Κυριακή 12 Ιουνίου 2011

[Ελλάδα - πολιτική] Σκέψεις με αφορμή την πλατεία Συντάγματος

Βρέθηκα αρκετές φορές στο Σύνταγμα των «αγανακτισμένων», σε αυτή τη νέα, πολυπληθή ομάδα της πλατείας, που την προηγούμενη Κυριακή ξεπέρασε σε όγκο τις 300.000. Παρακολούθησα κι εγώ στη μέση της πλατείας το νέο βήμα δημόσιου διαλόγου, εκεί που κάθε βράδυ διεξάγεται η Γενική Συνέλευση, την οποία πολύ εύστοχα σχολίασε ο Στρατής Μπουρνάζος στα «Ενθέματα» της προηγούμενης Κυριακής. Η Γενική Συνέλευση, οργανωμένη παραδειγματικά, με αντίληψη «άμεσης δημοκρατίας» που, όπως και η άρνηση οποιασδήποτε κομματικότητας, έκανε πολλούς να μιλήσουν για απολιτικότητα μέχρι και για υπονόμευση της Δημοκρατίας ή του κοινοβουλευτισμού. Η μη αναφορά όμως σε κόμματα σημαίνει αυτομάτως και την υπονόμευση των κομμάτων και της αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας; Ή μήπως, με αυτό τον τρόπο, εκφράζεται κάτι άλλο;

Μια προσπάθεια επανεφεύρεσης του δημόσιου χώρου

Καταρχάς, το πλήθος μαζεύεται εκεί για να δώσει το «παρών», να πει «καλησπέρα», σε έναν χώρο στον οποίο όλοι μοιράζονται το ίδιο πρόβλημα: αυτό που δημιουργεί η πολιτική του Μνημονίου. Η πολλαπλή εξατομικευμένη αγανάκτηση δεν φτιάχνει μόνο μια μαζική αγανάκτηση, φτιάχνει και αλληλεγγύη, φτιάχνει ανθρωπιά. Το νόημα της πλατείας και της Γενικής της Συνέλευσης, κατά τη γνώμη μου, ακριβώς σε αυτό το σημείο εντοπίζεται: στην ασαφή ακόμη προσπάθεια «επανεφεύρεσης» του τι σημαίνει «παρίσταμαι» και πάλι σε έναν δημόσιο χώρο, του τι σημαίνει το ξαναδηλώνω ως άτομο το «Καλησπέρα» μου στην ομήγυρη, μην περιμένοντας από τις «32» ή τις «132» κομματικές, πνευματικές, συνδικαλιστικές, τηλεοπτικές προσωπικότητες να το οικειοποιηθούν αυτονόητα. Σε αυτή την κρίσιμη φάση, η πλατεία οικοδομεί την αντίληψη του «είμαι εδώ» μαζί με τους άλλους και προσπαθώ να βρω αυτά που μοιράζομαι ή που ίσως έπρεπε εδώ και καιρό να είχα μοιραστεί.

Η πολιτική του Μνημονίου του ΠΑΣΟΚ –αλλά και η πολιτική προ του Μνημονίου των ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ.–, εκτός του ότι ρήμαξε οικονομικά την κοινωνία, κάνει κάτι πολύ χειρότερο: αναπαράγει και πάλι ένα αυτονόητο, αφοριστικό «εμείς», στο οποίο όσοι εναντιώνονται δεν είναι πατριώτες. Από το είμαστε, προ Μνημονίου –αυτονοήτως–  μέλη του ισχυρού, ικανού για όλα έθνους, γίναμε –και πάλι αυτονοήτως– μέλη ενός ρημαγμένου έθνους. Η προ Μνημονίου κατασκευή του ισχυρού, εκσυγχρονισμένου έθνους, μέλους του κλαμπ των προνομιούχων της οικουμένης (όπου μέσα χώραγαν κατεξοχήν οι «επιτυχημένοι»), οικοδομήθηκε εναντίον του ορθού λόγου, εναντίον της έννοιας του πολίτη, προς δόξαν του καταναλωτή και της εικονικής πολιτικής της τηλεόρασης των πολλών αστέρων. Αντί λοιπόν η κρίση να υποχρεώσει τη σοσιαλιστική κυβέρνηση να αποδομήσει την αντίληψη του αφοριστικού «εμείς» πάνω στο οποίο θεμελιώθηκε το ισχυρό έθνος των χυδαία υπερήφανων καταναλωτών και της ακραίας ιδιοποίησης του δημόσιου καλού, ξαναπήρε το αφοριστικό «εμείς» για να οριοθετήσει αυτήν τη φορά το έθνος των συλλήβδην λωποδυτών και του ακραίου ξεπουλήματος του δημόσιου καλού. «Όλοι μαζί τα φάγαμε», δήλωσε ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, επαναπροσδιορίζοντας έτσι ένα βαθιά, και πάλι, στοχευμένο πολιτικά «εμείς» φοβισμένων πρώην προνομιούχων. Στο όνομα αυτού του «εμείς» απαξιώθηκαν συλλήβδην όλοι οι δημόσιοι θεσμοί –δημόσια εκπαίδευση, δημόσια υγεία– και μαζί τους όλοι οι εργαζόμενοι στον δημόσιο τομέα. Αφοριστικά σχήματα που συμμερίστηκαν αμέσως και κάποιοι από τον αριστερό χώρο — ΔΗ.ΑΡ.: «Να ξεχάσετε όσα ξέρατε οι δημόσιοι υπάλληλοι», δήλωνε με περισσή αριστερή ευαισθησία ο Ν. Τσούκαλης. Από την άλλη μεριά, η στοχοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ, με τον πιο χυδαίο τρόπο (Πάγκαλος, Πεταλωτής), ενίσχυε και ενισχύει τον αφοριστικό τρόπο οριοθέτησης του «εμείς» των εθνοσωτήρων πολιτικών εναντίον των ανεύθυνων, μια φόρμουλα που ιδιαιτέρως διευκολύνει κόμματα όπως το ΛΑΟΣ.

Με την πολιτική του Μνημονίου εδραιώνεται πλέον με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο αυτό που αναδεικνύεται στο πλαίσιο του παγκοσμιοποιημένου νεοφιλελευθερισμού σε όλη την Ευρώπη,  που στην Ελλάδα λόγω της κρίσης επιταχύνθηκε: η συστηματική άσκηση της πολιτικής, εξορθολογιστικά, αλλά εναντίον του ορθού λόγου. Μια εξορθολογιστική πολιτική που θεμελιώνεται στην ακύρωση του ατόμου ως ενεργού πολίτη, και που γι’  αυτό καταντάει απολύτως ανορθολογική. Ανορθολογισμός, και όχι εξορθολογισμός, είναι η συγχώνευση σχολείων και πανεπιστημίων, η συγχώνευση νοσοκομείων. Ανορθολογισμός είναι η οριζόντια περικοπή μισθών και συντάξεων, ανορθολογισμός είναι η άνιση κατανομή των οικονομικών βαρών, ανορθολογισμός είναι η υπονόμευση θεμελιωδών δικαιωμάτων. Ανορθολογισμός, και όχι εξορθολογισμός, είναι να τρέχουν οι υπουργοί να προλάβουν τους αριθμούς που επιβάλλει η Τρόικα, ξεχνώντας ότι η δημοκρατία θεμελιώθηκε στον ορθό λόγο, στον άνθρωπο, πολιτικό υποκείμενο. Ο Αντώνης Λιάκος, σε ένα πολύ καλό άρθρο του για την κρίση («Μερικές ιδέες για να σκεφτούμε ξανά την κρίση», The books journal, τχ. 6, Απρίλιος 2011· βλ. tinyurl.com/6cy5yen), εξηγώντας την επιβολή στην παγκόσμια οικονομία της Ινδίας και της Κίνας, έκανε λόγο για οριστική αποαποικιοποίηση. Κατανοώντας απολύτως τι θέλει να πει, θα έλεγα ωστόσο ότι μέσω της Ανατολής, μέσω του εργασιακού Μεσαίωνα της Ανατολής, επαναποικιοποιείται και πάλι όχι η Ανατολή αυτή τη φορά, αλλά η έννοια του πολίτη μιας παγκόσμιας «Ανατολής» από μια παγκόσμια «Δύση», η οποία στο όνομα του εξορθολογισμού των αριθμών και του κέρδους αφήνει πίσω της ό,τι κατέκτησε η Δύση με τον ορθό λόγο: τους ίδιους τους ανθρώπους, ως πολιτικά υποκείμενα.

Η διεκδίκηση μιας πολιτικής του ορθού λόγου

Στην πλατεία λοιπόν αναζητείται, έστω και με σπασμωδικό, μη πολιτικά στοχευμένο τρόπο, η ατομική ευθύνη για το περιεχόμενο του «Καλησπέρα», αναζητούνται οι τρόποι εξοικείωσης και πάλι με το ξαναϋπογράφουμε μαζί και όχι ερήμην μας το νέο συμβόλαιο. Ωστόσο, η διεκδίκηση μιας πολιτικής του ορθού λόγου προϋποθέτει τη συγκρότηση μετώπου εναντίον του ανορθολογισμού, απ’ όπου κι αν αυτός απορρέει. Ο «λαός» ή το «έθνος» ως αδιαφοροποίητες ταξικά, ιδεολογικά και πολιτικά κατηγορίες συνιστούν τη βάση του ανορθολογισμού, τη νομιμοποιητική βάση άλλωστε, έστω κι από άλλο δρόμο, και του εξορθολογιστικού ανορθολογισμού. Οι εθνοσωτηριακού χαρακτήρα προσωπικότητες ή κινήσεις, οι «Σπίθες» που απευθύνονται σε ένα έθνος πανταχόθεν απειλούμενο, που επιδιώκουν παλλαϊκή και πανεθνική συσπείρωση εναντίον των εχθρών του έθνους (σιωνιστές, Ευρωπαίους, Τούρκους), ανάμεσα στους οποίους και οι «ξεπουλημένοι πολιτικοί», καταργούν τελικά τη θεμελιώδη αρχή της πολιτικής: τη συγκρότηση με ορθολογικό τρόπο –δηλαδή ταξικό και ιδεολογικό– πολιτικών μετώπων, και όχι την υπερβατική, αφοριστική συσπείρωση του έθνους εναντίον των εχθρών του. Σε στιγμές μεγάλης κρίσης, το οποιοδήποτε κίνημα, για να είναι ανατρεπτικό, για να είναι επαναστατικό, οφείλει στο πλαίσιο του να διεκδικεί την ανάδειξη ενός «νέου, σε σχέση με το μόλις χτες, ανθρώπου», ενός «νέου» συνειδητοποιημένου πολίτη. Τα εφησυχαστικά σχήματα, πολύ παλιάς κοπής, περί «έθνους και των εχθρών του», δεν ανέτρεψαν τίποτε άλλο παρά μόνο την ίδια την ουσία της πολιτικής: τον πολίτη, υπεύθυνο απέναντι στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της κοινωνίας. Ο Μίκης Θεοδωράκης πολέμησε –προς τιμήν του και προς τιμήν μας– τον φασισμό, τον αυταρχισμό, το έλλειμμα δημοκρατίας, κι εκεί συναντήθηκε με ένα παγκόσμιο κίνημα. Δεν πολέμησε για το ελληνικό έθνος κατά των εχθρών του, αλλά στο όνομα των δημοκρατών Ελλήνων ανέδειξε με τη μουσική του τον «νέο Έλληνα», αυτόν που συναντήθηκε με τον «νέο» Χιλιανό, Ισπανό, Παλαιστίνιο, Τούρκο. Δεν τραγούδησε τη διεθνή συνωμοσία εναντίον του Έλληνα, αλλά έδωσε πολιτική και πολιτισμική υπόσταση «στη φτώχεια», στους περιθωριοποιημένους ιδεολογικά, πολιτικά και κοινωνικά ανθρώπους — Έλληνες και άλλους. Γι’ αυτό η μουσική του απέκτησε οικουμενικότητα.

Η πλατεία έχει πολλές φωνές, και η Αριστερά, αν θέλει να «πιάσει» το βαθύτερο νόημά της, οφείλει πρώτη να αποφύγει τον εύκολο και γι’ αυτή λαϊκισμό που αναπαράγει τα αφοριστικά «εμείς» (ο λαός και τα αφεντικά). Η Αριστερά δεν απειλείται από την πλατεία, απειλείται από την υπονόμευση του ορθού λόγου, του οποίου ήταν κάποτε ο αποκλειστικός φορέας.