όπως αυτό διαμορφώθηκε από το 19ο αιώνα και μετά. Δεν θέλει να έχει την ευθύνη της ιδεολογίας του, την ευθύνη της ταυτότητάς του, την ευθύνη της κοινωνικής και εθνικής συνοχής. Το ελληνικό κράτος αποποιείται το ίδιο την παράδοσή του. Θέλει να είναι ένα κράτος αποϊδεολογικοποιημένο («θέλουμε συναίνεση», «είμαστε αντιεξουσιαστές», ο πρωθυπουργός), παραδομένο στην ιδεολογία που οι διεθνείς αγορές υπαγορεύουν. Το «νομοσχέδιο» για τα Πανεπιστήμια θεωρώ ότι εντάσσεται σε αυτή τη λογική. Αν το ελληνικό (και όχι μόνο) Πανεπιστήμιο, η εκπαίδευση γενικότερα, αποτέλεσε πάντα τη μεγάλη επένδυση του κράτους –αυταρχικού και δημοκρατικού– ήταν γιατί το τελευταίο είχε ανάγκη για αναπαραγωγή της ιδεολογίας του, της εξουσίας του και της συνοχής της κοινωνίας. Το ελληνικό κράτος ελάχιστα ενδιαφέρθηκε για την έρευνα και για την παραγωγή σκέψης στο Πανεπιστήμιο (μια σύγκριση των κονδυλίων για έρευνα ανάμεσα στο ελληνικό και το κυπριακό Πανεπιστήμιο την τελευταία εικοσαετία το αποδεικνύει), ενδιαφερόταν όμως για τα προηγούμενα. Από τη στιγμή που πλέον δεν έχει ανάγκη από αυτά, δεν έχει ανάγκη το δημοκρατικό, το δημόσιο αγαθό, το ελληνικό Πανεπιστήμιο. Κι αν το δημοκρατικό Πανεπιστήμιο άφηνε τα περιθώρια για παραγωγή σκέψης και για έρευνα μέσω των Τμημάτων, με το νέο Πανεπιστήμιο στενεύουν ασφυκτικά­. Κι εδώ το ελληνικό κράτος είναι συνεπέστατο με την παλιά παράδοσή του: πάντοτε θεωρούσε απειλή τη διαμόρφωση σκεπτόμενων πολιτών έξω από τον έλεγχό του, καθώς και τη συγκρότηση μηχανισμών αλληλεγγύης που αναπτύσσονται στο πλαίσιο κάθε δημόσιου αγαθού, όσο διεφθαρμένο κι αν είναι.

Σε μια εποχή ανατροπών, όπως αυτές που ζει η ελληνική κοινωνία τον τελευταίο καιρό, το προσχέδιο νόμου δεν προβλέπει μεταρρυθμίσεις. Εισηγείται ρήξεις, και μάλιστα τέτοιες που ξεπερνούν το Πανεπιστήμιο — άλλωστε το ζούμε σχεδόν καθημερινά σε αυτή τη χώρα. Σε μια εποχή που το κράτος θεωρεί τα δημόσια αγαθά «βαρίδια», η αντίσταση στην καταρράκωση του δημόσιου, δημοκρατικού Πανεπιστήμιου αποτελεί, θεωρώ, καθήκον του κάθε έντιμου πολίτη.


Κυριακή 12 Ιουνίου 2011

[Ελλάδα - πολιτική] Σκέψεις με αφορμή την πλατεία Συντάγματος

Βρέθηκα αρκετές φορές στο Σύνταγμα των «αγανακτισμένων», σε αυτή τη νέα, πολυπληθή ομάδα της πλατείας, που την προηγούμενη Κυριακή ξεπέρασε σε όγκο τις 300.000. Παρακολούθησα κι εγώ στη μέση της πλατείας το νέο βήμα δημόσιου διαλόγου, εκεί που κάθε βράδυ διεξάγεται η Γενική Συνέλευση, την οποία πολύ εύστοχα σχολίασε ο Στρατής Μπουρνάζος στα «Ενθέματα» της προηγούμενης Κυριακής. Η Γενική Συνέλευση, οργανωμένη παραδειγματικά, με αντίληψη «άμεσης δημοκρατίας» που, όπως και η άρνηση οποιασδήποτε κομματικότητας, έκανε πολλούς να μιλήσουν για απολιτικότητα μέχρι και για υπονόμευση της Δημοκρατίας ή του κοινοβουλευτισμού. Η μη αναφορά όμως σε κόμματα σημαίνει αυτομάτως και την υπονόμευση των κομμάτων και της αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας; Ή μήπως, με αυτό τον τρόπο, εκφράζεται κάτι άλλο;

Μια προσπάθεια επανεφεύρεσης του δημόσιου χώρου

Καταρχάς, το πλήθος μαζεύεται εκεί για να δώσει το «παρών», να πει «καλησπέρα», σε έναν χώρο στον οποίο όλοι μοιράζονται το ίδιο πρόβλημα: αυτό που δημιουργεί η πολιτική του Μνημονίου. Η πολλαπλή εξατομικευμένη αγανάκτηση δεν φτιάχνει μόνο μια μαζική αγανάκτηση, φτιάχνει και αλληλεγγύη, φτιάχνει ανθρωπιά. Το νόημα της πλατείας και της Γενικής της Συνέλευσης, κατά τη γνώμη μου, ακριβώς σε αυτό το σημείο εντοπίζεται: στην ασαφή ακόμη προσπάθεια «επανεφεύρεσης» του τι σημαίνει «παρίσταμαι» και πάλι σε έναν δημόσιο χώρο, του τι σημαίνει το ξαναδηλώνω ως άτομο το «Καλησπέρα» μου στην ομήγυρη, μην περιμένοντας από τις «32» ή τις «132» κομματικές, πνευματικές, συνδικαλιστικές, τηλεοπτικές προσωπικότητες να το οικειοποιηθούν αυτονόητα. Σε αυτή την κρίσιμη φάση, η πλατεία οικοδομεί την αντίληψη του «είμαι εδώ» μαζί με τους άλλους και προσπαθώ να βρω αυτά που μοιράζομαι ή που ίσως έπρεπε εδώ και καιρό να είχα μοιραστεί.

Η πολιτική του Μνημονίου του ΠΑΣΟΚ –αλλά και η πολιτική προ του Μνημονίου των ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ.–, εκτός του ότι ρήμαξε οικονομικά την κοινωνία, κάνει κάτι πολύ χειρότερο: αναπαράγει και πάλι ένα αυτονόητο, αφοριστικό «εμείς», στο οποίο όσοι εναντιώνονται δεν είναι πατριώτες. Από το είμαστε, προ Μνημονίου –αυτονοήτως–  μέλη του ισχυρού, ικανού για όλα έθνους, γίναμε –και πάλι αυτονοήτως– μέλη ενός ρημαγμένου έθνους. Η προ Μνημονίου κατασκευή του ισχυρού, εκσυγχρονισμένου έθνους, μέλους του κλαμπ των προνομιούχων της οικουμένης (όπου μέσα χώραγαν κατεξοχήν οι «επιτυχημένοι»), οικοδομήθηκε εναντίον του ορθού λόγου, εναντίον της έννοιας του πολίτη, προς δόξαν του καταναλωτή και της εικονικής πολιτικής της τηλεόρασης των πολλών αστέρων. Αντί λοιπόν η κρίση να υποχρεώσει τη σοσιαλιστική κυβέρνηση να αποδομήσει την αντίληψη του αφοριστικού «εμείς» πάνω στο οποίο θεμελιώθηκε το ισχυρό έθνος των χυδαία υπερήφανων καταναλωτών και της ακραίας ιδιοποίησης του δημόσιου καλού, ξαναπήρε το αφοριστικό «εμείς» για να οριοθετήσει αυτήν τη φορά το έθνος των συλλήβδην λωποδυτών και του ακραίου ξεπουλήματος του δημόσιου καλού. «Όλοι μαζί τα φάγαμε», δήλωσε ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, επαναπροσδιορίζοντας έτσι ένα βαθιά, και πάλι, στοχευμένο πολιτικά «εμείς» φοβισμένων πρώην προνομιούχων. Στο όνομα αυτού του «εμείς» απαξιώθηκαν συλλήβδην όλοι οι δημόσιοι θεσμοί –δημόσια εκπαίδευση, δημόσια υγεία– και μαζί τους όλοι οι εργαζόμενοι στον δημόσιο τομέα. Αφοριστικά σχήματα που συμμερίστηκαν αμέσως και κάποιοι από τον αριστερό χώρο — ΔΗ.ΑΡ.: «Να ξεχάσετε όσα ξέρατε οι δημόσιοι υπάλληλοι», δήλωνε με περισσή αριστερή ευαισθησία ο Ν. Τσούκαλης. Από την άλλη μεριά, η στοχοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ, με τον πιο χυδαίο τρόπο (Πάγκαλος, Πεταλωτής), ενίσχυε και ενισχύει τον αφοριστικό τρόπο οριοθέτησης του «εμείς» των εθνοσωτήρων πολιτικών εναντίον των ανεύθυνων, μια φόρμουλα που ιδιαιτέρως διευκολύνει κόμματα όπως το ΛΑΟΣ.

Με την πολιτική του Μνημονίου εδραιώνεται πλέον με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο αυτό που αναδεικνύεται στο πλαίσιο του παγκοσμιοποιημένου νεοφιλελευθερισμού σε όλη την Ευρώπη,  που στην Ελλάδα λόγω της κρίσης επιταχύνθηκε: η συστηματική άσκηση της πολιτικής, εξορθολογιστικά, αλλά εναντίον του ορθού λόγου. Μια εξορθολογιστική πολιτική που θεμελιώνεται στην ακύρωση του ατόμου ως ενεργού πολίτη, και που γι’  αυτό καταντάει απολύτως ανορθολογική. Ανορθολογισμός, και όχι εξορθολογισμός, είναι η συγχώνευση σχολείων και πανεπιστημίων, η συγχώνευση νοσοκομείων. Ανορθολογισμός είναι η οριζόντια περικοπή μισθών και συντάξεων, ανορθολογισμός είναι η άνιση κατανομή των οικονομικών βαρών, ανορθολογισμός είναι η υπονόμευση θεμελιωδών δικαιωμάτων. Ανορθολογισμός, και όχι εξορθολογισμός, είναι να τρέχουν οι υπουργοί να προλάβουν τους αριθμούς που επιβάλλει η Τρόικα, ξεχνώντας ότι η δημοκρατία θεμελιώθηκε στον ορθό λόγο, στον άνθρωπο, πολιτικό υποκείμενο. Ο Αντώνης Λιάκος, σε ένα πολύ καλό άρθρο του για την κρίση («Μερικές ιδέες για να σκεφτούμε ξανά την κρίση», The books journal, τχ. 6, Απρίλιος 2011· βλ. tinyurl.com/6cy5yen), εξηγώντας την επιβολή στην παγκόσμια οικονομία της Ινδίας και της Κίνας, έκανε λόγο για οριστική αποαποικιοποίηση. Κατανοώντας απολύτως τι θέλει να πει, θα έλεγα ωστόσο ότι μέσω της Ανατολής, μέσω του εργασιακού Μεσαίωνα της Ανατολής, επαναποικιοποιείται και πάλι όχι η Ανατολή αυτή τη φορά, αλλά η έννοια του πολίτη μιας παγκόσμιας «Ανατολής» από μια παγκόσμια «Δύση», η οποία στο όνομα του εξορθολογισμού των αριθμών και του κέρδους αφήνει πίσω της ό,τι κατέκτησε η Δύση με τον ορθό λόγο: τους ίδιους τους ανθρώπους, ως πολιτικά υποκείμενα.

Η διεκδίκηση μιας πολιτικής του ορθού λόγου

Στην πλατεία λοιπόν αναζητείται, έστω και με σπασμωδικό, μη πολιτικά στοχευμένο τρόπο, η ατομική ευθύνη για το περιεχόμενο του «Καλησπέρα», αναζητούνται οι τρόποι εξοικείωσης και πάλι με το ξαναϋπογράφουμε μαζί και όχι ερήμην μας το νέο συμβόλαιο. Ωστόσο, η διεκδίκηση μιας πολιτικής του ορθού λόγου προϋποθέτει τη συγκρότηση μετώπου εναντίον του ανορθολογισμού, απ’ όπου κι αν αυτός απορρέει. Ο «λαός» ή το «έθνος» ως αδιαφοροποίητες ταξικά, ιδεολογικά και πολιτικά κατηγορίες συνιστούν τη βάση του ανορθολογισμού, τη νομιμοποιητική βάση άλλωστε, έστω κι από άλλο δρόμο, και του εξορθολογιστικού ανορθολογισμού. Οι εθνοσωτηριακού χαρακτήρα προσωπικότητες ή κινήσεις, οι «Σπίθες» που απευθύνονται σε ένα έθνος πανταχόθεν απειλούμενο, που επιδιώκουν παλλαϊκή και πανεθνική συσπείρωση εναντίον των εχθρών του έθνους (σιωνιστές, Ευρωπαίους, Τούρκους), ανάμεσα στους οποίους και οι «ξεπουλημένοι πολιτικοί», καταργούν τελικά τη θεμελιώδη αρχή της πολιτικής: τη συγκρότηση με ορθολογικό τρόπο –δηλαδή ταξικό και ιδεολογικό– πολιτικών μετώπων, και όχι την υπερβατική, αφοριστική συσπείρωση του έθνους εναντίον των εχθρών του. Σε στιγμές μεγάλης κρίσης, το οποιοδήποτε κίνημα, για να είναι ανατρεπτικό, για να είναι επαναστατικό, οφείλει στο πλαίσιο του να διεκδικεί την ανάδειξη ενός «νέου, σε σχέση με το μόλις χτες, ανθρώπου», ενός «νέου» συνειδητοποιημένου πολίτη. Τα εφησυχαστικά σχήματα, πολύ παλιάς κοπής, περί «έθνους και των εχθρών του», δεν ανέτρεψαν τίποτε άλλο παρά μόνο την ίδια την ουσία της πολιτικής: τον πολίτη, υπεύθυνο απέναντι στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της κοινωνίας. Ο Μίκης Θεοδωράκης πολέμησε –προς τιμήν του και προς τιμήν μας– τον φασισμό, τον αυταρχισμό, το έλλειμμα δημοκρατίας, κι εκεί συναντήθηκε με ένα παγκόσμιο κίνημα. Δεν πολέμησε για το ελληνικό έθνος κατά των εχθρών του, αλλά στο όνομα των δημοκρατών Ελλήνων ανέδειξε με τη μουσική του τον «νέο Έλληνα», αυτόν που συναντήθηκε με τον «νέο» Χιλιανό, Ισπανό, Παλαιστίνιο, Τούρκο. Δεν τραγούδησε τη διεθνή συνωμοσία εναντίον του Έλληνα, αλλά έδωσε πολιτική και πολιτισμική υπόσταση «στη φτώχεια», στους περιθωριοποιημένους ιδεολογικά, πολιτικά και κοινωνικά ανθρώπους — Έλληνες και άλλους. Γι’ αυτό η μουσική του απέκτησε οικουμενικότητα.

Η πλατεία έχει πολλές φωνές, και η Αριστερά, αν θέλει να «πιάσει» το βαθύτερο νόημά της, οφείλει πρώτη να αποφύγει τον εύκολο και γι’ αυτή λαϊκισμό που αναπαράγει τα αφοριστικά «εμείς» (ο λαός και τα αφεντικά). Η Αριστερά δεν απειλείται από την πλατεία, απειλείται από την υπονόμευση του ορθού λόγου, του οποίου ήταν κάποτε ο αποκλειστικός φορέας.