Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2013

[Κύπρος] Γλαύκος Κληρίδης (1919-2013) : Ο ι­δρυ­τής της κυ­πρια­κής Δε­ξιάς

Ο Γλαύ­κος Κλη­ρί­δης α­νή­κε στη «νέ­α» γε­νιά των κύ­πριων πο­λι­τι­κών, που εμ­φα­νί­στη­καν την ε­πο­χή της Ε­Ο­ΚΑ και γεν­νη­θή­καν πο­λι­τι­κά μα­ζί με την Ανε­ξαρ­τη­σία της Κύ­πρου το 1959. Ήταν, λοι­πόν, «α­νε­ξαρ­τη­σια­κός» πο­λι­τι­κός, έ­τσι ό­πως την Ανε­ξαρ­τη­σία την ό­ρι­ζε ε­κεί­νη την ε­πο­χή ο ε­θναρ­χι­σμός του Μα­κά­ριου σε συμ­φω­νία με τους α­γω­νι­στές της Ε­Ο­ΚΑ, κα­θώς ε­πί­σης και η Ελλά­δα και οι συ­σχε­τι­σμοί στο να­τοϊκό στρα­τό­πε­δο. Ο Κλη­ρί­δης, λοι­πόν, α­κού­μπη­σε στα πρώ­τα βή­μα­τα της πο­λι­τι­κής του ζωής σε δύο πο­λι­τι­κό-πο­λι­τι­σμι­κά πε­ρι­βάλ­λο­ντα: έ­να «ε­θναρ­χι­κό», στο ο­ποίο οι ρί­ζες της α­νε­ξαρ­τη­σια­κής ταυ­τό­τη­τας βυ­θί­ζο­νταν ι­στο­ρι­κά στα α­λυ­τρω­τι­κά σχή­μα­τα της ε­θνι­κο­φρο­σύ­νης και της Ένω­σης, και σε έ­να διε­θνές και ελ­λη­νι­κό πε­ρι­βάλ­λον, στο ο­ποίο η α­νε­ξαρ­τη­σια­κή ταυ­τό­τη­τα φτια­χνό­ταν α­πό τα υ­λι­κά των συμ­φε­ρό­ντων με­γά­λου μέ­ρους της «εκ­συγ­χρο­νι­στι­κής» α­στι­κής τά­ξης αλ­λά και του διε­θνούς ρε­α­λι­σμού. Ωστό­σο, ω­ρί­μα­σε πο­λι­τι­κά μέ­σα στις δύ­σκο­λες συν­θή­κες του α­νε­ξάρ­τη­του κρά­τους, στο ο­ποίο κα­τεί­χε πρω­τα­γω­νι­στι­κή θέ­ση, ως ο ε­πί πολ­λά χρό­νια πρό­ε­δρος της κυ­πρια­κής Βου­λής, αλ­λά και ως ο εκ­πρό­σω­πος της ελ­λη­νο­κυ­πρια­κής κοι­νό­τη­τας στις δι­κοι­νο­τι­κές συ­νο­μι­λίες, με­τα­ξύ 1968 και 1974.

Το σχή­μα της ε­θναρ­χι­κής α­νε­ξαρ­τη­σίας του Μα­κά­ριου, μέ­σα α­πό το ο­ποίο α­να­πα­ρά­γο­νταν οι α­δρά­νειες ε­νός μα­κρού, ε­θνο­θρη­σκευ­τι­κού πα­ρελ­θό­ντος, δη­μιουρ­γού­σε γι’ αυ­τό τον α­στό πο­λι­τι­κό ε­πι­κίν­δυ­νες ε­πι­πλο­κές, με θα­νά­σι­μες πα­γί­δες. Ο Κλη­ρί­δης α­νέ­πτυσ­σε την ταυ­τό­τη­τα του Έλλη­να α­στού πο­λι­τι­κού της Κύ­πρου, για τον ο­ποίο το α­νε­ξάρ­τη­το κυ­πρια­κό κρά­τος έ­πρε­πε να εκ­συγ­χρο­νί­ζε­ται ε­ναρ­μο­νι­σμέ­νο με τα συμ­φέ­ρο­ντα του ελ­λη­νι­κού κρά­τους, ό­πως αυ­τά δια­μορ­φώ­νο­νταν στο πλαί­σιο του δυ­τι­κού στρα­το­πέ­δου. Όσο η ελ­λη­νι­κή, α­στι­κή τά­ξη της Κύ­πρου πα­ρέ­με­νε α­δύ­να­μη, κα­τα­κερ­μα­τι­σμέ­νη και δι­χα­σμέ­νη α­νά­με­σα στον Μα­κά­ριο και τον Γρί­βα, ο Κλη­ρί­δης πα­ρέ­με­νε α­φο­σιω­μέ­νος στον Μα­κά­ριο και την ε­θναρ­χι­κή α­νε­ξαρ­τη­σία, κι αυ­τό πα­ρά τη δια­φω­νία του σε μεί­ζο­να θέ­μα­τα, ό­πως αυ­τό της, μο­νο­με­ρούς και χω­ρίς τη συ­ναί­νε­ση της Ελλά­δας, α­να­θεώ­ρη­σης των 13 ση­μείων του κυ­πρια­κού Συ­ντάγ­μα­τος.

Στην ε­ξαι­ρε­τι­κά κρί­σι­μη πε­ρίο­δο των δι­κοι­νο­τι­κών συ­νο­μι­λιών (1968-1974), ό­που το πα­ρα­κρά­τος δρού­σε α­νε­ξέ­λε­γκτο και η ελ­λη­νι­κή χού­ντα με τα κυ­πρια­κά της πα­ρα­κλά­δια α­πλω­νό­ταν σε αυ­τό, ε­νώ ο Μα­κά­ριος α­δυ­να­τού­σε να κα­τα­νοή­σει τη ση­μα­σία, σε ε­κεί­νες τις δύ­σκο­λες συν­θή­κες, που εί­χε για το κυ­πρια­κό κρά­τος η «ε­πα­νί­δρυ­σή» του ως δι­κοι­νο­τι­κού, ο Κλη­ρί­δης έ­κα­νε τη ρή­ξη. Μα­ζί με τον Τάσ­σο Πα­πα­δό­που­λο και τον Πο­λύ­καρ­πο Γεωρ­κάτ­ζη και με τη στή­ρι­ξη με­λών της ι­σχυ­ρής, χά­ρη στο κρά­τος, α­στι­κής τά­ξης και του α­γρο­τι­κού κό­σμου στον ο­ποίο ο Γεωρ­κάτ­ζης έ­λεγ­χε ό­λα τα ε­θνι­κι­στι­κά σω­μα­τεία, α­πο­φά­σι­σε το 1969 να συ­νε­νώ­σει τα κα­τα­κερ­μα­τι­σμέ­να κομ­μά­τια του α­στι­κού, πο­λι­τι­κού κό­σμου. Ίδρυ­σε το «Ενιαίο Κόμ­μα» με «κε­ντρο­δε­ξιό πο­λι­τι­κό προ­σα­να­το­λι­σμό», κα­τά τη δια­τύ­πω­σή του, και με σα­φέ­στα­τα «φι­λο­δυ­τι­κό», ε­πο­μέ­νως α­ντι­κομ­μου­νι­στι­κό προ­σα­να­το­λι­σμό. Η ί­δρυ­ση αυ­τού του κόμ­μα­τος α­πο­τέ­λε­σε το­μή για την κυ­πρια­κή πο­λι­τι­κή ζωή, πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο που το μο­να­δι­κό πο­λι­τι­κό κόμ­μα που υ­πήρ­χε στην Κύ­προ, ή­δη α­πό το 1941, ή­ταν το Α­ΚΕΛ. Σε α­ντί­θε­ση, λοι­πόν, με τον α­ρι­στε­ρό χώ­ρο, ο ο­ποίος ο­ρί­στη­κε ι­στο­ρι­κά στην Κύ­προ έ­ξω α­πό τον ε­θναρ­χι­κό χώ­ρο, άλ­λο­τε σε σφο­δρή σύ­γκρου­ση με αυ­τόν άλ­λο­τε σε συμ­μα­χία (α­πό το 1960 και με­τά), ο δε­ξιός πο­λι­τι­κός χώ­ρος υ­πήρ­χε χά­ρη στον ε­θναρ­χι­σμό, κά­τω α­πό τα ρά­σα της Εκκλη­σίας.

Δε­ξιός χώ­ρος έ­ξω α­πό τον ε­θναρ­χι­κό

Υπό την α­πει­λή, λοι­πόν, ό­τι το Α­ΚΕΛ ε­λέγ­χει τον κοι­νω­νι­κό και πο­λι­τι­κό χώ­ρο και με δε­δο­μέ­νο ό­τι ο ε­θναρ­χι­κός ρό­λος του Μα­κά­ριου ή­ταν πλέ­ον δια­πραγ­μα­τεύ­σι­μος, ο Κλη­ρί­δης α­πο­φά­σι­σε τη σχε­τι­κή αυ­το­νό­μη­ση της α­στι­κής δε­ξιάς α­πό το ε­θναρ­χι­κό μέ­τω­πο. Όπως ο ί­διος ε­ξη­γεί: «εί­χα τη βε­βαιό­τη­τα ό­τι η κα­τά­στα­ση ή­ταν πο­λι­τι­κά αρ­ρω­στη­μέ­νη […]. Εί­χα ε­πί­σης την ά­πο­ψη ό­τι ο ρό­λος της εκ­κλη­σίας στην πο­λι­τι­κή ζωή του τό­που έ­πρε­πε να ε­πα­να­προσ­διο­ρι­σθεί. Πί­στευα ό­τι αν και η εκ­κλη­σία εί­χε δι­καίω­μα να έ­χει φω­νή στα πο­λι­τι­κά πράγ­μα­τα, ω­στό­σο δεν έ­πρε­πε να εί­ναι η κυ­ρίαρ­χη φω­νή ή ε­ξου­σία στην πο­λι­τι­κή ζωή της Κύ­πρου, […] ό­τι τα πο­λι­τι­κά κόμ­μα­τα α­πο­τε­λούν βα­σι­κό συ­στα­τι­κό στοι­χείο της πο­λι­τι­κής ζωής και ό­τι ή­ταν α­πα­ρά­δε­κτο το έ­να και μο­να­δι­κό κόμ­μα να εί­ναι της α­ρι­στε­ράς, τη στιγ­μή που η συ­ντρι­πτι­κή πλειο­ψη­φία των Ελλή­νων, οι ο­ποίοι δεν ή­ταν α­ρι­στε­ροί, δεν εί­χαν πο­λι­τι­κά κόμ­μα­τα, με α­πο­τέ­λε­σμα να εμ­φα­νί­ζο­νται έ­τσι πο­λι­τι­κά κα­θυ­στε­ρη­μέ­νοι και με με­σαιω­νι­κή α­ντί­λη­ψη και νοο­τρο­πία» (Η Κα­τά­θε­σή μου, τ. 2, σς. 329-330). Για πρώ­τη φο­ρά, λοι­πόν, η δε­ξιά στην Κύ­προ ό­ρι­σε το δι­κό της πο­λι­τι­κό χώ­ρο, έ­ξω α­πό τον ε­θναρ­χι­κό της εκ­κλη­σια­στι­κής ιε­ραρ­χίας.

Αυ­τό το δε­ξιό, «εκ­συγ­χρο­νι­στι­κό» κόμ­μα που συ­σπεί­ρω­σε με­γά­λο τμή­μα της α­στι­κής τά­ξης της Κύ­πρου, αλ­λά και ό­λα τα α­κρο-δε­ξιά, ε­θνι­κι­στι­κά σω­μα­τεία και συλ­λό­γους της Κύ­πρου, έ­γι­νε φο­ρέ­ας μιας λαϊκής, ε­θνι­κι­στι­κής ι­δε­ο­λο­γίας, για την ο­ποία ο α­γώ­νας της Ε­Ο­ΚΑ συ­νι­στού­σε τη με­γά­λη το­μή. Τα α­στι­κά στρώ­μα­τα, λοι­πόν, της Κύ­πρου α­πο­φά­σι­σαν με αυ­τό το κόμ­μα να ση­μα­σιο­δο­τή­σουν και να δια­χει­ρι­στούν την ελ­λη­νι­κό­τη­τα σε κυ­πρια­κό πλαί­σιο, ως προ­νο­μια­κοί ε­ντο­λο­δό­χοι της Μη­τέ­ρας Πα­τρί­δας. Σε αυ­τή την ι­δε­ο­λο­γία, ό­ποιο κόμ­μα ή­ταν κα­τά της Ελλά­δας, ή­ταν αν­θελ­λη­νι­κό και αμ­φι­σβη­τού­σε την ί­δια την ταυ­τό­τη­τα των Ελλη­νο­κυ­πρίων. Η αιώ­νια Ελλά­δα έ­γι­νε η πη­γή της νο­μι­μο­ποίη­σης της κυ­πρια­κής, α­στι­κής δε­ξιάς και η α­πό­δει­ξη του προ­δο­τι­κού χα­ρα­κτή­ρα του α­ρι­στε­ρού α­ντί­πα­λου: του Α­ΚΕΛ. Ο Κλη­ρί­δης με το κόμ­μα που ί­δρυ­σε έ­θε­σε με κο­σμι­κούς ό­ρους το ό­ριο της διαί­ρε­σης α­νά­με­σα στη Δε­ξιά και την Αρι­στε­ρά.

Με­τά την τουρ­κι­κή ει­σβο­λή

Το ελ­λη­νι­κό πρα­ξι­κό­πη­μα και η τουρ­κι­κή ει­σβο­λή στη Κύ­προ α­νέ­τρε­ψαν, βίαια και ο­δυ­νη­ρά, την προ­η­γού­με­νη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Τα α­στι­κά στρώ­μα­τα βρέ­θη­καν και πά­λι δια­σπα­σμέ­να και κα­τα­κερ­μα­τι­σμέ­να πο­λι­τι­κά. Ένα μέ­ρος των α­στι­κών στρω­μά­των α­πο­φά­σι­σε να συ­γκρο­τή­σει έ­να κε­ντρώο κόμ­μα (Δη­μο­κρα­τι­κό Κόμ­μα –ΔΗ­ΚΟ), του ο­ποίου η κύ­ρια ταυ­τό­τη­τα ή­ταν αυ­τή του πι­στού και α­με­τα­κί­νη­του κλη­ρο­νό­μου της μα­κα­ρια­κής κλη­ρο­νο­μιάς. Το κόμ­μα αυ­τό α­να­λάμ­βα­νε το ρό­λο του α­να­πα­ρα­γω­γού με κο­σμι­κούς ό­ρους του ε­θναρ­χι­σμού, σύμ­φω­να με τον ο­ποίο το κρά­τος έ­πρε­πε να εί­ναι α­νε­ξάρ­τη­το αλ­λά ε­θναρ­χι­κό. Ο Κλη­ρί­δης, α­ντι­θέ­τως, α­πο­φά­σι­σε να συ­γκρο­τή­σει εκ νέ­ου τη δε­ξιά, ι­δρύο­ντας το 1976 έ­να νέο κόμ­μα –τον Δη­μο­κρα­τι­κό Συ­να­γερ­μό (ΔΗ­ΣΥ)– στο ο­ποίο συμ­με­τεί­χαν πολ­λά α­πό τα στε­λέ­χη του προ­η­γού­με­νου κόμ­μα­τος και άλ­λων προ­πο­λε­μι­κών κομ­μά­των. Το νέο αυ­τό κόμ­μα, φτιαγ­μέ­νο α­πό πολ­λά α­πό τα πα­λιά υ­λι­κά του προ­η­γού­με­νου κόμ­μα­τος, γι­νό­ταν φο­ρέ­ας μιας εκ­συγ­χρο­νι­στι­κής, δυ­τι­κό­στρο­φης και πά­ντα α­ντι­κο­μου­νι­στι­κής δε­ξιάς, της ο­ποίας η α­πο­στο­λή ή­τα­ν: «την πα­τρί­δα ουκ ε­λάτ­τω πα­ρα­δώ­σω». Η λύ­ση του κυ­πρια­κού με βά­ση τις α­πο­φά­σεις του Ο­ΗΕ και σε α­γα­στή σύ­μπνοια με τις ελ­λη­νι­κές κυ­βερ­νή­σεις έ­γι­ναν η ση­μαία του ΔΗ­ΣΥ.

Ο ε­θνι­κι­σμός και ο εκ­συγ­χρο­νι­σμός α­πο­τέ­λε­σαν τα συ­γκολ­λη­τι­κά στοι­χεία της πα­λιάς και της νέ­ας δε­ξιάς ταυ­τό­τη­τας: το βο­λι­κό σχή­μα, σύμ­φω­να με το ο­ποίο για ό­λα έ­φται­γε η ελ­λη­νι­κή χού­ντα, ε­ξά­γνι­σε τους κύ­πριους συ­νερ­γά­τες της χού­ντας, και ε­πέ­τρε­ψε στις εκ­συγ­χρο­νι­στι­κές ο­μά­δες να ξα­να­φτιά­ξουν έ­να με­γά­λο χρό­νο, στον ο­ποίο ό­λοι οι κα­λοί Έλλη­νες της Κύ­πρου χώ­ρα­γαν. Από την άλ­λη με­ριά, η ει­σβο­λή α­πο­δό­θη­κε στη βαρ­βα­ρό­τη­τα της Τουρ­κίας, αλ­λά και στα «λά­θη» της τό­τε κυ­πρια­κής η­γε­σίας. Το ο­δυ­νη­ρό πα­ρελ­θόν σκε­πά­στη­κε και ό­λα ξε­κί­να­γαν α­πό το ’74 και με­τά. Ο Κλη­ρί­δης, δε­ξιός, εκ­συγ­χρο­νι­στής πο­λι­τι­κός, δεν προ­σπά­θη­σε να συν­δέ­σει την ο­μο­σπον­δία με τη λαϊκή ι­δε­ο­λο­γία, να την κα­τα­στή­σει α­ξία αυ­τής της λαϊκής κουλ­τού­ρας. Ανή­κε σε αυ­τή την κυ­πρια­κή α­στι­κή τά­ξη, για την ο­ποία η ο­μο­σπον­δία ή­ταν έ­να ε­πί­κτη­το, ρε­α­λι­στι­κό στοι­χείο της ελ­λη­νι­κής ταυ­τό­τη­τας, κα­ταρ­χάς α­πο­δε­κτό α­πό την Ελλά­δα και το δυ­τι­κό κό­σμο. Δεν εγ­γρα­φό­ταν που­θε­νά στην κυ­πρια­κή ι­στο­ρία. Ο ρε­α­λι­σμός του συ­μπυ­κνω­νό­ταν στο δόγ­μα της σύ­μπρα­ξης με την Ελλά­δα, σε αρ­μο­νία με το δυ­τι­κό, διε­θνές πε­ρι­βάλ­λον.

Ση­μα­ντι­κός η­γέ­της

Στην πρώ­τη προ­ε­δρία του (1993-1998), η ρε­α­λι­στι­κή πο­λι­τι­κή που α­σκού­σε του ε­πέ­τρε­ψε να α­πο­δε­χτεί τις δι­κοι­νο­τι­κές συ­νο­μι­λίες. Συγ­χρό­νως, ό­μως, του ε­πέ­βα­λε την πλή­ρη α­πο­δο­χή και σύ­μπλευ­ση με το ε­νιαίο α­μυ­ντι­κό δόγ­μα του Γερ. Αρσέ­νη που α­κύ­ρω­νε την ο­μο­σπον­δία. Στη δεύ­τε­ρη προ­ε­δρία του (1998-2002) ω­στό­σο, ει­δι­κά προς το τέ­λος, ο Κλη­ρί­δης έ­κα­νε τη με­γά­λη ρή­ξη στην πο­λι­τι­κή ζωή του. Με τη θέ­ση που πή­ρε υ­πέρ του σχε­δίου Ανάν, α­νέ­τρε­ψε τη δε­ξιά ατ­ζέ­ντα: κα­τέ­στη­σε για πρώ­τη φο­ρά τη συ­νύ­παρ­ξη με τους Τουρ­κο­κύ­πριους σε έ­να ο­μό­σπον­δο κρά­τος δο­μι­κό στοι­χείο της ταυ­τό­τη­τας των Ελλη­νο­κύ­πριων. Ακό­μη κι αν αυ­τό υ­πα­γο­ρεύ­τη­κε α­πό έ­να ρε­α­λι­σμό που η ευ­ρω­παϊκή πο­ρεία της Κύ­πρου και η πο­λι­τι­κή της Ελλά­δας υ­πέ­βα­λαν, δεν μειώ­νει κα­θό­λου τον α­να­τρε­πτι­κό χα­ρα­κτή­ρα μιας θέ­σης έ­ξω ε­ντε­λώς α­πό τον πο­λι­τι­σμι­κό ο­ρί­ζο­ντα της δε­ξιάς.

Δεν ξέ­ρω αν ο Κλη­ρί­δης ή­ταν με­γά­λος πο­λι­τι­κός. Ένα εί­ναι βέ­βαιο, ω­στό­σο. Ήταν έ­νας πο­λι­τι­κός της ε­πο­χής του, που δεν θέ­λη­σε να οι­κειο­ποιη­θεί κα­νέ­ναν ε­θναρ­χι­κό ρό­λο για να μεί­νει στην ι­στο­ρία ως με­γά­λος η­γέ­της. Ανα­με­τρή­θη­κε με την ι­στο­ρία με τα ό­πλα της ι­δε­ο­λο­γίας του και της πο­λι­τι­κό-πο­λι­τι­σμι­κής ταυ­τό­τη­τάς του. Αυ­τό τον κα­θι­στά ση­μα­ντι­κό η­γέ­τη. 


Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Εποχή

Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2013

[Ελλάδα - εξωτερική πολιτική] Ελληνική εξωτερική πολιτική: σε αναζήτηση «Προστάτιδος Δυνάμεως»

Η κρίσιμη κατάσταση στη Συρία, και εν γένει στη Μέση Ανατολή, και η σπουδή με την οποία η ελληνική κυβέρνηση συντάχθηκε με τις ΗΠΑ θέτουν επιτακτικά το ερώτημα: Τι είδους εξωτερική πολιτική έχει η χώρα; Το δόγμα που με υπερηφάνεια διακινεί η κυβέρνηση («η Ελλάδα παράγοντας σταθερότητας και ειρήνης στην περιοχή») είναι κενό περιεχομένου, καλύπτοντας με στόμφο μια εντελώς ετεροπροσδιορισμένη, αντιδημοκρατική, και γι’ αυτό επικίνδυνη πολιτική. Τα κόμματα εξουσίας (Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ) τις τελευταίες δεκαετίες δεν παράγουν πολιτική, ούτε εσωτερική ούτε εξωτερική. Η ελληνική κυβέρνηση σήμερα επικαιροποιεί, σε νεοφιλελεύθερη εκδοχή, την παλαιά λογική των Προστάτιδων Δυνάμεων, με τις οποίες το εθνικό συμφέρον πρέπει να συμπλέει.Η ικανότητα της κυβέρνησης εξαρτάται από τον βαθμό καλής διερμηνείας της πολιτικής των Προστάτιδων σε μια αντιδημοκρατική, εθνικιστική διάλεκτο. Ένα έργο που έχει παιχτεί πολλές φορές, από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα, οδηγώντας τους μεν πολλούς σε εθνική καταστροφή, τους δε λίγους σε υψηλές πράξεις σωτηρίας!
 
Η εξωτερική (και η εσωτερική) πολιτική της προσκόλλησης σε προστάτες, παρά τα εύσημα του ρεαλισμού που διεκδικεί, είναι ανεδαφική, αντεθνική και επικίνδυνη. Καταρχάς, διαμορφώνεται με τους γεωστρατηγικούς όρους και τα συμφέροντα του προστάτη, και όχι του μικρού εθνικού κράτους στο πλαίσιο της γειτονιάς του. Η ένταξη του εθνικού συμφέροντος στη γεωστρατηγική μιας Δύναμης το καθιστά ανεδαφικό, αποϊστορικοποιημένο και αποϊδεολογικοποιημένο: ενώ έχει οριστεί σε ιμπεριαλιστικό πλαίσιο, έχει αυτονομηθεί, αποκτώντας μια δική του εθνική ιστορικότητα που πρέπει να εμπνέει την εξωτερική πολιτική. Έτσι, η εξωτερική πολιτική διαμορφώνεται με τη ρητορική ενός μεγάλου εθνικού συμφέροντος (της ισχυρής Ελλάδας), και διεκδικείται με την παθητικότητα και την υποταγή που επιβάλλουν τα συμφέροντα της Προστάτιδας Δύναμης. Η ελληνική εξωτερική πολιτική, εν ολίγοις, διαμορφώνεται στο πλαίσιο του ρόλου του μικρομέγαλου, σε ανταγωνισμό με τον κατεξοχήν μικρομέγαλο της περιοχής: την Τουρκία. Η κυβέρνηση σήμερα θεωρεί ότι με το νέο μεγάλο όραμα –άξονας «Ισραήλ-Κύπρου-Ελλάδας»– η ρακένδυτη Ελλάδα θα γίνει ξανά ισχυρή χώρα, μαζί με την Τουρκία, και εναντίον της συνάμα. Συμμερίζεται λοιπόν πλήρως αλλά και ανταγωνίζεται το ηγεμονικό, νεοφιλελεύθερο όραμα του Ερντογάν για την περιοχή (και για την Ελλάδα), και με αυτό το κριτήριο σύρεται πίσω από τη Γερμανία, σε ό,τι αφορά την εσωτερική πολιτική, και πίσω από τις ΗΠΑ, σε ό,τι αφορά την εξωτερική.

 Εξωτερική πολιτική και Αριστερά

Στη Μέση Ανατολή παίζονται εδώ και χρόνια, με διαφορετικούς τρόπους και ιστορικότητες, οι ίδιες αξίες που παίζονται και στη χώρα μας σήμερα: δημοκρατία, δικαιοσύνη και ειρήνη. Το ερώτημα που τίθεται γιατί τα κινήματα στη Μέση Ανατολή, ενώ ξεκινούν από καταπιεσμένους και φτωχούς, συσπειρώνοντας μεσαία, προοδευτικά και αντικαθεστωτικά στρώματα, τελικά «θρησκειοποιούνται». Και αντί να οδηγήσουν στη δημοκρατία και τη χειραφέτηση οδηγούνται σε «θρησκευτικούς εμφυλίους». Η απάντηση μπορεί να αναζητηθεί στους τρόπους με τους οποίους εξακολουθεί να συνδιαλέγεται η «Δύση» (όπου και η Ρωσία και η Κίνα, όχι μόνο η ΗΠΑ και η ΕΕ, καθώς και οι τοπικοί δορυφόροι τους) με αυτή την περιοχή: με όρους μετώπων στη βάση φυλετικών και θρησκευτικών διαιρέσεων, όρους δηλαδή που υπονομεύουν τη δημοκρατία και επιτρέπουν την αναπαραγωγή ντόπιων πατερναλιστικών δυνάμεων, η εξουσία των οποίων –είτε σε αμοιβαιότητα είτε σε σύγκρουση με τη «Δύση»– ενισχύεται.

Βασικό κλειδί για τον εκδημοκρατισμό και την ειρήνη, την αποθρησκειοποίηση της πολιτικής ζωής σε όλη τη Μέση Ανατολή, την εξουδετέρωση των προστάτιδων και πατερναλιστικών δυνάμεων, ντόπιων και διεθνών, είναι η λύση του Παλαιστινιακού με δημοκρατία και δικαιοσύνη, και για τους δύο λαούς. Κι αυτό γιατί το Παλαιστινιακό είναι «ο ιερός τόπος» αναπαραγωγής του φυλετισμού και των θρησκευτικών διαιρέσεων, ο «ιερός τόπος» αναπαραγωγής του παγκόσμιου και τοπικού ηγεμονισμού. Χωρίς τη λύση του, κάθε συζήτηση για τη Μέση Ανατολή είναι άνευ νοήματος. Θα παραμένει το «ευέλικτο ταμπόν» που προσαρμόζεται, με συγκρούσεις ή επιβεβλημένη ειρήνη, στις αντιπαραθέσεις των μεγάλων και μικρών δυνάμεων.

Μια αντιιμπεριαλιστική εξωτερική πολιτική της Αριστεράς έχει ως προϋπόθεση τη διαμόρφωση μετώπων βάσει αρχών –δημοκρατία, δικαιοσύνη, ειρήνη–, και όχι στη βάση του ποιος πολεμά αποτελεσματικότερα τον κατεξοχήν ιμπεριαλιστή, τις ΗΠΑ και την Ε.Ε. Ούτε η «Δύση» ούτε ο ιμπεριαλισμός έχουν σήμερα ένα και μοναδικό πρόσωπο: για την Αριστερά αυτό πρέπει να είναι ξεκάθαρο, διαφορετικά αναπαράγει εξ αριστερών τη λογική της Προστάτιδας Δύναμης. Η αριστερή εξωτερική πολιτική πρέπει να στοχεύει σε δύο κατευθύνσεις: στο κινηματικό και στο θεσμικό, σε πλήρη αμοιβαιότητα. Σε κινηματικό επίπεδο, ιδίως σε ό,τι αφορά τη Μέση Ανατολή, χρειάζεται σύσφιξη σχέσεων, εκτός όλων των άλλων, με το γυναικείο κίνημα, όσο και όπου υπάρχει, αλλά και προσπάθεια ανάδειξης –και με τη σύμπραξη της ευρωπαϊκής Αριστεράς– τέτοιων κινημάτων και ζητημάτων. Η δημοκρατία, επομένως ο αντιιμπεριαλισμός στη Μέση Ανατολή, περισσότερο από οπουδήποτε αλλού, περνά από τη χειραφέτηση των γυναικών. Ταυτόχρονα, η δράση του ΣΥΡΙΖΑ στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής Αριστεράς για την εκ βάθρων αλλαγή των όρων συγκρότησης του διαλόγου με την περιοχή μας αποτελεί προτεραιότητα. Ο διάλογος με όρους οριενταλιστικών στερεοτύπων, που οξύνουν τις θρησκευτικές, εθνικές και φυλετικές αντιθέσεις ή δημιουργούν «ζώνες επιρροής» ανάλογα με ηθικού τύπου χαρακτηριστικά κάθε χώρας, ενισχύουν τον αυταρχισμό στην Ε.Ε., δημιουργώντας τον απαραίτητο κατακερματισμό για τη διείσδυση του νεοφιλελευθερισμού και του ιμπεριαλισμού στην περιοχή.

Σε θεσμικό επίπεδο, ο ΟΗΕ μπορεί να αποτελέσει ένα σημαντικό πεδίο διεκδίκησης μιας άλλης πολιτικής. Παρά την καταρράκωση του κύρους του λόγω της σύμπλευσής του με τον ιμπεριαλισμό, αποτελεί ωστόσο τον παγκόσμιο θεσμό όπου η Αριστερά πρέπει να δώσει μάχη, σε συμμαχία με τις χώρες που διεκδικούν δημοκρατία, δικαιοσύνη και ειρήνη, αλλά και υπό την πίεση των αντιιμπεριαλιστικών και φιλειρηνικών κινημάτων. Η μάχη πρέπει να δοθεί για τον ΟΗΕ αλλά και στον ΟΗΕ, για τη δημοκρατία και την ειρήνη στην περιοχή μας. Στον ΟΗΕ, όχι σε ρόλο Προστάτιδας Δύναμης του εθνικού συμφέροντος (όπως τον αντιμετωπίζουν συνήθως οι ελληνικές, αλλά και οι κυπριακές κυβερνήσεις), αλλά ως πεδίο άσκησης δικαίου.

Για να ορίσουμε ωστόσο τα πεδία και τα μέσα μιας αντιιμπεριαλιστικής πολιτικής πρέπει να προσδιορίσουμε την εξωτερική πολιτική όχι με όρους εθνικού συμφέροντος, έτσι όπως το όρισαν οι κυρίαρχες δυνάμεις στο πλαίσιο του ιμπεριαλισμού, του Ψυχρού Πολέμου και της εθνικοφροσύνης, αλλά με όρους δημοκρατίας, δικαίου και κυριαρχικών δικαιωμάτων. Αν το αίτημα είναι δημοκρατία και δικαιοσύνη στην Ελλάδα και την περιοχή –και όχι ισχυρή Ελλάδα– τότε η εξωτερική πολιτική πρέπει να επαναπροσδιοριστεί με βάση αυτές τις αρχές, και όχι οι αρχές να κόβονται και να ράβονται στα μέτρα κάποιου αναλλοίωτου εθνικού συμφέροντος. Η εξωτερική πολιτική είναι προϊόν πολιτικών αποφάσεων, που έχουν ληφθεί δημοκρατικά, και όχι υπακοή σε μια ιερή εντολή που ορίζεται με θρησκευτικούς ή φυλετικούς όρους.

Η αντιιμπεριαλιστική πολιτική δεν συγκροτείται με γνώμονα την αντιπαράθεση στους αντιπάλους του εθνικού συμφέροντος. Αυτό οδηγεί μοιραία σε αναζήτηση Προστάτιδας Δύναμης, υπονομεύοντας το διάβημα για τη συγκρότηση μιας αντιιμπεριαλιστικής εξωτερικής πολιτικής. Το Κυπριακό, τα ελληνοτουρκικά, η ονομασία της ΠΓΜΔ αποτελούν μείζονα ζητήματα εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής, από την έκβαση των οποίων εξαρτάται η θέση της χώρας στην περιοχή αλλά και στη διεθνή κοινότητα. Η λύση τους δεν μπορεί να υπαγορεύεται από ένα «εθνικό δίκαιο» –έστω κι αν αυτό βαφτίζεται αριστερός πατριωτισμός– που υπακούει στη λογική και τις ανάγκες του ’50. Όταν η Αριστερά διεκδικεί, για παράδειγμα, διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία στην Κύπρο, πρέπει να γνωρίζει ότι αυτό προϋποθέτει ευθύ χτύπημα στον εθνικισμό και το εθνικό συμφέρον που παράχθηκε στο πλαίσιό του.

Η χειραφέτηση, η ελευθερία και η ανεξαρτησία, ο αντιιμπεριαλισμός προϋποθέτουν, εντέλει, την ανάληψη της ευθύνης της Ιστορίας. Η Αριστερά είναι η δύναμη που μπορεί να κινητοποιήσει τους ανθρώπους ώστε να αντιμετωπίζουν την Ιστορία και τις διακυμάνσεις της ως ανοικτό πεδίο διεκδικήσεων, και όχι ως μοίρα. Η διεκδίκηση του αναλλοίωτου εθνικού συμφέροντος φτιάχνει εθνική μοίρα, η διεκδίκηση δημοκρατίας για τα θέματα πολιτικής –εσωτερικής και εξωτερικής– φτιάχνει Ιστορία.


Δευτέρα 1 Ιουλίου 2013

[Τουρκία - πάρκο Γκεζί] Η Τουρκία των δύο Τουρκιών;

Όλα ξεκίνησαν όπως κι αλλού μέσω διαδικτύου δι’ ασήμαντον αφορμή, κι όλα πήγαν κάπου που ούτε οι πρώτοι διαδηλωτές της πλατείας Ταξίμ μπορούσαν να φαντασθούν. Το σχέδιο του πρωθυπουργού Ερντογάν για την οθωμανο-εμπορική ανάπλαση του πάρκου Γκεζί αποτέλεσε τη θρυαλλίδα που άναψε μια μεγάλη φωτιά γύρω από την οποία αναμετριόνται δύο Τουρκίες: αυτή του Ερντογάν και μια άλλη η οποία, μέσα από την αντίσταση στον τσαμπουκά του, οριοθετεί επώδυνα την ταυτότητά της. Μια άλλη Τουρκία, ετερόκλητη –οικολογική, αντιϊσλαμική, αριστερή, κεμαλική, κοσμική, αντικαπιταλιστική, κλπ- την οποία ο ίδιος ο Ερντογάν με την αυταρχική και βίαιη αντίδρασή του στις διαδηλώσεις, την υπέδειξε ως ενιαία: ως ξενοκίνητη Τουρκία της αντίδρασης, της καθυστέρησης, και του πλιάτσικου, απέναντι στη νέα Τουρκία, της εθνικής ηθικής και ανάπτυξης, της επιτυχίας και της ευημερίας.

Στην πλατεία Ταξίμ δεν συγκρούονται δύο εκ των προτέρων διαμορφωμένες και με συνείδηση του εαυτού τους Τουρκίες, αντιθέτως και οι δύο διαμορφώνονται στο πλαίσιο της σύγκρουσης. Η Τουρκία του Ερντογάν διεκδικεί την οριστική επιβολή της ηγεμονίας της, η άλλη την άρνηση της ύπαρξής της. Η ίδια η γεωγραφία της σύγκρουσης δείχνει ότι η διαίρεση στην Τουρκία δεν είναι ανάμεσα στον κεμαλισμό και τον ισλαμισμό (άλλωστε ποτέ δεν ήταν, παρά μόνο προσχηματικά για την εμπέδωση ενός δεξιού συντηρητισμού που οφείλει πολλά και στον κεμαλισμό και στον ισλαμισμό). Εναντίον του Ερντογάν δεν ξεσηκώθηκε η παραδοσιακή γεωγραφικά, κεμαλική Τουρκία, ξεσηκώθηκαν και πόλεις που θεωρούνταν άντρα του ισλαμισμού (για παράδειγμα Ικόνιο). Μια άλλη πολιτική γεωγραφία λοιπόν διαμορφώνεται που δεν έχει σχέση με παραδοσιακού τύπου διαιρέσεις.

Ο Ερντογάν το 2002 ανέβηκε στην εξουσία με την υπόσχεση μιας νέας Τουρκίας, δημοκρατικής και ευρωπαϊκής. Ανέβηκε δηλαδή στην εξουσία, υποσχόμενος να ξαναβρεί και να αποκαταστήσει το, κομμένο και χαμένο μέσα σε τόνους αίματος, φυλακίσεων και πραξικοπημάτων, νήμα του μόνιμου αιτήματος για δημοκρατία σε αυτήν τη χώρα. Στο όνομα αυτού του νήματος τον ψήφισαν ακόμη και αριστεροί, στο όνομα αυτού του νήματος προέβη σε μεταρρυθμίσεις εκδημοκρατισμού. Το συμβόλαιο λοιπόν που συνήψε ο Ερντογάν με την κοινωνία το 2002 δεν ήταν στο όνομα μιας νέας ηγεμονίας απέναντι στην κεμαλική ηγεμονία, ήταν στο όνομα της δημοκρατίας, και γι αυτό εναντίον του φορέα της κεμαλικής ηγεμονίας (του στρατού)! Το 2002 ένα μεγάλο μέρος των Τούρκων ψήφισε για να θάψει οριστικά τον μεγάλο ηγέτη (Μουσταφά Κεμάλ) που στοίχειωνε την κοινωνία  –δεν ψήφισε για να τον αντικαταστήσει με έναν άλλο. Το Ισλάμ αποτελούσε στοιχείο αυτού του νέου δημοκρατικού συμβολαίου, δεν ήταν το συμβόλαιο. Ωστόσο όσο το ΑΚΠ ενίσχυε τη δύναμή του, τόσο επεδίωκε την εγκαθίδρυση μιας νέας, αδιαμφισβήτητης ηγεμονίας, μιας νεοσυντηρητικής (και γι αυτό θρησκευτικής), νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας. Αν ο ισλαμισμός ενίσχυσε κάποτε τον συντηρητισμό του δεξιού, κεμαλικού κράτους, ο ισλαμισμός του Ερντογάν ενίσχυε τον νεοσυντηρητισμό ενός δεξιού, αντικεμαλικού κράτους. Το κράτος μεταβαλλόταν σε έναν ισχυρό μηχανισμό του νέου νόμου και της νέας τάξης, που αναπαρήγαγε την ίδια πάντα, βολική για τη δεξιά, διαίρεση (Ισλάμ-κεμαλισμός).

Ο ίδιος ενσάρκωνε το νέο κράτος, ο ίδιος γινόταν ο απόλυτος φορέας του νέου μηνύματος, του νέου εθνικού μυστικού εναντίον του μυστικού που κάποτε το έθνος είχε εμπιστευτεί στον Μουσταφά Κεμάλ. Το Ισλάμ –όπως το εργαλειοποιούσε ο ηγέτης- μεταβαλλόταν από στοιχείο δημοκρατίας σε ιστορικό φορέα των αμετακίνητων αξιών μιας φαντασιακής, αδιάφθορης και πατριωτικής Ανατολίας. Προκειμένου να εγκαταστήσει τη νέα ηγεμονία ο Ερντογάν έπρεπε να αλλάξει το τοπίο, συμβολικά και πραγματικά. Η Κωνσταντινούπολη ορίσθηκε ως το κέντρο επιβολής της νέας ηγεμονίας, εναντίον της κεμαλικής Άγκυρας. Το οθωμανικό παρελθόν λοιπόν κλήθηκε να νομιμοποιήσει ιστορικά την ηγεμονία του -νεοφιλελεύθερης κοπής- αυταρχισμού στην Τουρκία. Σε μια Κωνσταντινούπολη όπου το οθωμανικό παρελθόν (όπως άλλωστε και το βυζαντινό) ήταν συνεχώς παρόν σαν μια παγωμένη εικόνα, σαν ένα κάδρο στο βάθος, όπου επίσης ο κεμαλισμός πέρασε αλλά δεν κόλλησε, σε αυτή την πόλη –κυρίως στο Ταξίμ- που συνιστά τη ζωντανή υπόμνηση ότι η δημοκρατία συνιστά μια διαρκή εθνική ουτοπία, σε αυτή την Πόλη ο Ερντογάν θέλησε να εγκαθιδρύσει τη νέα ηγεμονία. Και το Ταξίμ έγινε το σύμβολο αντίστασης της άλλης Τουρκίας κατά του νέου ηγεμόνα.

Οι αποκαλούμενες συγκεντρώσεις «Σεβασμού στην Εθνική Βούληση» των οπαδών του επιβεβαιώνουν την υπόθεση ότι στο νέο εθνικό αφήγημα του Ερντογάν η Τουρκία είναι δημοκρατική, επειδή αυτό το εγγυάται η δική του παρουσία. Η λύση του κουρδικού ακριβώς σε αυτό το, αντίπαλο του κεμαλικού, αφήγημα εντασσόταν, σε αυτό το αφήγημα που θα νομιμοποιούσε την προεδρική, ομοσπονδιακή Τουρκία με ηγεμόνα τον ίδιο. Μόνο που η αλλαγή του παλιού αφηγήματος απελευθέρωσε μια νέα για την Τουρκία δημοκρατική δυναμική που ο αυταρχισμός του Ερντογάν δεν ανέχεται, έστω κι αν αυτό αντί για λύση του κουρδικού μπορεί να οδηγήσει σε εμφύλιο, όπως έγραψε ο πάντα καίριος Μουράτ Μπελγκέ.


Δημοσιεύτηκε στο ecoleft.gr

Δευτέρα 17 Ιουνίου 2013

[ΕΡΤ] Το μαύρο στους δέκτες ταιριάζει με το χρώμα των ναζί

Έγραφα στα «Ενθέματα», με αφορμή την επιστράτευση των καθηγητών, ότι αν δεν σταματήσουμε αυτή την κυβέρνηση θα κλάψουμε πολύ· δεν περίμενα όμως ότι θα κλαίγαμε τόσο γρήγορα και τόσο πικρά. Το ακαριαίο, αντιδημοκρατικό, αντισυνταγματικό και αδιανόητο για κάθε πολιτισμένο κράτος κλείσιμο της ΕΡΤ μάς φέρνει πλέον αντιμέτωπους με τη ζοφερή πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα που αν δεν την ανατρέψουμε θα είμαστε άξιοι της μοίρας που μας επιφυλάσσει η ακροδεξιών αναφορών και ναζιστικών υποστηριγμάτων κυβέρνηση. Το μαύρο στους δέκτες μας ταιριάζει με το χρώμα των ναζί, όπως ωραία το έγραψε η Αθηνά Αθανασίου στο ηλεκτρονικό περιοδικό Χρόνος.
 
Το κλείσιμο της ΕΡΤ, και μάλιστα με πράξη νομοθετικού περιεχομένου, συμπυκνώνει συμβολικά όσα έγιναν μέχρι τώρα σε αυτήν τη μνημονιακή χώρα, και κυρίως όσα θα ακολουθήσουν. Πρώτον, οι μεταρρυθμίσεις είναι το πρόσχημα για να επιβληθεί ένας βίαιος νεοφιλελευθερισμός. Ανάμεσα στην εξυγίανση και τη διαφάνεια που χρειαζόταν η ΕΡΤ –όπως πολλοί δημόσιοι οργανισμοί– και στο πέταγμα στο δρόμο κοντά 2.700 εργαζομένων υπάρχει χάος. Δεύτερον, με το πρόσχημα του εκσυγχρονισμού εξουδετερώνεται ο ήδη ξεζουμισμένος (νοσοκομεία, σχολεία, πανεπιστήμια) δημόσιος χώρος. Η ΕΡΤ συμβολίζει το περίγραμμα του δημόσιου χώρου των πολιτών απέναντι στον χώρο των ιδιωτών (με την αρχαιοελληνική και τη σύγχρονη έννοια), που συγκροτεί το κεφάλαιο το οποίο ελέγχει τα ΜΜΕ. Η ΕΡΤ –ακόμα και με τον στρεβλό τρόπο που επέβαλαν οι κυβερνήσεις έως σήμερα– αναπαριστά τα όρια του ελέγχου και των εγγυήσεων που οφείλει στους πολίτες του ένα σύγχρονο δημοκρατικό κράτος, περιορίζοντας την παρεμβατικότητα του κεφαλαίου στον δημόσιο χώρο. Τρίτον, αυτή η κυβέρνηση, θέλοντας να επιβάλλει ένα νέο εθνικό αφήγημα (success story), καταστρέφει την έννοια ενός σύγχρονου έθνους-κράτους, ευρωπαϊκού και κοσμοπολίτικου. Τι ειρωνεία! Εκείνοι που κατηγορούν για αποδομισμό και εθνοπροδοτισμό όποιον τολμά να προσεγγίσει κριτικά το παρελθόν, εκείνοι που κραδαίνουν τα λάβαρα του πατριωτισμού, είναι αυτοί που καταστρέφουν ό,τι συγκροτεί την έννοια του έθνους-κράτους. Οι πιο ύπουλοι και αποτελεσματικοί εχθροί του έθνους είναι οι ακροδεξιοί εθνικιστές — και ο Σαμαράς με το επιτελείο του ενστερνίζονται αυτή την ιδεολογία.

Η ΕΡΤ, παρά τις στρεβλώσεις της –ή, μαζί με τις στρεβλώσεις της–, είναι χώρος αναπαραγωγής της δύσκολα αλλά δημοκρατικά συγκροτημένης, σύγχρονης νεοελληνικής πολιτισμικής και πολιτικής ταυτότητας. Μιας ταυτότητας εθνικής, επειδή είναι ευρωπαϊκή και κοσμοπολίτικη (συνεντεύξεις ξένων διανοουμένων και καλλιτεχνών, εκπομπές έρευνας, θέατρο, κινηματογράφος, μουσική και λογοτεχνία)· μιας ταυτότητας εθνικής, επειδή συνδιαλέγεται με τα δείγματα υψηλού και λαϊκού πολιτισμού, ελληνικού και ξένου· μιας ταυτότητας εθνικής, επειδή είναι ανοικτή στον κόσμο. Όταν λοιπόν ο ορίζοντας της ΕΡΤ (της δεδομένης ΕΡΤ, με τις κακοδαιμονίες της) ήταν τα λαμπρά δείγματα πολιτισμού, που καλλιεργεί μια χειραφετημένη ευρωπαϊκή κοινωνία, ο ορίζοντας των ιδιωτών ήταν το τσιφτετέλι, το κουτσομπολιό και η «μαγκιά» του ανάδελφου Ελληνάρα: τα ιδιωτικά κανάλια πρότειναν και επέβαλαν τη συγκρότηση ενός χώρου στον οποίο αναπαράγεται μια φαντασιακή ελληνική, ανατολίτικη ταυτότητα, προς όφελος των συμφερόντων του κεφαλαίου και μιας «δυτικής» πολιτικής ελίτ, που χωρίς αυτά τα κανάλια δεν θα επιβίωνε. Γιατί μπορεί στην ΕΡΤ να υπήρχε λογοκρισία και παρέμβαση της πολιτικής εξουσίας, στα ιδιωτικά κανάλια όμως αναπτύσσονται οι προνομιακές σχέσεις κεφαλαίου-πολιτικών, με ενδιάμεσους τους μεγαλοδημοσιογράφους και μεγαλοδιασκεδαστές. Στο «πάρτι» της ΕΡΤ μπορούμε να παρέμβουμε ως πολίτες, στο «πάρτι» των ιδιωτικών μέσων επικοινωνίας –ακόμη κι όταν παράγουν πολιτισμό– δεν μπορούμε να παρέμβουμε. Ας μην το ξεχνάμε.

Η κυβέρνηση Σαμαρά έχει δώσει πολλά δείγματα γραφής προς την κατεύθυνση ενός ακροδεξιού νεοφιλελεύθερου εθνικισμού, ο οποίος καταστρέφει το έθνος ως πολιτικό πρόγραμμα χειραφέτησης της κοινωνίας. Το πάγωμα του νόμου για την ιθαγένεια, η απόσυρση του αντιρατσιστικού νομοσχεδίου είναι δείγματα αυτής της γραφής. Στη χώρα μας διαμορφώνονται πια δύο μέτωπα: ένα ακροδεξιό, εθνικιστικό, νεοφιλελεύθερο και ένα δημοκρατικό μέτωπο. Η ΕΡΤ είναι από τα μεγάλα οχυρά που έχουμε ως πολίτες απέναντι στην ακροδεξιά. Η ΔΗΜ.ΑΡ σε ποιο μέτωπο δίνει τη μάχη της; Σε αυτό με τον Βορίδη, τον Άδωνι Γεωργιάδη και τον Φαήλο Κρανιδιώτη ή στο δημοκρατικό μέτωπο; Τα άλλοθι έχουν τελειώσει οριστικά.

Δημοσιεύτηκε στα "Ενθέματα" της Αυγής

Κυριακή 9 Ιουνίου 2013

[Τουρκία - πάρκο Γκεζί] Στόχος του Ερντογάν να αλλάξει την ταυτότητα του Τούρκου

Συνέντευξη στον Αδάμο Ζαχαριάδη που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Εποχή.


Ο συνεχιζόμενος κοινωνικός αναβρασμός στην Τουρκία, ο οποίος ξεκίνησε για την υπεράσπιση ενός πάρκου χρειάζεται αποκρυπτογράφηση. Η Σία Αναγνωστοπούλου εξηγεί τι είναι αυτό που έβγαλε τους Τούρκους στους δρόμους, μιλά για την απόπειρα παρέμβασης του Ερντογάν στο πολιτισμικό πρότυπο της Τουρκίας, αλλά και τα αδιέξοδα που δημιούργησε η συμπόρευση του ισλαμισμού με τον νέο-φιλελευθερισμό και προκαλούν ρήγματα στο πολιτικό σχέδιο της τουρκικής κυβέρνησης.

Πρόκειται ίσως για τον πιο κεμαλιστή πολιτικό της Τουρκίας
Είναι πλέον ξεκάθαρο ότι η σύγκρουση δεν αφορά το δίπολο Ισλαμιστών – Κεμαλιστών. Μπορούμε να πούμε όμως ότι είναι σύγκρουση κουλτούρων;
Θα λέγαμε ότι είναι σύγκρουση δύο αντιλήψεων για το πώς μπορεί να είναι η Τουρκία. Αυτές οι αντιλήψεις είναι πολιτικές και πολιτισμικές. Πολιτικές με την έννοια ότι δεν είναι ο κεμαλισμός ή το κοσμικό κράτος που διεκδικείται αυτή τη στιγμή από τους διαδηλωτές. Διεκδικείται μια αντίληψη περί δημοκρατίας, την οποία ο Ερντογάν είχε προβάλει την πρώτη περίοδό του – και για αυτό τον είχε ακολουθήσει και πολύς κόσμος- και την οποία, όμως, ο ίδιος δεν την ακολούθησε ποτέ στην πραγματικότητα. Δηλαδή, υπήρχε ήδη στην Τουρκία μια κοινωνία πολιτών η οποία διεκδικούσε δημοκρατία και την οποία ο Ερντογάν εκμεταλλεύτηκε. Επιπλέον, με τις δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις που έκανε προκειμένου να περιθωριοποιήσει το ρόλο του στρατού - αυτός άλλωστε ήταν και ο μοναδικός του σκοπός- άνοιξε το δρόμο για τη συγκρότηση δημοκρατικής κοινωνικής συνείδησης μέσα στην Τουρκία. Ταυτόχρονα, όμως, είναι και πολιτισμικές. Ο Ερντογάν προσπάθησε να βάλει στο πολιτισμικό επίκεντρο της Τουρκίας μια φαντασιακή Ανατολία, δηλαδή ένα πολιτισμικό πρότυπο, με το Ισλάμ στο επίκεντρο. Και μια νέα ηθική την οποία επιχείρησε να εδραιώσει ως παραδοσιακή, ως έναν πολιτισμό που πάντα υπήρχε στους Τούρκους και είναι ο αγνός τουρκικός πολιτισμός. Αυτό το φαντασιακό πρότυπο, όμως, δεν υπήρχε. Το παρατηρούμε αυτό καθώς γίνονται διαδηλώσεις και σε πόλεις της Ανατολικής Τουρκίας, στην επαρχία και όχι μόνο στις μεγάλες αστικές πόλεις. Αυτό δείχνει ότι ο Ερντογάν επιχείρησε να φτιάξει αυτόν τον τούρκο πολίτη, τον ηθικό, τον ισλαμιστή, τον Ανατολίτη αλλά σε αυτό αντιστέκεται μια κοινωνία που θεωρεί ότι το πολιτισμικό της πρότυπο είναι ένα δημοκρατικό, κοσμικό και εξευρωπαϊσμένο πρότυπο το οποίο ο Ερντογάν δεν μπορεί να διακινήσει.

Ήταν δηλαδή λανθασμένη η εντύπωση που επικρατούσε περί μεγάλης κοινωνικής αποδοχής των πολιτικών του Ερντογάν; Τελικά υπήρχε μια υποβόσκουσα αντίδραση η οποία εμφανίζεται σήμερα;
Αυτή την υποβόσκουσα αντίδραση που λέτε την παρατηρούσα σε κάθε επίσκεψή μου στην Τουρκία. Πρόκειται για μια χώρα, που αντίθετα με όσα νομίζουμε, έχει μεγάλη παράδοση δημοκρατικών διεκδικήσεων. Ο Ερντογάν επιχείρησε να αντικαταστήσει ένα πανίσχυρο θεσμό, όπως είναι ο στρατός, με ένα κόμμα. Να βάλει ένα κόμμα υπεράνω της πολιτικής. Το στρατό δεν μπορούσαν να τον νικήσουν εύκολα οι Τούρκοι, ένα κόμμα όμως είναι πιο εύκολο να το αντιμετωπίσεις. Υπήρχε ισχυρή αντιπολίτευση, η οποία βγαίνει μέσα από την κοινωνία και όσο προχωρούσε το σχέδιο μιας ακραίας νέο-φιλελεύθερης ισλαμοποίησης, αυτή η αντιπολίτευση εντεινόταν. Ανάμεσα στους διαδηλωτές υπάρχουν άνθρωποι μικροαστοί, μικροέμποροι, μικρομαγαζάτορες, οι οποίοι αντιδρούν πολύ έντονα στο γεγονός ότι χάνουν κάθε μέσο επιβίωσης. Όλα αυτά τα πολυκαταστήματα που φτιάχνονται παντού, είναι ο αφανισμός των μικρομεσαίων. Παράλληλα, σύμφωνα με έρευνες, ένα μεγάλο μέρος των διαδηλωτών είναι νέοι άνθρωποι, οι οποίοι ασφυκτιούν μέσα σε ένα αυταρχικό και νέο-φιλελεύθερο μοντέλο που προβάλει ο Ερντογάν. Πριν ξεσπάσουν οι διαδηλώσεις, μίλαγα με μια καθηγήτρια από το Πανεπιστήμιο της Άγκυρας η οποία μου έλεγε ότι ο ρυθμός εντατικοποίησης της παιδείας είναι τεράστιος. Μια κατάσταση όπου χάνεται εντελώς η ουσία της παιδείας και της έρευνας. Δηλαδή στην Τουρκία υπάρχει μια γενιά που μέσα σε αυτό το πλαίσιο δεν μπορεί να αναπνεύσει.

Πώς εξηγείται η αλαζονεία που επιδεικνύει ο Ερντογάν στην αντιμετώπιση της εξέγερσης;
Θεωρώ ότι ο Ερντογάν είναι ίσως ο πιο κεμαλιστής πολιτικός της Τουρκίας. Το λέω αυτό με την εξής έννοια: ότι φαντάστηκε τον εαυτό του ως το νέο Μουσταφά Κεμάλ της Τουρκίας. Ως τον πολιτικό, ο οποίος με τον κανόνα του Ισλάμ στα χέρια θα μπορούσε να λειτουργήσει πατερναλιστικά απέναντι σε αυτή τη κοινωνία, δηλαδή και αυταρχικά. Σε καμία περίπτωση στη δικιά του ιδεολογία δεν γίνεται κατανοητή η αντίθεση απέναντί του. Αυτό φαίνεται και σήμερα όπου μετά από τόσες μέρες διαδηλώσεων, δεν μπορεί να συνειδητοποιήσει πως κάποιοι αντιδρούν. Εδώ φαίνεται όχι μόνο αλαζονεία αλλά κυρίως ένας αυταρχισμός ιδεολογικά αγκιστρωμένος. Και το Ισλάμ τον βοηθά σε αυτό. Κάτι που λέγαμε ορισμένοι από παλιά είναι ότι με το Ισλάμ ενδιάμεσο δεν μπορείς να έχεις στην Τουρκία δημοκρατικό σύστημα.

Πιστεύετε δηλαδή ότι πλέον, κλονίζεται το σχέδιο Ερντογάν;
Εγώ θεωρώ πως ναι. Αν θέλει να μείνει στην εξουσία θα πρέπει να αλλάξει πολιτική. Από τη στιγμή όμως που ξέσπασαν αυτές οι αντιδράσεις, ακόμα και αν σταματήσουν σε κάποιες μέρες, η πολιτική του Ερντογάν έχει υποστεί ένα τεράστιο ρήγμα. Αποκαλύφθηκε η πολιτική του. Η πλατεία Ταξίμ έχει ένα συμβολικό χαρακτήρα για του Τούρκους. Είναι σύμβολο των δημοκρατικών διεκδικήσεων. Όλες οι Πρωτομαγιές με κυριότερη αυτή του 1977, όλες οι κοινωνικές διεκδικήσεις έχουν γίνει εκεί. Όταν, λοιπόν, αυτό το σύμβολο επιχειρεί να το μετατρέψει σε ένα σύμβολο οθωμανισμού αλλά και αυταρχισμού η αντίδραση θα είναι τεράστια. Ο Ερντογάν έτσι, δείχνει ότι θέλει να αλλάξει, εκ βάθρων, το πολιτισμικό πρότυπο της χώρας, την ταυτότητα του Τούρκου.

Ποια επίδραση θα έχουν αυτές οι εξελίξεις στην τουρκοκυπριακή κοινότητα;
Θεωρώ ότι θα υπάρχουν σημαντικές εξελίξεις εκεί. Μπορεί όχι άμεσα, αλλά σίγουρα σύντομα. Οι Τουρκοκύπριοι μέχρι πρόσφατα είχαν απογοητευτεί, καθώς δεν υπήρχε ισχυρή αντίδραση στα νέο-φιλελεύθερα σχέδια που εφαρμόζονται και στην τουρκοκυπριακή κοινότητα. Πλέον, όμως εμφανίζεται, εντός Τουρκίας, ένας νέος συνομιλητής με τον οποίο μπορούν να επικοινωνήσουν και αυτό είναι ικανό να πυροδοτήσει εξελίξεις.

Τρίτη 4 Ιουνίου 2013

[Τουρκία - πάρκο Γκεζί] Μια νέα γενιά που θέλει δημοκρατία

Συνέντευξη στη Μαρία Καλυβιώτου που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Αυγή.



"Η τουρκική κοινωνία δεν είναι ακίνητη" και ο συντηρητικός και αυταρχικός νεοφιλελευθερισμός του Ερντογάν βρίσκεται αντιμέτωπος με μια εξέγερση με δημοκρατικό πρόταγμα, υπογραμμίζει η ιστορικός Σία Αναγνωστοπούλου μιλώντας στην "Αυγή". Η καθηγήτρια τουρκικών σπουδών στο Πάντειο αναλύει τα δημογραφικά χαρακτηριστικά της λαϊκής εξέγερσης που βρίσκεται σε εξέλιξη στην Τουρκία, τα αιτήματα και την ατζέντα Ερντογάν.

* Ποια είναι η φυσιογνωμία της σύγκρουσης στην Τουρκία;
Είναι δύσκολο να πούμε ποια είναι η φυσιογνωμία της σύγκρουσης. Είναι σίγουρα μια σύγκρουση εναντίον του συντηρητισμού και του αυταρχισμού του Ερντογάν, πάνω από όλα. Θα έλεγα ότι είναι λιγότερο Κεμαλιστές και περισσότερο μια νέα γενιά ανθρώπων, η οποία μεγάλωσε, την προηγούμενη δεκαετία, σε ένα πιο δημοκρατικό περιβάλλον από αυτό της δεκαετίας του '90 ή του '80 και η οποία απαιτεί τον έλεγχο της εξουσίας.

* Συνεπώς ποια είναι τα δημογραφικά χαρακτηριστικά του πλήθους που συμμετέχει στις κινητοποιήσεις;
Είναι περισσότερο νέοι άνθρωποι, αλλά όχι μόνο. Είναι πολίτες της μεσαίας τάξης, η οποία δημιουργήθηκε χάρη στον Ερντογάν, που θέλει τον έλεγχο της εξουσίας, και είναι και οι παραδοσιακοί Κεμαλιστές, που θέλουν κοσμικό κράτος.

* Παρατηρείς, συνεπώς, να διαμορφώνονται νέα στρατόπεδα;
Ακόμη είναι δύσκολο να το πει κανείς, επειδή δεν φαίνεται να υπάρχει μια πολιτική δύναμη, ένα κόμμα που να είναι ικανό να εκφράσει το αίτημα για δημοκρατία. Έχουμε, δηλαδή, διάσπαρτες εστίες που συναντιώνται κάτω από την κοινή αντίδραση στον Ερντογάν, αλλά δεν βλέπουμε ένα πολιτικό φορέα μέσα από τον οποίο να μπορεί να εκφραστεί.

* Τα κοινωνικά κινήματα που δραστηριοποιούνται στην Τουρκία συμμετέχουν σε αυτές τις διαδηλώσεις;
Ναι, πάρα πολύ. Δηλαδή, κυρίως η Κίνηση Πολιτών, αλλά και διάφορα "κινήματα" που φτιάχνονται ιντερνετικά. Συγκεκριμένα, η Κίνηση Πολιτών ξεκίνησε το 1999-2000, όταν η Τουρκία πήρε το πράσινο φως για την Ευρωπαϊκή Ένωση, και ζητούσε περισσότερο εκδημοκρατισμό. Πάνω σε αυτήν βασίστηκε κατά ένα μέρος και ο Ερντογάν, εκφράζοντας την αγωνία για εκδημοκρατισμό. Τώρα, τα μέλη της αντιδρούν στον αυταρχισμό του Ερντογάν. Επίσης, στις διαδηλώσεις συμμετέχουν διάφοροι χρήστες μπλογκς στο Διαδίκτυο, νέοι κυρίως άνθρωποι, οι οποίοι δεν βρίσκουν χώρο σε μια Τουρκία η οποία φαίνεται να ευημερεί, χωρίς όμως αυτή η ευημερία να έχει κοινωνικές αναφορές. Δηλαδή, χωρίς να διευκολύνει τους νέους ανθρώπους είτε να βρουν δουλειά στον τομέα τους είτε να έχουν πρόσβαση στην εξουσία - και δεν εννοώ στην κυβέρνηση, αλλά στον έλεγχο του κράτους.

* Στους δρόμους βρίσκονται και οι "λευκοί Τούρκοι".
Οι λευκοί Τούρκοι συμμετέχουν στις αντιδράσεις. Είναι οι Τούρκοι των μεγάλων πόλεων, κυρίως της Κωνσταντινούπολης, οι οποίοι είναι εξευρωπαϊσμένοι, με την έννοια, δηλαδή, ότι βλέπουν το μέλλον της Τουρκίας στην Ευρώπη και αποτελούσαν την αφρόκρεμά της. Θέλουν εκσυγχρονισμό που να μην έχει να κάνει με την Ανατολή ή το Ισλάμ, αλλά δημοκρατικό, πολιτισμικό εκσυγχρονισμό.

* Υπάρχει ατζέντα συντηρητικοποίησης στην κυβέρνηση Ερντογάν;
Ναι, συντηρητικοποίησης και αυταρχισμού. Ο Ερντογάν προχώρησε σε εκδημοκρατισμό, όσο αυτό αφορούσε την πίεση στον στρατό. Δηλαδή, χρησιμοποίησε τον εκδημοκρατισμό προκειμένου να βγάλει τον στρατό από τη μέση. Αυτό ήταν και απαίτηση της τουρκικής κοινωνίας, κυρίως από τα τέλη του '90. Μόλις κατάφερε να περιορίσει τον στρατό, θα έλεγα να τον εξουδετερώσει, αυτό που έκανε ήταν να γίνει ο ίδιος ένας πατερναλιστής δημοκράτης. Δηλαδή, είπε ότι "δημοκρατία είμαι εγώ. Άπαξ και εγώ κυβερνώ, η δημοκρατία είναι δεδομένη". Και προσπάθησε να φτιάξει, αυτό που μας ανησυχούσε όλους όσοι παρακολουθούμε την Τουρκία, τον πολίτη Τούρκο με την οικονομική έννοια. Ότι από τη στιγμή που ευημερεί, ζει και σε μια δημοκρατική χώρα. Όχι του πολίτη με την πολιτική έννοια της παρέμβασης του υποκειμένου της Ιστορίας. Σε αυτό οι Τούρκοι αντέδρασαν. Νομίζω ότι είναι και μια τέτοια αντίδραση.

* Ποια πιστεύετε ότι είναι τα κίνητρα Ερντογάν για την υλοποίηση αυτής της πολιτικής;
Είναι ένας απολύτως νεοσυντηρητικός, αυταρχικός πολιτικός και απολύτως νεοφιλελεύθερος. Δεν υπολόγισε, θεωρώ εξαιτίας της αλαζονείας της εξουσίας, ότι το να περάσει στην Τουρκία μέτρα όπως η απαγόρευση του αλκοόλ ή των δημοσίων φιλιών ή ότι οι γυναίκες, κυρίως, δεν μπορούν να ασκούν κριτική στο πρόσωπο του πρωθυπουργού, έρχεται σε αντίθεση με την κοσμική παράδοση της Τουρκίας, την οποία δεν μπόρεσε να καταλάβει. Δύσκολα οι Τούρκοι, ειδικά σε κοσμικές πόλεις όπως η Κωνσταντινούπολη, η Σμύρνη, ή Άγκυρα, θα το δέχονταν. Αλλά σε αυτό συναντιώνται και πολλά άλλα πράγματα. Δηλαδή, ο Ερντογάν άνοιξε τον ασκό του Αιόλου χωρίς να το πάρει είδηση. Προσπαθεί ο ίδιος να γίνει ένας νέος Μουσταφά Κεμάλ, με άλλον τρόπο, με το Ισλάμ στο χέρι.

* Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης εντοπίζουν και καταγράφουν διαρκώς δημοφιλείς καλλιτέχνες να συμμετέχουν στη λαϊκή εξέγερση. Τι σημαίνει αυτό;
Σημαίνει ότι είναι ένας κόσμος ο οποίος δεν μπορεί να δεχθεί το νέο πολιτισμικό πρότυπο του Ερντογάν, δηλαδή τον οικονομικά δραστήριο πολίτη με την έννοια του ατόμου, ο οποίος είναι ισλαμιστής. Δηλαδή, βγάζει ένα νέο ήθος, το οποίο είναι ισλαμικό: Του συντηρητικού, του καθώς πρέπει. Αυτό, ειδικά για τους καλλιτέχνες, επειδή η Τουρκία έχει σημαντικούς καλλιτέχνες, δεν μπορεί να περάσει. Το κρίσιμο στην Τουρκία είναι ότι εγώ τουλάχιστον, προς το παρόν, δεν βλέπω έναν πολιτικό φορέα να το εκφράσει αυτό. Τα κεμαλικά κόμματα είναι τελειωμένα. Δεν μπορούν να απαντήσουν σε τέτοιες προκλήσεις και μακάρι να μην απαντήσουν.

* Για ποιον λόγο;
Επειδή είναι ένας άλλου τύπου συντηρητισμός, τον οποίο τον έχουμε γνωρίσει στην Τουρκία, δηλαδή ένας νέος εθνικισμός. Δηλαδή δεν πρέπει η Τουρκία να κάνει στροφή σε έναν κοσμικό εθνικισμό, απέναντι στον ισλαμικό εθνικισμό του Ερντογάν. Με αυτήν την έννοια το λέω.

* Εφόσον δεν υπάρχει πολιτικός φορέας να εκφράσει αυτό το ρεύμα, τι περιμένεις να συμβεί;
Δεν υπάρχει τώρα. Είμαι σίγουρη ότι σε 2-5 χρόνια θα βρεθεί. Μπορεί ακόμη να είναι συνένωση πολλών κινημάτων. Αν θα έκανα μια αντιστοιχία, που δεν είναι δόκιμη, θα έλεγα ότι έχουμε λίγο γεγονότα α λα 2008 στην Ελλάδα, που δεν φαινόταν κάποιος πολιτικός φορέας να μπορεί να εκφράσει αυτό που συνέβη, αλλά τελικά συνέβη στην πορεία. Όλα αυτά, φυσικά, με επιφυλάξεις, επειδή δεν ξέρει ποτέ κανείς τι θα γίνει. Νομίζω όμως ότι αυτό που φαίνεται στην Τουρκία είναι ότι ο Ερντογάν δεν μπορεί να παίξει μόνος του το πολιτικό παιχνίδι. Η κοινωνία αντέδρασε.
Θεωρώ, από την άλλη μεριά, ότι ο Ερντογάν, έτσι όπως είναι το κόμμα του αυτήν τη στιγμή, που δεν μπορεί να κάνει συμμαχία με άλλο κόμμα, αν δεν εκδημοκρατίσει πραγματικά την τουρκική κοινωνία, το πολιτικό σύστημα, θα βρεθεί ο ίδιος μέσα στην παγίδα. Δηλαδή, ήθελε να παίξει τον ρόλο του Μουσταφά Κεμάλ, αλλά ο Μουσταφά Κεμάλ έβγαινε μετά από έναν νικητήριο πόλεμο, το 1922, τον ελληνο-τουρκικό, και μετά από μια Οθωμανική αυτοκρατορία υποταγμένης κοινωνίας. Χειραφετήθηκε σε έναν βαθμό η κοινωνία και αυτό μπόρεσε να το εκμεταλλευτεί ο Μουσταφά Κεμάλ. Μπόρεσε να τον χειραγωγήσει στο όνομα της λύτρωσης από τους Οθωμανούς τυράννους αλλά και από τους "Έλληνες εισβολείς". Ο Ερντογάν δεν έχει την ίδια πραγματικότητα. Πήγε να μιμηθεί τον Μουσταφά Κεμάλ σε μια εντελώς άλλη ιστορική πραγματικότητα.

* Εφόσον ο Ερντογάν ουσιαστικά δεν προωθεί σε επίπεδο πολιτικής κουλτούρας το συμμετέχον πολιτικό υποκείμενο, θα έλεγες ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έρχονται να διαδραματίσουν στην Τουρκία τον ρόλο μιας δημόσιας πολιτικής σφαίρας "από τα κάτω";
Θα μπορούσαμε να το πούμε. Αλλά εγώ επιμένω, ίσως λίγο πιο παραδοσιακά, ότι αν δεν υπάρχει ένας πολιτικός φορέας να το εκφράσει αυτό, κάποια στιγμή θα ξεφουσκώσει και δεν ξέρουμε πού θα οδηγήσει. Δηλαδή, δεν θεωρώ ότι έχουμε μια "Άνοιξη" τουρκική, αλλά βλέπω με πολλή περίσκεψη ότι η τουρκική κοινωνία δεν είναι ακίνητη. Αυτό που θεωρούμε στην Ελλάδα, πάντα, ότι είναι ακίνητη η Τουρκία και δεν αλλάζει, αυτό είναι εντελώς λάθος ανάγνωση της Τουρκίας. Υπάρχει κινητικότητα στην Τουρκία, πολύ μεγάλη.

Κυριακή 26 Μαΐου 2013

[Κύπρος] Λίγα λόγια για την Κύπρο και την Αριστερά

Των Σίας Αναγνωστοπούλου και Αδάμου Ζαχαριάδη


Τον τελευταίο καιρό, με αφορμή όσα συνέβησαν στην Κύπρο, επανέρχεται και στις τάξεις της Αριστεράς η συζήτηση για ζητήματα που, με μία έννοια, εντάσσονται στην κατηγορία των «εθνικών θεμάτων». Η ελληνική Αριστερά καλείται, από τη μια πλευρά, να αναλύσει και να εξαγάγει συμπεράσματα από την πενταετή διακυβέρνηση της χώρας από το ΑΚΕΛ και από την άλλη, σχεδόν ταυτόχρονα, να απαντήσει στις προκλήσεις που έθεσαν οι αποφάσεις του Eurogroup του Μαρτίου για την αντιμετώπιση της κυπριακής οικονομικής κρίσης.

Με αφορμή λοιπόν τη νέα κατάσταση που διαμορφώθηκε στην Κύπρο από τον Μάρτιο και μετά, ο δημόσιος διάλογος στο εσωτερικό της ελληνικής Αριστεράς αναδεικνύει τις διαφορετικές προσεγγίσεις (ακόμα και τις συγχύσεις) σε ό,τι αφορά την Κύπρο συνολικά -την ιστορία της, την κοινωνία, την πολιτική και οικονομική της κατάσταση- πολύ δε περισσότερο που το Κυπριακό θεωρείται πάντα μείζον εθνικό θέμα. Ωστόσο, το Κυπριακό συνιστά συγχρόνως το σημείο στο οποίο συμπυκνώνεται μια μεγάλη τομή της ταξικής πάλης στην Ελλάδα.

Μικρή ιστορική αναδρομή


Η Κύπρος δεν αναδύθηκε στα νερά της Μεσογείου το 1974. Το Κυπριακό υπήρχε και πριν από τότε. Ωστόσο, οι αναλύσεις ορισμένων τμημάτων της Αριστεράς (κατ’ αντιστοιχία με τις κυρίαρχες αναλύσεις) ξεκινούν από αυτή τη χρονολογία και διαφοροποιούνται -στην καλύτερη περίπτωση- ως προς τις ευθύνες της ελληνικής πλευράς για το προδοτικό πραξικόπημα της χούντας, απωθώντας επιλεκτικά όσα συνέβησαν από τη δεκαετία του 1940 μέχρι τότε. Παραμένουν έτσι εγκλωβισμένες στη θεωρία των «αδικημένων εθνών» (ο Ελληνισμός είναι συνήθως ένα από αυτά) προσπαθώντας ίσως, πιστές στη γραμμή που χάραξε το ΚΚΕ από το 1949 και μετά, να αποσείσουν την κατηγορία που διατύπωναν οι νικητές του εμφυλίου περί «εθνοπροδοτικής Αριστεράς».

Προνομιακή θέση στην επιχειρηματολογία που αναπτύσσεται έχουν –εννοείται…- τα «ιστορικά επιχειρήματα», μιας και η ιστορία της Κύπρου σημαδεύεται από την τουρκική εισβολή του 1974. Ωστόσο, η τομή την οποία συνιστά, αυτονοήτως, η βαρβαρότητα μιας εισβολής επικαλύπτει μια σειρά αιτίων που έχουν δημιουργήσει αυτό το «πολυπαραγοντικό» πρόβλημα που ακούει στο όνομα Κυπριακό. Το πρόβλημα, δηλαδή, είναι βαθιά πολιτικό. Άλλωστε, όλες οι διεθνείς απόπειρες για επίλυση του Κυπριακού δεν περιορίζονται στο –δίκαιο και αυτονόητο- αίτημα για απόσυρση του τουρκικού στρατού, αλλά προσπαθούν να αντιμετωπίσουν και μια σειρά άλλα προβλήματα που έχουν δημιουργηθεί μέσα στον χρόνο. Η Αριστερά, λοιπόν, καλείται να διατυπώσει τη δική της θέση σε αυτή τη συζήτηση, μια θέση που να μην αναπαράγει άκριτα την «επίσημη» και «θεσμική» ανάγνωση της ιστορίας αλλά εισάγει στη συζήτηση την ταξική και διεθνιστική ματιά της Αριστεράς.

Έτσι κι αλλιώς, η ιστορία είναι δύσβατο χωράφι και υπάρχουν πολλοί τρόποι να το αξιοποιήσει κανείς. Και θα ήταν αστείο να λησμονεί κανείς την «πολιτική χρήση» της ιστορίας και ιδιαίτερα το πώς ορισμένα πράγματα ανάγονται σε «αυτονόητα». Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πολλές φορές η δουλειά της Αριστεράς είναι να πολεμάει, να αμφισβητεί τα «αυτονόητα», να μην τα θεωρεί δεδομένα, όσο κι αν αυτά εφησυχάζουν μια αυτάρεσκη κοινωνία που της αρέσει να βλέπει τον εαυτό της πάντα δικαιωμένο μέσα στον χρόνο. Αν είναι όμως να μιλήσουμε για ιστορία, ας μην περιοριζόμαστε σε μια μονοσήμαντη ανάγνωσή της. Ας ρισκάρουμε να θέσουμε κάποια δύσκολα ερωτήματα που διάφοροι ιστορικοί έχουν διατυπώσει αλλά η Αριστερά στο σύνολό της δεν τολμά πάντα να θέσει. Για παράδειγμα, το ερώτημα που αφορά τη συγκρότηση, την ηγεσία και τα αιτήματα του αγώνα της ΕΟΚΑ. Ο αγώνας αυτός πράγματι «πάτησε» πάνω στις ανάγκες των κοινωνιών για απαλλαγή από την εξάρτηση (αποικιακή ή ημιαποικιακή), για κοινωνική δικαιοσύνη και ισότητα. Όμως ας μη λησμονούμε ότι οργανώθηκε τόσο στην Αθήνα, μέσα στο πιο σκληρό μετεμφυλιακό κλίμα, από αυτούς μάλιστα που πρωτοστάτησαν στο αντικομμουνιστικό πογκρόμ στην Ελλάδα, με αρχηγό τον –ηγέτη της Χ- Γρίβα όσο και στην Κύπρο από τον -γνωστών αντικομμουνιστικών φρονημάτων- Μακάριο. Το κρίσιμο ζήτημα που ετίθετο εκείνη την εποχή για τη Δεξιά ήταν η εξουδετέρωση των υποδοχών που είχε δημιουργήσει η Αριστερά για έναν αγώνα με αντιαποικιακό, κοινωνικό και ταξικό περιεχόμενο. Για τη Δεξιά λοιπόν της εποχής το μεγάλο στοίχημα, προκειμένου να ηγεμονεύσει απέναντι στην Αριστερά, ήταν να αναγάγει το πολιτικό/κοινωνικό αίτημα σε «εθνικό»/αλυτρωτικό. Για να υπηρετηθεί η λογική αυτή κινητοποιήθηκαν όλα τα περιθωριοποιημένα από την ιστορία στοιχεία, όπως ο Γρίβας. Η «Ένωση» αποτέλεσε το σημείο καμπής της υποταγής της Αριστεράς (η οποία έπεσε στη παγίδα) στην εθνική ηγεμονία της Δεξιάς. Με δεδομένα τα παραπάνω –τα γράφει άλλωστε ευθαρσώς ο Γρίβας στα Απομνημονεύματά του- οφείλουμε να αναρωτηθούμε ως αριστεροί/ές για το απελευθερωτικό, κοινωνικό όραμα της ΕΟΚΑ. Να αναρωτηθούμε επίσης για τις καταγγελίες του ΑΚΕΛ για τις επιθέσεις της ΕΟΚΑ σε μέλη του κατά την περίοδο 1955-1959. Τέλος, να αναρωτηθούμε μήπως το αλυτρωτικό όραμα της Ένωσης απέκλειε τους Τουρκοκύπριους από οποιονδήποτε κυπριακό αντιαποικιακό αγώνα, ενώ ενίσχυε τον ακραίο, τουρκικό εθνικισμό και σε αυτή την κοινότητα.

Υπάρχουν βέβαια ερωτήματα και για τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας της Κυπριακής Δημοκρατίας (1960-1974), στα οποία επίσης οι απαντήσεις είναι ιδιαίτερα δύσκολες. Για παράδειγμα, τι συνέβη το 1963 με το αίτημα για τροποποίηση των «13 σημείων» του Συντάγματος από τον Μακάριο; Σηματοδοτούσε άραγε ένα τέτοιο αίτημα μια δίκαιη κυπριακή διεκδίκηση ή την απαρχή συγκρούσεων ανάμεσα στις δύο κοινότητες; Τι σηματοδοτούσε άραγε η τροποποίηση των «13 σημείων» σε ένα πλαίσιο όπου τα δικαιώματα της τουρκοκυπριακής κοινότητας (αναγνωρισμένα από τις διεθνείς συνθήκες) άρχισαν να ορίζονται ως προνόμια παραχωρημένα από την πλειοψηφία στη μειοψηφία; Γιατί αγνοούμε τις αναρίθμητες ομιλίες, συνεντεύξεις, δηλώσεις του ίδιου του Μακάριου -όλες δημοσιευμένες και εύκολα προσβάσιμες- που θα μας διαφώτιζαν για την «ανταρσία» των Τουρκοκυπρίων το ’63 και τις επιθέσεις εναντίον τους; Αναρωτιόμαστε άραγε τι κλίμα δημιουργούσαν όχι μόνο εναντίον της τουρκοκυπριακής κοινότητας αλλά και εναντίον της ίδιας της δημοκρατίας στη χώρα δηλώσεις όπως αυτή του Μακάριου, στις 4 Σεπτεμβρίου του 1962, ότι «μέχρις ότου η μικρή τουρκική κοινότητα, που αποτελεί μέρος της τουρκικής φυλής, του τρομερού εχθρού του ελληνισμού, εξουδετερωθεί, το καθήκον προς τους ήρωες της ΕΟΚΑ δεν μπορεί να θεωρηθεί λήξαν». Γνωρίζουμε κάτι περί του «Σχεδίου Ακρίτας» με συμμετοχή του Τάσσου Παπαδόπουλου, τον οποίο τόσο εξυμνούν τμήματα της ελληνικής Αριστεράς ακόμα και σήμερα; Ξέρουμε άραγε κάτι για τους τουρκοκυπριακούς θύλακες, για τις επιθέσεις στα τ/κ χωριά, ειδικά μετά την επανεμφάνιση του Γρίβα στη Κύπρο; Σε όλα αυτά τα ερωτήματα -καθοριστικά για την όξυνση των σχέσεων μεταξύ των δύο κοινοτήτων αλλά και για την κατάσταση που διαμορφωνόταν στην Κύπρο και η οποία επιδεινώθηκε με το χουντικό πραξικόπημα του 1974 και κορυφώθηκε με την τουρκική εισβολή- ένα μέρος της Αριστεράς προτιμά ή την εκκωφαντική σιωπή ή την υιοθέτηση κάποιων «αυτονόητων». Και αυτό ανεξάρτητα αν έτσι υποτάσσεται στις «γκρίζες ζώνες» του εθνικισμού ή ακόμη και του ρατσισμού, όταν στον λόγο του για το Κυπριακό η άλλη –διεθνώς αναγνωρισμένη- κοινότητα του νησιού, η τουρκοκυπριακή, είτε απουσιάζει είτε υποβαθμίζεται σε μειονότητα.

Με αυτές τις «γκρίζες ζώνες» περί Κυπριακού στις αποσκευές του, μέρος της Αριστεράς δεν τολμά ακόμη να συζητήσει σοβαρά αυτά που συνέβησαν στην Κύπρο το 2004. Έτσι, περνά απαρατήρητο το γεγονός ότι τότε οι Τουρκοκύπριοι είχαν εξεγερθεί κατά του καθεστώτος του Ντενκτάς, κατά της πολιτικής της Τουρκίας, κατά του τουρκικού στρατού, με το σύνθημα μάλιστα «ζητάμε την απελευθέρωσή μας από αυτούς που μας ελευθέρωσαν», διεκδικώντας για πρώτη φορά μαχητικά την ειρηνική συνύπαρξη με τους Ελληνοκύπριους στο ίδιο κράτος. Η πλειοψηφία της ελληνοκυπριακής κοινότητας, υπό την ηγεσία του Τάσσου Παπαδόπουλου (που είχε εκλεγεί με ευθύνη του ΑΚΕΛ) αλλά και με καθοριστικό το «ΟΧΙ» του ίδιου του ΑΚΕΛ, τους γύρισε την πλάτη με βασικό επιχείρημα τη μεγάλη οικονομική ανισότητα των δύο κοινοτήτων. Όπως είχε γράψει ο Άγγελος Ελεφάντης στην Αυγή, «όλοι όσοι ψήφισαν “ΟΧΙ” στο δημοψήφισμα δεν είναι εθνικιστές. Αλλά το “ΟΧΙ” είναι εθνικιστικό». Άλλωστε, θυμόμαστε ακόμη τους «εμπνευσμένους λόγους» «ανθρώπων του Θεού» περί τεμπέληδων και φτωχών Τουρκοκύπριων και άλλα τέτοια τα οποία –πού να το φανταζόμασταν τότε εμείς οι «πλούσιοι»- λίγα χρόνια μετά θα ήταν τα ίδια επιχειρήματα που θα χρησιμοποιούσαν οι πλούσιοι της Ε.Ε. για τους Έλληνες.

Δυστυχώς δεν αντιλαμβανόμαστε ακόμα πως όσο διαιωνίζεται η σημερινή κατάσταση στη Κύπρο τόσο ενισχύεται ο ρόλος της Τουρκίας στο νησί. Δεν αντιλαμβανόμαστε πως μόνο η λύση και η ειρηνική συμβίωση όλων των κατοίκων του νησιού κάτω από το ίδιο ομόσπονδο κράτος είναι ικανή να υποβαθμίσει τον παράγοντα Τουρκία. Η σημερινή πραγματικότητα στη Κύπρο το επιβεβαιώνει και δυσκολεύει απίστευτα την προοπτική της λύσης της διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας.

Πώς ο αντιιμπεριαλισμός μπορεί να γίνει μανδύας του εθνικισμού

Το τελευταίο διάστημα και στους κόλπους της Αριστεράς ανθούν οι γεωπολιτικές αναλύσεις εις βάρος της πολιτικής. Οι αναλύσεις για δρόμους πετρελαίου και φυσικού αερίου, για υπόγειες διαδρομές υδρογονανθράκων, για μουσουλμανικά και άλλα τόξα, υποτάσσουν τις αναλύσεις των κοινωνικών και ταξικών σχέσεων σε απλουστευτικές, γεωστρατηγικές και «εθνικές» συγκρούσεις από τις οποίες σχεδόν εξαφανίζεται η πάλη των τάξεων. Όμως ο ιμπεριαλισμός αντικατοπτρίζει πραγματικούς συσχετισμούς της ταξικής πάλης και δεν είναι μια μάχη μεταξύ «καλών» και «κακών» εθνών με στόχο τις πλουτοπαραγωγικές πηγές κάθε χώρας. Μόνο σε αυτό το πλαίσιο μπορούν να ερμηνευθούν επιλογές όπως η λυκοφιλία με το Ισραήλ στο όνομα του υπέρτατου στόχου της εκμετάλλευσης των φυσικών και ενεργειακών πόρων.

Αυτές οι γενικές σκέψεις είναι γνωστές –λίγο ως πολύ- σε όλους τους αριστερούς και τις αριστερές. Πώς γίνεται ωστόσο τμήματα της Αριστεράς να μπερδεύουν τις έννοιες του αντιιμπεριαλισμού και του διεθνισμού με τις θεωρίες των γεωπολιτικών συνομωσιών και να παραδίδονται έτσι άνευ όρων στη λογική της «αταξικότητας των εθνικών ζητημάτων» που προωθεί ο εθνικισμός, προκειμένου να γείρει την πλάστιγγα της ταξικής πάλης προς όφελος μίας (ποιας άραγε…) τάξης; Στις εποχές που ζούμε, όπου το διεθνιστικό αντιιμπεριαλιστικό πρόταγμα προϋποθέτει και συνεπάγεται την ξεκάθαρη και εφ’ όλης της ύλης διαίρεση Δεξιάς-Αριστεράς, η υιοθέτηση μιας αντίληψης που κάποιοι θέλουν να περιγράφουν ως «πατριωτικό αντιιμπεριαλισμό» και η οποία εμπνέεται από τη θεωρία των «καλών» και των «κακών» εθνών, υπονομεύει το διάβημα της Αριστεράς και ενισχύει διαρκώς τούς, κατά τα άλλα, ταξικούς εχθρούς της. Κι αυτό γιατί, με τον τρόπο αυτό, η Αριστερά δεν μπορεί να σπάσει το βαθύ, πολιτικό, οικονομικό και κυρίως ιδεολογικό, κατεστημένο που έχει συγκροτήσει η Δεξιά στη χώρα. Το παράδειγμα του ΑΚΕΛ στην Κύπρο αποτελεί την πιο τρανταχτή απόδειξη. Ενίσχυσε, με τη συνεργασία με τον Παπαδόπουλο, το «βαθύ κατεστημένο» στην Κύπρο και, στη συνέχεια, προσπάθησε να κυβερνήσει ως αριστερό κόμμα έχοντας απέναντι του το σκληρό κατεστημένο που ωστόσο το ίδιο το ΑΚΕΛ νομιμοποίησε ιδεολογικά και πολιτικά.

Αντίπαλος της Αριστεράς δεν είναι μόνο η δεξιά μνημονιακή κυβέρνηση (είτε εδώ είτε στην Κύπρο). Αντίπαλός της είναι και όλες οι δεξιές εθνικιστικές δυνάμεις που συγκυριακά μπορεί να είναι και αντιμνημονιακές. Απέναντι σε αυτό το ζήτημα, χρειάζεται ξεκάθαρη και συνεκτική θέση. Για παράδειγμα, δεν μπορεί κανείς να απορρίπτει μια συμμαχία με τον Καμένο στην Ελλάδα, αλλά να παραβλέπει το ταξικό περιεχόμενο της πολιτικής του Λιλλήκα στην Κύπρο∙ κάτι τέτοιο σημαίνει ότι αρκεί να σηκώσει κανείς το λάβαρο του πατριωτισμού για να ξεχαστούν όλες οι πολιτικές, ταξικές και ιδεολογικές αναφορές του.

H παγωμένη μας πυξίδα

Πολύς λόγος γίνεται τελευταία για τις πιθανότητες συνεργασίας των λαών του Νότου, για τον ευρωπαϊκό Βορρά και το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μήπως όμως η πυξίδα της Αριστεράς έχει παγώσει σε ένα και μόνο σημείο; Μήπως, δηλαδή, η Αριστερά προτιμά να ακολουθεί την πεπατημένη και να αναπαράγει σχεδόν μηχανιστικά την αντίληψη για τη γειτονιά μας που άλλοι έχουν διαμορφώσει; Οι αναφορές στην Τουρκία περιορίζονται, πολλές φορές, στο στερεοτυπικό σχεδόν σχήμα της «επιθετικής και επεκτατικής Τουρκίας». Δεν αγνοούμε τα προβλήματα στις σχέσεις των δύο χωρών. Ωστόσο, δεν είναι δυνατόν ακόμη και η Αριστερά να αντιμετωπίζει τα μείζονα αυτά πολιτικά προβλήματα ως στρατιωτικά με τη λογική είτε του πολέμου είτε της εκεχειρίας, μια λογική που χάραξαν προηγούμενες κυβερνήσεις και εδώ και στην Τουρκία όπου ακόμα και η «ελληνοτουρκική φιλία» εντασσόταν πάντα στην ίδια πολιτική στόχευση: ό,τι συνέφερε κάθε φορά το μεγάλο κεφάλαιο και τις κυρίαρχες δυνάμεις (όπως ο στρατός στη Τουρκία) των δύο χωρών. Στην Τουρκία του νεοφιλελεύθερου, νεοσυντηρητικού Ερντοάν συμβαίνουν ιστορικής σημασίας αλλαγές, τις οποίες η Αριστερά οφείλει να αναλύσει και να εκτιμήσει σύμφωνα με τα δικά της ιδεολογικά και πολιτικά εργαλεία. Στο πλαίσιο αυτών των αλλαγών, όπου το ίδιο το πολιτικό σύστημα της Τουρκίας αλλάζει και οι συσχετισμοί δυνάμεων μέσα στην ίδια τη χώρα μεταβάλλονται, αποδεσμεύονται αντιφατικές δυναμικές τις οποίες η Αριστερά δεν μπορεί να αγνοήσει για τη χάραξη μιας νέας, αριστερής πολιτικής. Για παράδειγμα η προσπάθεια επίλυσης του μείζονος προβλήματος, του Κουρδικού, σηματοδοτεί μια μεγάλη αλλαγή αλλά και μια μεγάλη αντίφαση. Από τη μια μεριά αναθεωρείται όλο το οικοδόμημα του κεμαλικού εθνικισμού, αφού το μείζον πρόβλημα μετατρέπεται από στρατιωτικό σε πολιτικό, συγχρόνως όμως η ενδεχόμενη επίλυση του Κουρδικού, υπονομεύει το ίδιο το νεοφιλελεύθερο σύστημα του Ερντοάν. Και αυτό γιατί η μετατροπή ενός προβλήματος από στρατιωτικό-εθνικό σε πολιτικό αποδεσμεύει δυνάμεις στη χώρα αυτή και μπορεί να οδηγήσει, για πρώτη φορά, στη συγκρότηση της πολιτικής με ταξικούς όρους.

Η μονοσήμαντη αναπαραγωγή του εύκολου σχήματος περί ενός μόνιμου και α-ιστορικού επεκτατισμού της Τουρκίας, ο οποίος τώρα προσανατολίζεται και προς τη Μέση Ανατολή, δεν επιτρέπει τη χάραξη μιας άλλης ελληνικής πολιτικής στο πλαίσιο της οποίας τόσο το Κυπριακό όσο και τα ελληνοτουρκικά θα συζητηθούν σε μια βάση που θα έχει την ιδεολογική και πολιτική σφραγίδα της Αριστεράς. Δεν δημιουργεί τις προϋποθέσεις για τη διαμόρφωση ενός άλλου πολιτισμού της Αριστεράς για τα πολιτικά αυτά ζητήματα. Σε ό,τι αφορά κατεξοχήν το Κυπριακό - που με αφορμή αυτό αναπαράγεται όλος ο βαθύς ελληνικός εθνικισμός-, η ένταξη της τουρκοκυπριακής κοινότητας στο κυπριακό ιστορικό, πολιτικό και οικονομικό της πλαίσιο συνιστά την προϋπόθεση για μια άλλη αντιμετώπιση του προβλήματος. Μέχρι σήμερα, ακόμη και μεγάλο μέρος της Αριστεράς δεν συζητά για τους Τουρκοκύπριους αλλά για την Τουρκία σε σχέση με αυτούς. Προτιμά να εγκαθιστά στις αναλύσεις του την Τουρκία ως κύριο πρωταγωνιστή, αφήνοντας τους Τουρκοκύπριους στο περιθώριο, αναφερόμενο σε αυτούς με τα συνηθισμένα ευχολόγια: «δίκαιη λύση του Κυπριακού, με τις δύο κοινότητες μαζί». Διατηρεί λοιπόν μια αριστερή πολιτισμική γλώσσα για τους Τουρκοκύπριους, δανειζόμενο από την άλλη πλευρά τη σκληρά πολιτική γλώσσα από τη Δεξιά, για την οποία στο νησί δεν υπήρξαν ποτέ Τουρκοκύπριοι παρά μόνο ως δάκτυλος της Τουρκίας. Έτσι, αφήνει όλο τον χώρο στη Δεξιά και στο βαθύ εθνικιστικό κατεστημένο να παίζει όποτε και όπως θέλει με τους Τουρκοκύπριους, ξεχνώντας ότι στους Τουρκοκύπριους αναπτύχθηκαν σημαντικές δυνάμεις που έδωσαν και δίνουν σκληρές μάχες για την απαλλαγή τους από τον τουρκικό εθνικισμό και τους φορείς του στην Κύπρο.

Η Αριστερά πρέπει να αρπάξει την ευκαιρία να διαφοροποιήσει το ιστορικό παράδειγμα. Να δώσει ένα διαφορετικό πολιτικό και ιδεολογικό περιεχόμενο τόσο στην ανάλυση των προβλημάτων όσο και στη λύση τους, με την πολιτική στόχευση να μετατρέψει το τρίγωνο Αθήνα – Άγκυρα – Λευκωσία από περιοχή καχυποψίας, διατάραξης και τριβών σε γέφυρα ειρήνης, συμβίωσης και ευημερίας. Και, στην ανάλυσή της, να θυμάται πάντα ότι, και στην Κύπρο, εκτός από κοινότητες, υπάρχουν και τάξεις.


Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Εποχή

Κυριακή 19 Μαΐου 2013

[Ελλάδα - πολιτική και κοινωνία] Θα μείνετε στην Ιστορία… για Σεπτέμβρη

Η απόφαση της κυβέρνησης για την επίταξη των καθηγητών μέχρι νεωτέρας έχει μεγάλη πολιτική σημασία, καθώς αποκαλύπτει ξεκάθαρα τόσο το περιεχόμενο των υποτιθέμενων εκσυγχρονιστικών και εξευρωπαϊστικών μεταρρυθμίσεων όσο και το μέγεθος της εργαλειοποίησης μιας τυπικής πλέον δημοκρατίας σε βάρος της δημοκρατίας. Αντί οι μεταρρυθμίσεις στη δημόσια εκπαίδευση να αποβλέπουν στην ενίσχυση του δημόσιου σχολείου,  κάτι που θα σήμαινε τη συνέγερση των καθηγητών και της κοινωνίας προς την κατεύθυνση ενός σχολείου που προκρίνει τη μόρφωση, την ανάπτυξη της κριτικής ικανότητας των πολιτών του μέλλοντος (επομένως και κατάργηση του ανορθολογισμού των εξετάσεων και της παπαγαλίας, αλλά και διορισμό των σε μόνιμη ομηρεία αναπληρωτών και ωρομίσθιων καθηγητών), η τρικομματική κυβέρνηση επέλεξε τον γνωστό «μεταρρυθμιστικό» μονόδρομο: απολύσεις, εκφοβισμός, τιμωρία και «βούρδουλας». Η ταπείνωση και το καψόνι (όλοι οι καθηγητές, χρειάζονται δεν χρειάζονται, καλούνται ως επιτηρητές στις εξετάσεις, χωρίς να αμείβονται επιπλέον) ως μεταρρυθμιστικά μέσα αποσκοπούν στη μόνιμη συρρίκνωση του σχολείου σε κέντρο καταστολής, με φοβισμένους, υπό απόλυση ή μετάθεση, καθηγητές.

Ο επιταγμένος «μέχρι νεωτέρας» καθηγητής πρέπει να μάθει ότι ο ρόλος του δεν είναι να λειτουργεί ως κοινωνικό και πολιτικό υποκείμενο, φορέας ιδεών και κριτικής σκέψης στους νεότερους. Ο ρόλος του είναι να υπακούει, να υποτάσσεται, να προάγει τον χαφιεδισμό, να μεταδίδει στον μαθητή, μέσα από τον ανορθολογισμό του τελικού σκοπού (των εξετάσεων), τον φόβο για τα πάντα  — σε αυτόν τον μαθητή που στο σχολείο του αλωνίζει η Χρυσή Αυγή και στο σπίτι του κυριαρχεί η απόγνωση από την κρίση…

Ο χρόνος της «μεταρρύθμισης» αλλά και το μέτρο της επίταξης δεν είναι ούτε τυχαία ούτε συγκυριακά. Είναι απολύτως επιλεγμένα και υπακούουν στη λογική μιας ακροδεξιών μεθόδων δεξιάς κυβέρνησης η οποία χρησιμοποιεί την κοινωνική και πολιτική ανάγκη για δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις στον δημόσιο τομέα, για να εθίσει και να εξοικειώσει την κοινωνία σε ένα κράτος καταστολής και υποταγής. Η επίταξη των καθηγητών δεν έγινε επειδή η κυβέρνηση υποχρεώθηκε, μπροστά στον κίνδυνο της διασάλευσης της ηρεμίας των μαθητών, να πάρει ένα ακραίο μέτρο. Έγινε επειδή αυτό προκρίνει ιδεολογικά και πολιτικά ως μέσον για τη συγκρότηση μιας νέας ηγεμονίας, ενός νέου κράτους. Στη «δημοκρατία» της Δεξιάς, με ακροδεξιές εμφανέστατα τάσεις, το κράτος λειτουργεί ως τιμωρός, εναντίον των ατόμων, κοινωνικών και πολιτικών υποκειμένων, εναντίον των διεκδικήσεων τους, προς όφελος της τάξης και της ασφάλειας που μονοπωλιακά (και όχι διαλεκτικά και μαχητικά) ορίζει η ηγεμονική τάξη προς το «συμφέρον του έθνους».  Το άτομο, ως πολίτης και συλλογικό υποκείμενο, ως φορέας μιας διαλεκτικά και συγκρουσιακά συγκροτημένης μνήμης, μετατρέπεται σε «στρατιώτη» προς φύλαξη του ιερού, διαχρονικής και εθνικής εμβέλειας, σκοπού: των πανελλαδικών εξετάσεων, λ.χ. Οι εκπαιδευτικοί, από εδώ και στο εξής, και όχι μόνο στις πανελλαδικές, πρέπει να είναι φαντάροι, υποταγμένοι στον στόχο: να ετοιμάζουν τους νέους για πόλεμο, για εξετάσεις.

Τι σημαίνει όμως η «στρατιωτικοποιημένη» αντίληψη περί συγκρότησης του δημόσιου συμφέροντος; Τι σημαίνει ότι μια κοινωνία εθίζεται στον φόβο και την απαξίωση των δημόσιων θεσμών, των εργαζομένων και των κοινωνικών τους διεκδικήσεων, με πρόσχημα μια υπέρτατη εθνική ανάγκη; Τι σημαίνει για μια κοινωνία, ότι, ενώ στα σχολεία όπου θεριεύει η επιρροή της Χρυσής Αυγής, η κυβέρνηση, αντί να συνάψει ισχυρή συμμαχία με τους καθηγητές, κλείνει το μάτι σε αυταρχικές, στρατιωτικής λογικής μεθόδους, προκειμένου να πολεμήσει τους εχθρούς της,  τους καθηγητές; Σε μια χώρα όπου η «Χρυσή Αυγή» είναι  δημοσκοπικά το τρίτο κόμμα, ο εθισμός της κοινωνίας στον φόβο είναι άκρως επικίνδυνος — για όλους μας, ακόμη και γι’ αυτούς που «δεν κλαίνε» αν απολυθούν κάποιοι καθηγητές (κυρία Ρεπούση, ξαναθυμηθείτε τι σημαίνει αποδιοπομπαίος τράγος στο όνομα της εθνικής απειλής). Ίσως κλάψουν αύριο, ίσως κλάψουμε όλοι μαζί, καθώς  βλέπουμε το πολιτικό μας σύστημα να γέρνει επικίνδυνα προς τα ακροδεξιά, όταν ένα τμήμα της «Αριστεράς», αποποιούμενο τις αρχές του, επιλέγει τον ρόλο του ρυθμιστή και του εγγυητή της δεξιάς πλευράς του πολιτικού συστήματος απέναντι στον «ακραίο» ΣΥΡΙΖΑ, όταν το συνδικαλιστικό κίνημα ακυρώνεται, όταν το ΚΚΕ «περιμένει την επανάσταση», όταν ο ΣΥΡΙΖΑ, κερματισμένος εσωτερικά και αναγκαστικά «απολογητικός» προς τα έξω, χάνει την ορμή του· όταν συμβαίνουν όλα αυτά και  εθιζόμαστε σε μια λουφαγμένη από τον φόβο των –μεταρρυθμιστικών– «μέχρι νεωτέρας», μέτρων κοινωνία.

Εσείς της κυβέρνησης, μείνατε στην Ιστορία «μετεξεταστέοι». Ο κίνδυνος είναι μήπως μείνει η κοινωνία «μετεξεταστέα» στη δημοκρατία.


Τετάρτη 1 Μαΐου 2013

[Τουρκία - τηλεόραση] Ο σουλτάνος που ενοχλεί τον Ερντογάν όσο και τον Σαμαρά

Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής ή ο Μεγαλοπρεπής Αιώνας:
οι ιδεολογικές στοχεύσεις μιας τηλεοπτικής σειράς


Η τουρκικής παραγωγής σειρά που προβάλλεται στην Ελλάδα κάθε βράδυ από τη συχνότητα του τηλεοπτικού καναλιού ΑΝΤ1 με θέμα τον Οθωμανό σουλτάνο Σουλεϊμάν –Μεγαλοπρεπής για τους Δυτικούς, Νομοθέτης (Κανουνί) για τους Οθωμανούς– προκαλεί ποικίλες αντιδράσεις στην Τουρκία και την Ελλάδα, όχι μόνο για τη θεαματικότητά της αλλά και για το σενάριό της. Το γεγονός ότι ο ίδιος ο πρωθυπουργός της Τουρκίας, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ασχολήθηκε προσωπικά με τη σειρά, απειλώντας μάλιστα με τη διακοπή της αν η παραγωγή δεν συμμορφωνόταν προς τας υποδείξεις, δείχνει ότι μια σειρά με θέμα τη ζωή του μεγαλοπρεπούς σουλτάνου δεν είναι ποτέ ακίνδυνη. Ο Σουλεϊμάν, έστω και ως ήρωας σίριαλ, καλείται αιώνες μετά τον θάνατό του να επαληθεύσει την οθωμανική ιστορία έτσι όπως τη φαντασιώνεται σήμερα ο Τούρκος πρωθυπουργός. Στο ίδιο πλαίσιο, αν και με εκ διαμέτρου αντίθετες στοχεύσεις, κινούνται και οι αντιδράσεις στην Ελλάδα από τους μόνιμους αυτόκλητους θεματοφύλακες της «ελληνικής φυλής». Ο Σουλεϊμάν του σίριαλ πρέπει να επιβεβαιώνει την αιώνια εθνική παράδοση της απειλής από τους Τούρκους. Ο σουλτάνος οφείλει να απειλεί από τα βάθη των αιώνων τον Ελληνισμό, τόσο ως τύραννος του τότε όσο και ως το μακρύ, έστω και βρικολακιασμένο, χέρι του «νεο-οθωμανισμού» σήμερα.

Ωστόσο εκατομμύρια τηλεθεατές παρακολουθούν φανατικά τη σειρά. Αυτό το διαφορετικό εθνικά κοινό μάλλον κάτι άλλο βλέπει σε αυτόν τον μεγάλο σουλτάνο, κάτι που προφανώς ξεφεύγει από τον Ερντογάν ή τους δικούς μας σωτήρες. Κάτι όμως που σίγουρα ούτε ο ίδιος ο Σουλεϊμάν είχε διανοηθεί τότε ότι θα έβλεπαν σε αυτόν αιώνες μετά οι κάποτε υπήκοοι της κραταιάς αυτοκρατορίας του. Αν αναλογιστούμε ότι ποτέ και κανένας σουλτάνος μέχρι τον 19ο αιώνα δεν ήταν ορατός (εκτός εξαιρέσεων) στον δημόσιο χώρο, ο Σουλεϊμάν σίγουρα θα είχε αποκεφαλίσει τον απερίσκεπτο που θα τολμούσε να βάλει κάμερα στην κλειδαρότρυπα του παλατιού του. Ο πρώτος λόγος λοιπόν για την επιτυχία της σειράς είναι ο ίδιος που εξασφαλίζει την επιτυχία στα ιστορικά μυθιστορήματα ή τις ταινίες εποχής. Η δραματοποίηση του παρελθόντος, αυτού του σκοτεινού, μυστηριώδους χώρου των εθνικών ή άλλων «φαντασμάτων» μας, μαγεύει το ευρύ κοινό. Όσο βαρετή είναι η επιστήμη της Ιστορίας, με την εξορθολογιστική και απομυθοποιητική προσέγγιση των πραγματικοτήτων του παρελθόντος, τόσο εξάπτουν τη φαντασία οι μυθιστορηματικές αφηγήσεις για το παρελθόν, αυτές οι αφηγήσεις των περιπετειών των ηρώων, που φτιάχνουν έναν κόσμο του καλού και του κακού, έναν κόσμο πολύχρωμο, ανθρώπινο και μυθικό ταυτοχρόνως, με τις Χιουρρέμ του, τους Ιμπραήμ του, και πάνω απ’ όλα με τους σουλτάνους και τους βασιλιάδες του.

Μετά από αιώνες σιωπή λοιπόν το σκοτεινό παλάτι του Τόπκαπι άνοιξε τις πύλες του διάπλατα και αποκαλύπτει, όχι τόσο την πραγματικότητά του όσο τα επτασφράγιστα μυστικά του. Τα μυστικά ενός κόσμου με τον οποίο η Ιστορία έκλεισε τους λογαριασμούς της, όχι όμως και η φαντασία των δημιουργών και του κοινού ή οι ιδεοληπτικές φαντασιώσεις κάποιων πολιτικών ή σωτήρων. Η σειρά αποκαλύπτει κυρίως τα μυστικά του πλέον εμβληματικού σουλτάνου: του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς (1494-1566), του φόβου και του τρόμου Ανατολής και Δύσης, μουσουλμάνων και χριστιανών. Οι άλλοτε φοβισμένοι υπήκοοι του πανίσχυρου αλλά αόρατου σουλτάνου κατά κάποιον παίρνουν τρόπο αναδρομικά την εκδίκησή τους: τον βλέπουν, σχολιάζουν και κριτικάρουν τη ζωή και τα έργα του. Μέχρι σήμερα ελάχιστη καλλιτεχνική παραγωγή είχε αφιερωθεί στους Οθωμανούς σουλτάνους, κι αυτό παρά το γεγονός ότι προσφέρονται για εκλαϊκευτικές ή μυθιστορηματικές αναγνώσεις. Στην Τουρκία, ο μέχρι πρόσφατα κυρίαρχος κεμαλισμός απαξίωνε το σουλτανικό οθωμανικό παρελθόν, και οι δημιουργοί απέφευγαν τις περιπέτειες με τους Οθωμανούς προγόνους. Στις άλλες χώρες της περιοχής, η καλλιτεχνική παραγωγή περιορίστηκε αυστηρά στην ενίσχυση του κυρίαρχου εθνικού αφηγήματος, μέσα από το οποίο προβάλλονταν οι εθνικοί ήρωες που πολέμησαν εναντίον της μισητής οθωμανικής τυραννίας. Πάντως και σε αυτές τις περιπτώσεις, όπου παρήλαυναν αιμοσταγείς πασάδες, άγριοι Οθωμανοί πολεμιστές, ο σουλτάνος ήταν σχεδόν πάντα αόρατος. Και ξαφνικά έρχεται ο Σουλεϊμάν για να σπάσει τη σιωπή αιώνων. Ναι, ένας σουλτάνος ήταν κι αυτός άνθρωπος τελικά!

Ιστορικό δράμα με στοιχεία σαπουνόπερας

Δύο λόγια για τη σειρά σε σκηνοθεσία των αδελφών Ντουρούλ και Γιαμούρ Ταϊλάν και σενάριο των Μεράλ Οκάι και Γιλμάζ Σακίν. Αυτό το ιστορικό δράμα με στοιχεία σαπουνόπερας είναι ένα καλογυρισμένο σίριαλ, με καλό καστ ηθοποιών και κορυφαίο τον πρωταγωνιστή, τον ηθοποιό που ξεκίνησε από την όπερα και το μουσικό θέατρο Χαλίτ Εργκέντζ (Σουλεϊμάν). Ο Εργκέντζ υποδύεται με εξαιρετικό τρόπο τον μεγαλοπρεπή «κυρίαρχο των τριών ηπείρων», με μοναδικά σχεδόν εκφραστικά μέσα τα μάτια, την υποβλητική φωνή, τις σιωπές, τις εκφράσεις του προσώπου και τις εναλλαγές στις στάσεις του σώματός του. Από τους υπόλοιπους ηθοποιούς –οι περισσότεροι αντάξιοι των ηρώων που καλούνται να υποδυθούν– ξεχωρίζει βέβαια ο Σελίμ Μπαϋρακτάρ, ο ευνούχος Σουμπούλ Αγά της σειράς. Ο Μπαϋρακτάρ υποδύεται μοναδικά τον ρόλο του αθόρυβου, πανταχού παρόντα, ισορροπιστή, φοβισμένου, αλλά και φόβητρου για τις παλλακίδες, ευνούχου του χαρεμιού.

 Τα κοστούμια αποτελούν το άλλο δυνατό σημείο αυτής της σειράς, αφού εξυπηρετούν τον σκοπό τους: τη γήτευση του κοινού μέσα από το ξαναζωντάνεμα ενός κόσμου πάνω απ’ όλα πλούτου, δύναμης και ισχύος. Το σενάριο επίσης αποτελεί ένα από τα ατού της σειράς. Ο έρωτας του πανίσχυρου ήρωα για την πανέμορφη κοκκινομάλλα Ρωσίδα Ρωξελάνη-Χιουρρέμ (η ηθοποιός Μεϋρέμ Ουζερλί), γύρω από τον οποίο υφαίνεται ένα στόρι με ίντριγκες, αίμα και συνεχείς ανατροπές, τον καθιστά ευάλωτο και ανθρώπινο, τη δε σειρά καθηλωτική. Η λελογισμένη χρήση της λυρικής οθωμανικής ποίησης ντιβάνι (ποίηση του παλατιού), σε συνδυασμό με τη χρήση αποσπασμάτων από τα γράμματα του Σουλεϊμάν στη Χιουρρέμ, προσδίδουν στον σεναριακό έρωτα του σουλτάνου μια δύναμη ασυνήθιστη για σειρά του είδους της. Από την άλλη μεριά, οι δεσμοί φιλίας (που δύσκολα κρύβουν έναν υπονοούμενο έρωτα) ανάμεσα στον σουλτάνο και τον «δούλο» του –τον μεγάλο βεζίρη Ιμπραήμ– ενισχύουν τη μυθιστορηματική απόδοση ενός κόσμου, στον οποίο ο απολυταρχισμός και ο έρωτας-φιλία εγγράφονταν στη θεοκρατική αντίληψη για την εξουσία και τον κόσμο: και τα δύο θέωναν τον σουλτάνο και αποθέωναν τον έρωτά του πάνω απ’ όλα στον Θεό.

Μεταξύ μυθοπλασίας και ιστορικής πραγματικότητας

Η σειρά, όπως είναι φυσικό, κινείται στα όρια: ανάμεσα στη μυθοπλασία και την ιστορική πραγματικότητα, ανάμεσα στη μυθοπλαστική και τη δραματοποιημένη απόδοση της εποχής του Σουλεϊμάν και των προβολών που οι σύγχρονοι Τούρκοι κάνουν στο οθωμανικό παρελθόν τους. Η σειρά λοιπόν έχει πολλά επίπεδα ανάγνωσης, από τα οποία το σημαντικότερο αφορά την επανεφεύρεση ενός οθωμανικού παρελθόντος, ικανού να τροφοδοτήσει τις σημερινές αναζητήσεις των Τούρκων για μια νέα ταυτότητα. Από την άλλη μεριά βέβαια, και οι μη Τούρκοι αναγνωρίζουμε σε αυτό τον οθωμανικό κόσμο κάποια στοιχεία μιας οικείας παράδοσης, διαμεσολαβημένης ιστορικά μεν από την επίσημη εθνική αφήγηση αρνητικά, πολιτισμικά δε από γλωσσικές εκφράσεις και συνήθειες των Μικρασιατών προγόνων που λειτουργούν εξοικειωτικά.

Κατ’ αρχάς η σειρά –ο Μεγαλοπρεπής Αιώνας (Μουχτεσέμ Γιουζγίλ) στα τουρκικά– βασίζεται σε πολλές ιστορικές αλήθειες, οι οποίες βεβαίως δεν ανασυνθέτουν την ιστορική πραγματικότητα. Εξυπηρετούν το στόρι του σεναρίου και αποδίδουν υπαινικτικά τις ιστορικές παραμέτρους του πιο σημαντικού ίσως οθωμανικού αιώνα στο πλαίσιο του οποίου διαμορφώθηκαν οι όροι για την ανάδειξη ενός από τους πιο εμβληματικούς Οθωμανούς σουλτάνους. Ο Σουλεϊμάν λοιπόν, ο οποίος ανέβηκε στον θρόνο το 1520 και κυβέρνησε επί 46 χρόνια, ήταν αυτός που επί εποχής του εδραιώθηκε ο αυτοκρατορικός χαρακτήρας του κράτους, γεωγραφικά, θεσμικά και συμβολικά. Η επέκταση του οθωμανικού κράτους μέχρι την καρδιά της Ευρώπης (πολιορκία της Βιέννης), η κυριαρχία στη Μεσόγειο (εκτός από την Κύπρο και την Κρήτη) που υποχρέωσε την πανίσχυρη Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας σε συνεχείς ήττες, η εδραίωση της οθωμανικής εξουσίας στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, καθιστούν τον Σουλεϊμάν παραδειγματικό ήρωα, στο πρόσωπο του οποίου συγκεντρώνονται τα χαρακτηριστικά της αυτοκρατορικής εξουσίας: δύναμη, δικαιοσύνη, εκ Θεού εμπνεόμενος αυταρχισμός και πατερναλισμός – προστάτης των υποταγμένων και φόβος των αντιπάλων.

Στην κεμαλική εποχή της Τουρκίας (1923-2002), το επίσημο τουρκικό κράτος είδε στο οθωμανικό παρελθόν και στους μεγάλους κατακτητές σουλτάνους τη συνέχεια του ηρωικού τουρκικού στρατού, αυτόν τον θεμελιωτή ισχυρών κρατών (του οθωμανικού συμπεριλαμβανομένου) που προϋπήρχε των Οθωμανών σουλτάνων και τους οποίους ανέτρεψε προκειμένου να «χαρίσει» στο τουρκικό έθνος την Ανεξαρτησία του. Σήμερα, όπως φαίνεται και από το σίριαλ, το οθωμανικό παρελθόν είναι ανοικτό σε νέες αναζητήσεις, τις οποίες το κόμμα του Ερντογάν δεν έχει κατορθώσει ακόμη να οικειοποιηθεί ώστε να επιβάλει μονοπωλιακά μία οθωμανική παράδοση. Είναι προφανές ωστόσο ότι αυτό το παρελθόν φέρει πια τη σφραγίδα των σουλτάνων-ανθρώπων.

Στην τηλεοπτική σειρά ανιχνεύονται εύκολα αυτές οι πολλαπλές αναζητήσεις. Από τη μια μεριά οι κεντρικές γραμμές της Ιστορίας αποδίδονται, κυρίως σε ό,τι αφορά την αυτοκρατορική εξουσία, αρκετά πειστικά. Το σίριαλ επικεντρώνεται στο παλάτι, απ’ όπου ο αόρατος για τους υπηκόους σουλτάνος κυβερνούσε την αχανή αυτοκρατορία του. Η πραγματικότητα του παλατιού, έτσι όπως αυτή ξεδιπλώνεται, αναδεικνύει με αληθοφανή τρόπο τους κανόνες και την άκαμπτη ιεραρχία, ο σεβασμός των οποίων αποτελεί προϋπόθεση για την επιβίωση σε αυτό, για την απόκτηση πολιτικής ισχύος και οικονομικής δύναμης. Ωστόσο όλα εξαρτώνται τελικά από την ιεραρχική εγγύτητα με το «πρόσωπο», με τον σουλτάνο. Οι αξιωματούχοι του κράτους, οι γυναίκες του σουλτάνου, όλοι όσοι δεν ανήκαν στη δυναστεία ήταν υπηρέτες/-τριες (κουλ: δούλοι) του σουλτάνου, στον οποίο ανήκε η ζωή, η τιμή και η περιουσία τους. «Όπου πατάω εγώ είναι νόμος», λέει ο Σουλεϊμάν στη σειρά, και γύρω από αυτή τη φράση ξετυλίγεται το κουβάρι των κομβικών στοιχείων του αυτοκρατορικού ρόλου.

Ωστόσο, από την άλλη μεριά, υπάρχουν στη σειρά πολλά ενδιάμεσα επίπεδα ανάγνωσης της αυτοκρατορικής εξουσίας, στα οποία ο αξιακός κώδικας του παρελθόντος δεν μένει ανεπηρέαστος από τα στερεότυπα που επιβίωσαν ή ανατροφοδοτούνται στο παρόν. Ο Σουλεϊμάν, ο μοναδικός με συνέχεια και συνέπεια θετικός ήρωας της σειράς, έχει φτιαχτεί με κάπως πιο έντονα, αναγεννησιακού τύπου χαρακτηριστικά. Οι υπόλοιποι ήρωες, θετικοί ή αρνητικοί, πλάθονται άλλοτε με αληθοφανή στοιχεία της οθωμανικής πραγματικότητας, άλλοτε στη βάση μεταγενέστερων κατασκευών και κυρίαρχων στερεοτύπων: για παράδειγμα, οι Ρωσίδες και κυρίως οι Καυκάσιες γυναίκες –οι ξένες γενικώς– είναι πανέμορφες, ανυπάκουες, με γυναικεία εξυπνάδα αντάξια της ανδρικής. Αυτό πάντως το ετερόκλητο σύμπαν του παλατιού, τις γυναίκες του χαρεμιού που ανταγωνίζονται μεταξύ τους μέχρι θανάτου για μια θέση στο κρεβάτι και στην εξουσία του σουλτάνου, αλλά και τους άνδρες, που σκοτώνονται για τα προνόμια της σουλτανικής εξουσίας, ο σουλτάνος ή το εξημερώνει ή το τιμωρεί παραδειγματικά.
 
Ο Ρωμιός βεζίρης θύμα των στερεοτύπων

Και μέσα σε όλους αυτούς τους χαρακτήρες ξεχωρίζει ένας: ο μεγάλος βεζίρης Ιμπραήμ Πάργκαλι, ο εξισλαμισμένος από παιδομάζωμα Ρωμιός την καταγωγή, ο απίστευτα ικανός αλλά και αθεράπευτα, μέχρι προδοσίας άπληστος, υψηλός Οθωμανός αξιωματούχος. Παρά το γεγονός ότι η σειρά ακουμπάει αρκετά στην οθωμανική πραγματικότητα, στην οποία τα υψηλά αξιώματα μύριζαν αίμα, διαφθορά, πλεκτάνες και ίντριγκα, αυτή όμως σε ό,τι αφορά τον Ιμπραήμ υπονομεύεται από το στερεότυπο του προδότη, του εκ φύσεως και καταγωγής άπιστου. Ο χαρακτήρας του Ιμπραήμ, τον οποίο ο σουλτάνος τίμησε με προσωπική φιλία και τα σημαντικότερα προνόμια, χτίζεται κατ’ αρχάς με τα υλικά των στερεοτύπων που άρχισαν να διαμορφώνονται από τον 19ο αιώνα και μετά, προκειμένου να ερμηνευτούν οι εθνικές Επαναστάσεις, κυρίως η ελληνική: οι αποστάτες άπιστοι, οι αχάριστοι απέναντι στους προστάτες τους, τον σουλτάνο.

Ακόμη και οι αντιφάσεις του ήρωα (πανίσχυρος αλλά δούλος) εξυπηρετούν περισσότερο μεταγενέστερες πραγματικότητες ή κατασκευές. Ο μεγάλος βεζίρης του 16ου αιώνα, από παιδομάζωμα, παρουσιάζεται σαν τραγικός ήρωας, με χαρακτηριστικά μάλλον μεταγενέστερων αιώνων: ανέστιος, άπατρις, με συνείδηση της ετερότητάς του και της εθνότητας στην οποία ανήκει (Ρωμιός), εξαιτίας της οποίας και γίνεται προδότης. Βέβαια στη σειρά εμμέσως ασκείται κριτική στην προσωποποίηση της δικαιοσύνης από τον σουλτάνο. Όμως και αυτή υπακούει στην εκ των υστέρων νεωτερική αντίληψη περί της σουλτανικής εξουσίας. Στην εποχή του Σουλεϊμάν, οι υποταγμένοι λαοί, μουσουλμάνοι και μη μουσουλμάνοι, πίστευαν (με την έννοια της υποταγής στον Θεό) στη δικαιοσύνη του σουλτάνου, ενσάρκωση της θείας δικαιοσύνης επί της γης. Η εξουσία του δεν ήταν διαπραγματεύσιμη, ήταν ιερή. Διαπραγματεύσιμη ήταν αυτή των Οθωμανών αξιωματούχων. Μόνο με τις εθνικές Επαναστάσεις αποϊεροποιήθηκε ο σουλτάνος και η εξουσία του ορίστηκε ως τυραννική, με πολιτικούς, κοσμικούς όρους.
Ένα σίριαλ όμως είναι προϊόν μυθοπλασίας και θα ήταν άστοχο να ζητάμε από αυτό να παίξει τον ρόλο του ιστορικού καταγραφέα.

Πολιτική μέσω σίριαλ

Η παραγωγή σειρών με θέμα τους σουλτάνους δεν είναι άσχετη με τη στροφή που έχει κάνει ένα μέρος της διεθνούς ιστοριογραφίας προς την επανεφεύρεση των αυτοκρατοριών ως ιστορικών παραδειγμάτων καλής, αποτελεσματικής και δίκαιης διακυβέρνησης πολυεθνοθρησκευτικών πληθυσμών. Την εποχή της παγκοσμιοποίησης, η αναζήτηση στα αυτοκρατορικά παρελθόντα ενός ιστορικού προηγούμενου οικουμενικών ενοτήτων κάτω από μια σοφή και δίκαιη εξουσία άρχισε να γίνεται εμφανής. Από την άλλη μεριά, και στο πλαίσιο της ολοένα αυξανόμενης κυριαρχίας του νεοφιλελεύθερου πατερναλισμού, οι αυτοκρατορίες προσφέρονται για την ιστορική νομιμοποίηση της στροφής προς ένα περισσότερο πολιτισμικό παρά πολιτικό περιεχόμενο της έννοιας του πολίτη, προς μια πολιτισμική ταυτότητα κοινοτήτων –και όχι πολιτική ταυτότητα εθνών-κρατών– που εξασφάλισε κάποτε στους ανθρώπους ειρήνη και στα κράτη, δύναμη. Ο Σουλεϊμάν της τουρκικής σειράς θα μπορούσε να συμβάλει προς αυτή την κατεύθυνση, και θεωρητικά να εκλαϊκεύσει την οθωμανική παράδοση στην οποία ανατρέχει και ο Ερντογάν, προκειμένου να δώσει ιστορικό βάθος στον νεοφιλελεύθερο, αυτοκρατορικό πατερναλισμό του απέναντι στον κεμαλικό, εθνικό, πατερναλισμό του στρατού, καθώς και ιστορική προοπτική στην Τουρκία που ονειρεύεται.

Ωστόσο η σειρά τον ενόχλησε τον Ερντογάν. Κάτι τον ενόχλησε στο σενάριο, το ίδιο μάλλον που τον ενοχλεί και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το πολιτισμικό πρότυπο που επιδιώκει ο Ερντογάν να διακινήσει με την πολιτική του και μέσα από αυτό να καταστήσει την Τουρκία (και τον εαυτό του) κέντρο, φορέα και εγγυητή της συνέχειας μιας κοινής για τον μουσουλμανικό κόσμο παράδοσης που χάνεται στο οθωμανικό παρελθόν των σουλτάνων-χαλίφηδων, δεν υποστηρίζεται από το σίριαλ, ούτε όμως και από την Ιστορία. Το σίριαλ επιμένει στον κοσμικό, απολυταρχικό ρόλο του σουλτάνου, ελάχιστα δε ασχολείται με τον θρησκευτικό του. Το σίριαλ λοιπόν αποδίδει έξοχα αυτή την κοσμική, γραφειοκρατική, σκληρά ιεραρχική οθωμανική πραγματικότητα της δυναστείας και των «δούλων». Οι αρχές της οικογένειας, της μουσουλμανικής αρετής, του απερίσπαστου από τα εγκόσμια δίκαιου, κυρίαρχου-πολεμιστή, τις οποίες επιδιώκει να προωθήσει η νεοσυντηρητική ιδεολογία του Ερντογάν ως αξίες μιας κοινής, στη φαντασιακή μουσουλμανική κοινότητα, οθωμανο(τουρκικής)-μουσουλμανικής, παράδοσης, δεν υπήρχαν την εποχή των σουλτάνων – και το σίριαλ το δείχνει. Η πολιτική Ερντογάν για ένα νέο πολιτισμικό πρότυπο μιας ταυτότητας, βασισμένης στην παράδοση των χρηστών ηθών της μουσουλμανικής οικογένειας με τις γυναίκες κουκουλωμένες, προσκρούει όχι μόνο στην ιστορική πραγματικότητα αλλά και στις σημερινές πραγματικότητες της ίδιας της τουρκικής κοινωνίας, τουλάχιστον ακόμη. Η φαντασιακή, χρηστή μουσουλμανική οικουμένη με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη την οποία ο Ερντογάν αναζητεί στο οθωμανικό παρελθόν δεν υπήρξε ιστορικά – και δεν φταίει η σειρά γι’ αυτό. Οι αναζητήσεις στα αυτοκρατορικά παρελθόντα ιστορικών προτύπων δίκαιης και καλής διακυβέρνησης, αρμονικών ταυτοτήτων κ.λπ. είναι άκρως επισφαλείς, γιατί αποκαλύπτουν εντέλει τις ιδεολογικές και πολιτικές στοχεύσεις αυτών που τις επικαλούνται σήμερα ως παράδεισο: οι αυτοκρατορίες ήταν ισχυρές κατ’ αρχήν και κατ’ αρχάς όσο μπορούσαν να εξασφαλίσουν την υποταγή των πληθυσμών τους στον μονάρχη. Μετά πέθαναν! Και ο Σουλεϊμάν της σειράς δεν κρύβει την υποταγή.

Από την άλλη μεριά, οι Έλληνες εθνοσωτήρες βλέπουν στον Σουλεϊμάν και τα άλλα τουρκικά σίριαλ το μακρύ χέρι της νεοθωμανικής επεκτατικής πολιτικής της Τουρκίας. Έτσι κι αλλιώς, γι’ αυτούς ό,τι είναι τουρκικό είναι εθνικά επικίνδυνο. Σήμερα είναι ο νεοθωμανικός επεκτατισμός, χθες ο κεμαλικός και πάντα ο προαιώνιος εθνικός εχθρός. Πάνω απ’ όλα όμως είναι ένας επίμονος ελληνικός εθνικισμός, για τον οποίο οι πολύπλοκες διαστάσεις της πραγματικότητας που ζούμε σήμερα συρρικνώνονται πάντα σε ένα και μοναδικό σχήμα: αυτό της απειλής και του φόβου, εργαλεία που, πολύ πιο αποτελεσματικά από οποιονδήποτε Σουλεϊμάν ή Ερντογάν, αποδομούν την έννοια του ενεργού πολιτικά πολίτη και την αντικαθιστούν με έναν φοβισμένο, υποταγμένο άνθρωπο που φοβάται τους Τούρκους, τους μετανάστες, τον περίγυρό του, το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον του. Έναν φοβισμένο άνθρωπο που έχει ανάγκη από προστάτες και προστασία.
Όσο για τον Σουλεϊμάν, αυτός σφράγισε τη δική του εποχή. Με τη δική μας εποχή δεν έχει καμία άλλη δουλειά παρά μόνο αυτή του ήρωα μιας πολύ καλής σειράς.


Κυριακή 7 Απριλίου 2013

[Ευρώπη] Ξαναγράφουν την Ιστορία

Με την ομιλία του στις 13 Φεβρουαρίου 2007 ο τότε πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, καθ. Hans-Gert Pöttering (Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα), εγκαινίασε το σχέδιο ίδρυσης του «Σπιτιού της Ευρωπαϊκής Ιστορίας» και τέθηκε επικεφαλής της εννεαμελούς επιτροπής ειδικών –ιστορικών και μουσειολόγων- που συγκροτήθηκε, για την υλοποίηση του σχεδίου. Στις 15 Σεπτεμβρίου 2008 οι «γενικές αρχές» της «Ευρωπαϊκής Ιστορίας» που πρότεινε η επιτροπή εγκρίθηκαν, ενώ το «Σπίτι της Ευρωπαϊκής Ιστορίας, σε έναν τεράστιο χώρο στην καρδιά των Βρυξελλών, προβλέπεται να ανοίξει τις πύλες του το 2014. Πρόκειται για έναν μόνιμο χώρο έκθεσηςτης μνήμης της Ευρωπαϊκής Ιστορίας, για ένα διαρκές ευρωπαϊκό μουσείο, στο οποίο θα «διαμορφώνεται η ευρωπαϊκή ταυτότητα των ευρωπαίων πολιτών».

Το πρώτο πράγμα που τραβά την προσοχή σε αυτό το μεγαλεπήβολο σχέδιο, όπως κωδικοποιείται στα 112 σημεία των «γενικών αρχών», είναι ότι η ιστορία αντικαθίσταται από τη μνήμη της ιστορίας. Στόχος λοιπόν δεν είναι η μελέτη της ιστορίας αλλά η έκθεση της μνήμης της ιστορίας της Ευρώπης, που θα «στεγαστεί» στο «Σπίτι της ευρωπαϊκής ιστορίας». Στη μνήμη, όπως είναι γνωστό, αποθεώνονται οι νεκροί, τα θύματα της ιστορίας, αυτοί που υπέστησαν τα κακά της ιστορίας. Το παρελθόν λειτουργεί με αυτόν τον τρόπο παραδειγματικά, ένας τετελεσμένος χρόνος, ένας κλειστός χώρος στον οποίο συντελέστηκε το κακό το οποίο ευθύνεται για την ανθρώπινη τραγωδία. Από το «Σπίτι» λοιπόν θα απουσιάζει η ιστορία ως λόγος, ως διανοητική λειτουργία προσέγγισης όχι των νεκρών αλλά των ζωντανών του παρελθόντος, ως κριτική προσπάθεια προσέγγισης των περιπετειών των κοινωνιών, των συγκρούσεων τους, των ιδεολογιών τους, των πολιτικών τους, των αντιφάσεων τους. Θα απουσιάζει δηλαδή το παρελθόν ως ένας δυναμικός χώρος άσκησης της πολιτικής (με την ευρεία έννοια του όρου), ως ένας χώρος σε διαλεκτική σχέση με το παρόν και το μέλλον –ένας ανοικτός χώρος συνεχούςδιαλόγου, διαρκούς διαπραγμάτευσης των κοινωνιών με τον χρόνο (και τους χρόνους) τους. Αντί λοιπόν στο «Σπίτι» να ιστορικοποιηθεί η πληθυντικότητα, η πολυπλοκότητα και η συγκρουσιακότητα σε εθνική, ιδεολογική και ταξική βάση της ευρωπαϊκής μνήμης, θα μουσειοποιηθεί η ιστορία της Ευρώπης, όπως αυτή την Ιστορία θα τη «κατασκευάσουν» οι εννέα ειδικοί.

Το δεύτερο ενδιαφέρον σημείο των «γενικών αρχών» αφορά την ίδια την ιστορία της Ευρώπης που θα μνημονευτεί στο «Σπίτι της Ευρωπαϊκής Ιστορίας» -ειδικά την ιστορία του 20ου αιώνα, γιατί αυτή κυρίως αποτελεί το μεγάλο «πρόβλημα». Το μεγάλο κακό στον 20ο αιώνα άρχισε τον Οκτώβρη του 1917, όταν έγινε «το πραξικόπημα των μπολσεβίκων και εγκαινιάστηκε η περίοδος της δικτατορίας σε ένα μέρος της Ευρώπης, δικτατορία που έληξε το 1989». Στο πλαίσιο αυτού του μεγάλου κακού εγγράφεται και ο ναζισμός, αφού ο κομμουνισμός και ο ναζισμός αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Στο «Σπίτι» λοιπόν θα μνημονευθούν τα θύματα του μεγάλου κακού –του κομμουνισμού και του ναζισμού. Αυτό το σχήμα δεν είναι καινούριο, έχει ήδη ξεκινήσει από τις αρχές κυρίως του 1990 και παρήγαγε μεγάλο όγκο αναθεωρητικών μελετών της ιστορίας του 20ου αιώνα. Αυτό ωστόσο που είναι καινούριο είναι το γεγονός ότι η Ε.Ε. υιοθετεί πλέον ασυζητητί αυτό το σχήμα και πάνω σε αυτό στήνει τη μνήμη της ευρωπαϊκής ιστορίας. Το κρίσιμο ερώτημα –ανάμεσα σε πάρα πολλά άλλα- που τίθεται εδώ δεν αφορά απλώς τα μεθοδολογικά, ιστορικά και πολιτικά λάθη βάσει των οποίων «κατασκευάζεται» η μνήμη της ευρωπαϊκής ιστορίας, αφορά κυρίως την ιδεολογία βάσει της οποίας στήνεται το παρόν και το μέλλον της Ευρώπης. Η εξίσωση του σοσιαλισμού –ο οποίος αναφέρεται ως μια Ουτοπία των κοινωνιών εκείνης της εποχής- με τον ναζισμό δηλώνει την οριστική μετάβαση από την «πολιτική της ελπίδας» στην «πολιτική της ευθύνης», από την «πολιτική για το μέλλον» στην «πολιτική για το παρόν» αποκλειστικά. Η ουτοπία του σοσιαλισμού οδήγησε σε εγκλήματα, επομένως οι ιδεολογίες της ελπίδας (για κοινωνική ισότητα, δικαιοσύνη κ.λπ.) είναι όχι μόνο ξεπερασμένες αλλά και απονομιμοποιημένες ιστορικά. Αυτό που έχει σημασία είναι το παρόν, η ιδεολογία του «ελεύθερου κόσμου» (του καλού που έσωσε τον κόσμο από το κακό), η μοναδική που εγγυάται ότι δεν θα υπάρχουν συγκρούσεις (κοινωνικές εννοείται), δεν θα υπάρχουν ανατροπές, δεν θα υπάρχουν αιτήματα και διεκδικήσεις –παρά μόνο ανάγκες. Ο 20ος αιώνας λοιπόν γίνεται έναμουσείο πάθους, από τον οποίο ο 21ος αιώνας πρέπει να κόψει οποιαδήποτε επαφή.

Το τρίτο σημείο ωστόσο στο οποίο αξίζει να σταθούμε είναι ακόμη πιο σημαντικό. Ενώ όλα αυτά ετοιμάζονται στις Βρυξέλλες, στην υπόλοιπη Ευρώπη -στη χώρα μας κυρίως- «αγρόν αγοράζουμε», κι ας αφορά αυτό το «Σπίτι» το παρόν και το μέλλον, και όχι μόνο το παρελθόν. Πνιγμένοι στην οικονομική συγκυρία έχουμε ξεχάσει τηδιαχρονικότητα της πολιτικής –οι Βρυξέλλες όμως δεν την έχουν ξεχάσει. Ο μόνος από την Ελλάδα που είχε την ετοιμότητα να συμβάλει στο άνοιγμα της συζήτησης ήταν το Ινστιτούτο «Ν. Πουλαντζάς», όταν στο πλαίσιο του Transform! Europe αποφασίστηκε μια πρώτη κλειστή συνάντηση ιστορικών στο Παρίσι, για ενημέρωση από έναν Γάλλο, αριστερό βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, προκειμένου να τεθούν οι βάσεις μιας ανοικτής συζήτησης για την αντιμετώπιση των «γενικών αρχών» του «Σπιτιού της Ευρωπαϊκής Ιστορίας». Η ιστορία συνεχίζεται…


Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Αυγή

Δευτέρα 1 Απριλίου 2013

[Κύπρος - λιτότητα] Παλιό κοστούμι με νέα ραφή

Η Κύπρος εδώ και κάποιες μέρες βρίσκεται στη δίνη μιας –νέας ως προς την αντιμετώπισή της, κοινής ωστόσο ως προς τις συνέπειές της– κρίσης. Ωστόσο η αντιμετώπιση της κυπριακής κρίσης, όσο νέα κι αν είναι, εγγράφεται σε μια ενιαία διαδικασία συγκεντρωτισμού της ευρωπαϊκής εξουσίας με την επιβολή νέων κανόνων, από τη Γερμανία κυρίως. Η διαδικασία συγκεντρωτισμού της ευρωπαϊκής εξουσίας εγκαινιάστηκε μέσα στην κρίση, ωστόσο δεν μπορεί να ερμηνευτεί πλέον ούτε με αρχαϊσμούς που παραπέμπουν στο σκοτεινό παρελθόν της χώρας αυτής ή στις θρησκευτικές ρίζες (προτεσταντισμός) της καγκελαρίου της Άνγκελα Μέρκελ, ούτε με συνωμοσιολογικούς, εθνικιστικούς ή εύκολα πατριωτικούς τρόπους. Η κυπριακή κρίση δεν μας επιτρέπει αφέλειες. Αντιθέτως, μας δίνει τη δυνατότητα να φτιάξουμε πλέον μια τυπολογία της αντιμετώπισης της κρίσης.
  
Ο πολιτισμός της λιτότητας, προϋπόθεση για την ηγεμονία της Γερμανίας στην Ευρώπη

Η Γερμανία προτείνει και επιβάλλει, χωρίς αντιστάσεις προς το παρόν, έναν νέο ευρωπαϊκό πολιτισμό, τον πολιτισμό της σκληρής λιτότητας, με στόχο τον εξορθολογισμό των στρεβλώσεων που παρήγαγε, κυρίως στα αδύναμα κράτη, ο ευρωπαϊκός πολιτισμός της προόδου: τους ανορθολογικούς τρόπους διακυβέρνησης (Ελλάδα) ή τα ανορθολογικά χρηματοπιστωτικά συστήματα (Κύπρος), καθώς επίσης τον ανορθολογικό υπερκαταναλωτισμό σε βάρος της παραγωγικότητας και της ανάπτυξης. Ένας τέτοιος εξορθολογισμός ωστόσο θα προϋπέθετε την εμβάθυνση των ορθολογικών κανόνων: κατεξοχήν της δημοκρατίας, σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, εμβάθυνση που θα οδηγούσε στη χειραφέτηση των κοινωνιών από αυτούς που τις εκμεταλλεύονται σε εθνικό-ευρωπαϊκό επίπεδο και στην απελευθέρωση από την τυραννία της ευδαιμονίας στο παρόν. Αντιθέτως, ο πολιτισμός της σκληρής λιτότητας οικοδομεί, μέσα από την ανορθολογική ακύρωση όλων των ορθολογικών κανόνων, μια Ευρώπη-πεδίο τριπλής εξάρτησης και υποταγής των κοινωνιών: στα εθνικά κράτη, στην ευρωπαϊκή ηγεσία και τους εθνικούς ή γεωστρατηγικούς ανταγωνισμούς. Μιας Ευρώπης όχι απελευθερωμένης από το παρόν αλλά απολύτως υποταγμένης σε αυτό. Η κυπριακή κρίση –επειδή ακριβώς συνιστά ιστορική τομή, και όχι μόνο ως προς την αντιμετώπισή της όπως θα φανεί παρακάτω– μας δίνει πλέον τη δυνατότητα να αποκωδικοποιήσουμε τις αρχές, τις μεθόδους και τη ρητορεία επιβολής του νέου πολιτισμού χάρη στον οποίο η Γερμανία εγκαθιστά πολιτική και οικονομική ηγεμονία.
 
Αυτός ο νέος πολιτισμός είναι παλιός ως προς τις μεθόδους και τη ρητορεία με την οποία διακινείται. Είναι ο πολιτισμός τής κατ’ επίφαση δημιουργίας ενός νέου ορθολογικού οικοδομήματος, όπου ακυρώνονται με ανορθολογικό τρόπο οι παλιοί κανόνες στο όνομα της κατεπείγουσας ανάγκης για θέσπιση νέων. Αυτή την παλιά μεθοδολογία τη χρησιμοποίησαν κάποτε τα ισχυρά ευρωπαϊκά κράτη όταν, στο όνομα του νέου τότε πολιτισμού της προόδου, επέβαλαν βίαια και ανορθολογικά στις αποικίες τους νέους κανόνες, ομογενοποιώντας, στο όνομα του κατεπείγοντος του παρόντος, τους τοπικούς χρόνους (παρελθόν, παρόν και μέλλον). Με αυτή την ανορθολογική ομογενοποίηση «κατασκεύασαν» την κατακερματιστική κατηγοριοποίηση των λαών σε πολιτισμένους και απολίτιστους, και των κοινωνιών στο εσωτερικό τους σε ιδιαίτερες μεταξύ τους κοινότητες. Ο νέος πολιτισμός της λιτότητας δεν ξεφεύγει από αυτή τη μέθοδο. Η Κύπρος αντιμετωπίστηκε σαν μια επικίνδυνη ιδιαιτερότητα, μια «ανωμαλία», για τη διόρθωση της οποίας απαιτείτο η βίαιη ακύρωση του χρόνου της μέσα από την επιβολή ενός νέου υγιούς κανόνα. Η Κύπρος βεβαίως είχε ένα υπερτροφικό χρηματοπιστωτικό σύστημα, το οποίο διαμορφώθηκε εξαιτίας των ιστορικών και γεωστρατηγικών ιδιαιτεροτήτων της και παρήγαγε διαπλοκή ανάμεσα στην πολιτική εξουσία και την τραπεζική ελίτ. Ωστόσο είναι επίσης γνωστό ότι χάρη σε αυτό το σύστημα η Κύπρος εντάχθηκε πανηγυρικά στην Ευρωζώνη, τότε που ακόμη δοξαζόταν ο πολιτισμός των φορολογικών παραδείσων. Η ακύρωση λοιπόν του χρόνου της, αλλά και του παλιού κανόνα χάρη στον οποίο εντάχθηκε στην Ευρωζώνη, θα απαιτούσε τη δημοκρατική διαβούλευση σε εθνικό επίπεδο αλλά και ανάμεσα στα κράτη-μέλη. Διαβούλευση που θα επέτρεπε την ομαλή και δημοκρατική εναρμόνιση των εθνικών κανόνων όλων των κρατών (όχι μόνο της Κύπρου) στον ευρωπαϊκό, χωρίς να κινδυνεύσει ένα κράτος με καταστροφή. Θα επέτρεπε επίσης τη συνειδητοποίηση και τη χειραφέτηση της κοινωνίας από ένα σύστημα βαθιάς εξάρτησης από διαπλεκόμενα τοπικά δίκτυα.

Η κυπριακή κοινωνία όμως τιμωρείται παραδειγματικά, αφού της επιβλήθηκε μια ασύμμετρη προς την κρίση που αντιμετώπιζε η χώρα ποινή, την οποία είναι υποχρεωμένη να εκτίσει προκειμένου να κερδίσει το «έπαθλο» της παρούσας σωτηρίας της (μη χρεοκοπία), η οποία κρίνεται ως αγαθό υπέρτερο της δημοκρατίας. Αυτή η ασύμμετρη προς το πρόβλημα τιμωρία της Κύπρου αποτελεί την ιστορική τομή, κατά τη γνώμη μου, στην αντιμετώπιση της κρίσης. Η χώρα αυτή, σε αντίθεση με την Ελλάδα και το μεγάλο δημόσιο χρέος, θα μπορούσε –όπως έξοχα έδειξε ο Σταύρος Τομπάζος στο άρθρο του (Εποχή, 24.3.2013)– να εξυγιάνει το χρηματοπιστωτικό της σύστημα χωρίς να υποχρεωθεί να αποδεχτεί μνημόνιο και τρόικα, χωρίς δηλαδή τη φτωχοποίηση της κοινωνίας. Θεωρώ ότι η σκληρή τιμωρία που επιβλήθηκε στην Κύπρο, μέσα από τη βίαιη ακύρωση ενός παλιού κανόνα στο όνομα του κατεπείγοντος, είχε ακριβώς ως στόχο την εμβάθυνση της κρίσης, σε βαθμό τέτοιο που να δικαιολογεί τη βίαιη ενσωμάτωση και υποταγή της χώρας στον πολιτισμό της λιτότητας.
 
Η Κύπρος δεν τιμωρήθηκε λόγω της συνωμοτικής πολιτικής της Γερμανίας με στόχο τους ενεργειακούς πόρους της Κύπρου. Τιμωρήθηκε γιατί ήταν ο εύκολος στόχος, προκειμένου να δοκιμάσει η Γερμανία το «σπάσιμο» ενός άλλου, παλιού κανόνα-φετίχ του κάποτε ευρωπαϊκού πολιτισμού, «σπάσιμο» που δημιουργεί προηγούμενο για την επιβολή του πολιτισμού της λιτότητας και σε άλλες χώρες της Ε.Ε., όταν αυτό χρειαστεί. Η Κύπρος λοιπόν δεν τιμωρήθηκε σκληρότερα εξαιτίας του «όχι» της κυπριακής Βουλής. Αντιθέτως, η αδιαφορία του Eurogroup στην απόφαση του εθνικού, αντιπροσωπευτικού οργάνου εντάσσεται στο πλαίσιο της ιδεολογικής τύφλωσης των ευρωπαϊκών ηγεσιών να κατανοήσουν τι σημαίνει η θέσπιση νέων κανόνων μέσα από τη βίαιη ακύρωση της δημοκρατίας στο όνομα του κατεπείγοντος εξαιτίας μιας «εθνικής ανωμαλίας». Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς τι σημαίνει για όλη την Ευρώπη –και για τον Βορρά– όταν ένα κράτος μονοπωλεί, στο όνομα του παρόντος, την αποϊδεολογικοποίηση και την αποϊστορικοποίηση των τοπικών χρόνων, επομένως και του ευρωπαϊκού.

Ένα μόνιμο λάθος το οποίο κάνουμε για να διαβάσουμε την αντιμετώπιση της κρίσης είναι –κατά τη γνώμη μου– ότι υιοθετούμε την άποψη πως με αυτήν πλήττονται ειδικά οι χώρες του «Νότου» ή, τώρα με την Κύπρο, ο ελληνισμός. Αυτή η ανάγνωση συσκοτίζει μια πιο σύνθετη πραγματικότητα: ο νέος πολιτισμός της λιτότητας επιβάλλεται από την ηγεμονική δύναμη καταρχήν στις πιο «ευάλωτες χώρες», σε αυτές που τα αληθοφανή στοιχεία είναι πολλά, ώστε να επιτρέπουν τον κατακερματισμό της ευρωπαϊκής κρίσης και την κατ’ εξαίρεση ακύρωση των παλιών κανόνων. Μόνο που αυτή η κατ’ εξαίρεση ακύρωση των κανόνων εξοικειώνει την Ευρώπη με την αντίληψη ότι όλοι οι παλιοί κανόνες, συμπεριλαμβανομένης της ίδιας της δημοκρατίας, συνιστούν αρχαϊκότητες του παρελθόντος. Μέχρι αυτή τη στιγμή, η Γερμανία έχει κατορθώσει να επιβάλει τον πολιτισμό της λιτότητας ως τον μοναδικό αποδεκτό ευρωπαϊκό πολιτισμό, έναν πολιτισμό από τον οποίο επωφελούνται σε εθνικό επίπεδο οι ηγεσίες των κρατών-μελών που συμμερίζονται την ιδεολογία της ηγεσίας της Γερμανίας. Όμως η εξοικείωση με την αντίληψη ότι η δημοκρατία είναι αρχαϊκότητα απέναντι στον νεωτερισμό του ευρωπαϊκού αγαθού, θέτει ακόμη και τα ισχυρά κράτη του Βορρά σε κίνδυνο.

Αυτές τις μέρες αναφέρθηκε κατ’ επανάληψη ότι το «κούρεμα» των καταθέσεων αφορά μόνο την Κύπρο και δεν πρόκειται να εφαρμοστεί αλλού. Αυτή η ιδιαίτερη τιμωρία, αποτέλεσμα της «εθνικής ιδιαιτερότητας», δημιουργεί την ψευδαίσθηση της συναπόφασης, την ψευδαίσθηση ότι δεν παραβιάζονται οι κανόνες, κυρίως αυτός της δημοκρατίας, αλλά ότι η εξαίρεση –η εθνική εξαίρεση– απαιτεί εξαιρετική αντιμετώπιση. Συγχρόνως, επειδή τα χαρακτηριστικά της εθνικής ιδιαιτερότητας (κυπριακό χρηματοπιστωτικό σύστημα) διαβάζονται αποκομμένα από το περιβάλλον στο οποίο διαμορφώθηκαν, δημιουργούν νέες πολιτισμικές, αποϊδεολογικοποιημένες κατηγοριοποιήσεις που συσκοτίζουν τις ιδεολογικές αναφορές της ηγεμονίας που χτίζεται σε βάρος των κοινωνιών της Ευρώπης. Για παράδειγμα, αν οι Κύπριοι ευημερούσαν χάρη στο βρόμικο χρήμα ή οι τεμπέληδες Έλληνες χάρη στα χρήματα των άλλων Ευρωπαίων, είναι καιρός να εκπολιτιστούν. Με αυτό τον τρόπο ο ευρωπαϊκός χώρος χωρίζεται σε «έθνη-κοινότητες», σε ανταγωνισμό μεταξύ τους, των οποίων η επιβίωση εξαρτάται είτε από το κατά πόσο έχουν προνομιακές σχέσεις με τον κυρίαρχο είτε από το κατά πόσο μπορούν να κλειστούν σε έναν δικό τους «κλειστό», εχθρικό προς τον έξω κόσμο –κυρίως τον γείτονα– πολιτισμό, που οικοδομείται γύρω από αρχαϊκές, συντηρητικές εξουσίες.

Επί αποικιοκρατίας, όταν επιβαλλόταν βίαια, στο όνομα του πολιτισμού, μια κατακερματιστική σε κοινότητες νεωτερικότητα, αυτή αντί να οδηγεί σε ανατροπές, στη χειραφέτηση δηλαδή των ντόπιων κοινωνιών από τις ντόπιες αρχαϊκές-αυταρχικές εξουσίες, τις υπέτασσε σε αυτές. Οι τελευταίες είτε επιβάλλονταν στην κοινότητά τους μέσα από τις προνομιακές τους σχέσεις με την αποικιακή εξουσία, είτε στο πλαίσιο της κοινότητάς τους ως φορείς μιας «εθνικής νεωτερικότητας» που θα έσωζε την κοινότητα από την ισοπεδωτική νεωτερικότητα της κυρίαρχης εξουσίας και από την αντίπαλη κοινότητα. Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και σήμερα μεγάλο μέρος του πρώην αποικιοκρατούμενου κόσμου δεν μπορεί να απελευθερωθεί είτε από αυταρχικές εξουσίες (συνήθως θρησκευτικές), που απέκτησαν πολιτική ισχύ χάρη στην ανορθολογική κατηγοριοποίηση των κοινωνιών, είτε από άλλες εξαρτήσεις και προβλήματα. Ο κατακερματισμός απέτρεψε τότε τη χειραφέτηση της κοινωνίας στη βάση κοινωνικών διεκδικήσεων, πολιτικών αιτημάτων και ιδεολογικών αντιπαλοτήτων που θα απειλούσαν την αποικιακή εξουσία αλλά και τις ντόπιες αυταρχικές εξουσίες. Αντιθέτως, γέννησε τον «εθνοθρησκευτικό» ανταγωνισμό ανάμεσα στον ντόπιο πληθυσμό.

Η Γερμανία λοιπόν χρησιμοποιεί τα τελευταία χρόνια αποικιακές μεθόδους, χωρίζοντας την Ευρώπη σε «έθνη-κοινότητες», σε «εθνικές ιδιαιτερότητες», και επιβάλλει έτσι μια κατακερματισμένη και ανταγωνιστική εθνικιστικά ευρωπαϊκότητα. «Το ευρωπαϊκό οικοδόμημα κινδυνεύει από τις ατίθασες, απειθάρχητες, εθνικά οριοθετημένες κοινωνίες», κατά το γερμανικό αξίωμα. Οι ευρωπαϊκές κοινωνίες λοιπόν δεν ορίζονται πολιτικά και ιδεολογικά, με σεβασμό στις εθνικές ιδιαιτερότητές τους, στην πολιτική τους αυτονομία ή και στην ενοποιητική δυναμική των κοινών, ταξικά οριοθετημένων διεκδικήσεών τους, αλλά ως αταξικές κοινότητες.

Το κράτος-έθνος ως πεδίο ταξικής πάλης και δημοκρατικών διεκδικήσεων, ως πεδίο συγκρότησης διεθνικής (ευρωπαϊκής) συνείδησης, ως πεδίο χειραφέτησης και ελευθερίας της κοινωνίας αποδομείται προς όφελος ενός κράτους-έθνους αταξικού και αποϊδεολογικοποιημένου, μοχλού βίαιης προσαρμογής στον νέο πολιτισμό. Αυτός ο εθνικιστικός κατακερματισμός πάνω στον οποίο θεμελιώνεται ο πολιτισμός της λιτότητας είτε αναπαράγει την εξουσία διεφθαρμένων πολιτικών που ευθύνονται για την κρίση αλλά δρουν ως φορείς του νέου πολιτισμού –επομένως ως επαρκείς μηχανισμοί «σωφρονισμού» της κοινωνίας–, είτε συμβάλλει στη νομιμοποίηση «κλειστών», αρχαϊκών, ακραίων δυνάμεων, απειλητικών για το ίδιο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα (Χρυσή Αυγή, για παράδειγμα).
 
Ο πολιτισμός της κατακερματιστικής λιτότητας, τον οποίο επιβάλλει μέσω της Ε.Ε. η Γερμανία, δεν οδηγεί σε παραγωγικότητα και αποτροπή της ευρωπαϊκής κρίσης. Αντιθέτως, με αυτόν χρησιμοποιεί την Ευρωζώνη σαν το ισχυρό διαπραγματευτικό της χαρτί στο παγκόσμιο νεοφιλελεύθερο σύστημα. Οι κοινωνίες της Ευρώπης, όπως οι κάποτε κοινότητες της αποικιοκρατίας, εισάγονται βίαια στην παγκόσμια νεοφιλελεύθερη αγορά με διαύλους ντόπιες εξουσίες και τον κανόνα του κατεπείγοντος, έναν κανόνα βάσει του οποίου ακόμη και τα κράτη του «Βορρά» χάνουν σταδιακά την αυτονομία τους, ενώ οι κοινωνίες χάνουν όχι μόνο τα δικαιώματά τους αλλά και τους πολιτικούς θεσμούς χειραφέτησης και ελευθερίας τους. Με άλλα λόγια, η Γερμανία αναπτύσσει έναν σκληρό «αυτοκρατορικό, νεοφιλελεύθερο εθνικισμό» του οποίου το κύριο χαρακτηριστικό είναι ο φόβος για το αύριο.

Ο νέος πολιτισμός βασίζεται λοιπόν στην αυθαίρετη ομογενοποίηση του χρόνου –του παρελθόντος και του μέλλοντος– των κοινωνιών της Ευρώπης στο όνομα του παρόντος. Στο όνομα της κυρίαρχης πλέον παροντολογίας –»πάρτε αυτά τα μέτρα για να μη χρεοκοπήσετε τώρα, για να σωθείτε σήμερα»– θυσιάζεται το παρελθόν των εθνικών ιδιαιτεροτήτων, των συγκρούσεων για κοινωνικά δικαιώματα, για δημοκρατία και χειραφέτηση, το παρελθόν των αιματηρών αγώνων για δημοκρατία στην Ευρώπη, θυσιάζεται το μέλλον των ευρωπαϊκών κοινωνιών –νέοι χωρίς προοπτική σύνταξης, ανασφάλιστοι και με επισφαλείς συνθήκες εργασίας–, θυσιάζεται επίσης η κοινωνική συνοχή και η ειρήνη σε βάθος χρόνου. Αυτός ο χρόνος του παρόντος που ισοπεδώνει την εθνικά, ταξικά και ιδεολογικά συγκρουσιακή συγκρότηση του παρελθόντος μέσα από την οποία γεννήθηκε στις κοινωνίες η ελπίδα για να διεκδικήσουν τη χειραφέτηση, την ελευθερία και την ισότητά τους, υπονομεύει το όραμα για το μέλλον. Ένα όραμα που θα οδηγεί σε μια δημοκρατική συνείδηση για την Ευρώπη. Χωρίς όμως αυτή την ελπίδα για το μέλλον δεν μπορεί να υπάρχει Ε.Ε., γιατί στοιχείο του ευρωπαϊκού πολιτισμού ήταν η ελπίδα για το μέλλον.

«Οι αδελφοί μας οι Κύπριοι» ή διεκδίκηση μιας άλλης Ευρώπης;

Η τιμωρία που επιβλήθηκε στην Κύπρο ξεσήκωσε μεγάλη αντίδραση κατεξοχήν στην Ελλάδα. Οι αντιδράσεις –αν εξαιρέσουμε την ελληνική κυβέρνηση που, όπως αναμενόταν, ταυτίστηκε πλήρως με την ευρωπαϊκή ηγεσία– εκφράζονται κυρίως με γνώμονα την εθνική συγγένεια και στη βάση των κινδύνων που απειλούν τον ελληνισμό. Αυτές οι αντιδράσεις ωστόσο δεν θεμελιώνουν σε βάθος χρόνου ευρωπαϊκή αντίσταση, ούτε βέβαια υπονομεύουν τη γερμανική ηγεμονία. Αντιθέτως, επιβεβαιώνουν την αντίληψη περί κρίσης-εθνικής ιδιαιτερότητας.

Τουλάχιστον η Αριστερά πρέπει να γίνει φορέας στρατηγικής αντίστασης σε ευρωπαϊκό επίπεδο απέναντι στον πολιτισμό της λιτότητας και ό,τι αυτός συνεπάγεται. Αυτό προϋποθέτει την άμεση απαγκίστρωση από τη συγκυρία –από την παροντολογία– και τη διεκδίκηση του παρόντος, στο πλαίσιο ενός παρελθόντος που γέννησε μια άλλη ελπίδα για πρόοδο (ούτε εθνικιστική ούτε βάρβαρου ανταγωνισμού), και ενός μέλλοντος που για να υπάρξει απαιτείται η θέσπιση νέων κανόνων με εμβάθυνση σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο του μοναδικού ορθολογικού κανόνα: της δημοκρατίας.
 
Η Κύπρος λοιπόν μας βοηθά πλέον να κατανοήσουμε και τις στρατηγικές αντίστασης στην επιβολή του νέου πολιτισμού. Το «όχι» της κυπριακής Βουλής δεν ήταν αρκετό για αντίσταση, όχι όμως επειδή αυτό, όπως έσπευσαν να πανηγυρίσουν κάποιοι δικοί μας, ήταν άχρηστο και οδήγησε σε μεγαλύτερη τιμωρία. Αλλά επειδή δεν θεμελιώθηκε ούτε σε μία ουσιαστική αποκωδικοποίηση του ευρωπαϊκού παρόντος ούτε στη βάση μιας πρότασης για ένα άλλο μέλλον, σχεδιασμένο δημοκρατικά και εμπνευσμένο από ένα όραμα που θα περιορίζει στο εξής τον εθνικό, «φορολογικό παράδεισο». Μόλις έναν χρόνο πριν, η κυπριακή Βουλή, με την πλειοψηφία των κομμάτων που στήριξαν φέτος την προεδρία του Αναστασιάδη, καταψήφισε την επιβολή του εταιρικού φόρου που ήθελε να επιβάλει η προεδρία Χριστόφια σε μια προσπάθεια ελέγχου του φορολογικού παραδείσου. Αντί να στηρίξουν λοιπόν τον τότε πρόεδρο σε κάτι που φαινόταν από τότε ότι θα περιόριζε την καταστροφή, προτίμησαν να μη διαρρήξουν τις προνομιακές σχέσεις με το χρηματοπιστωτικό σύστημα το οποίο έχει βαθιές ιστορικές και πολιτικές ρίζες στην Κύπρο. Οι ευθύνες σε εθνικό επίπεδο για τον εκμαυλισμό, την αποχαύνωση και την εγκατάλειψη των κοινωνιών, ανοχύρωτων απέναντι στην επιβολή του πολιτισμού της λιτότητας, είναι τεράστιες. Το μοναδικό σχέδιο που είχε η Κύπρος μετά το «όχι» ήταν η προσφυγή στη Ρωσία, σαν να μην εμπλέκεται η χώρα αυτή στα γρανάζια του νεοφιλελευθερισμού, σαν να μη δημιουργεί εξαρτήσεις και όρους υποταγής, πιθανότατα και χειρότερους από την ίδια την Ευρωζώνη.

Από την άλλη μεριά, ούτε οι υδρογονάνθρακες έσωσαν την Κύπρο, παρά το γεγονός ότι η μελλοντική αξιοποίησή τους θα μπορούσε να αποτελέσει σωσίβιο σωτηρίας. Δεν ήταν αυτοί βέβαια ο στόχος για τον οποίο επιβλήθηκε βίαια ο πολιτισμός της λιτότητας στην Κύπρο. Παρ’ όλα αυτά, η οικονομική κρίση αυξάνει τους γεωστρατηγικούς κινδύνους, πολύ περισσότερο επειδή με την ανακήρυξη της Α.Ο.Ζ. η Κύπρος «ανοίχτηκε» σε συμμαχίες τακτικισμού που φαίνονταν ισχυρές εκείνη την εποχή –η συμμαχία με το Ισραήλ– αλλά ανίσχυρες σήμερα που τα δεδομένα της περιοχής αλλάζουν και πάλι. Η συμμαχία με αυτό το κράτος –σε εχθρική κατάσταση τότε με την Τουρκία– έμοιαζε να εξασφαλίζει το ενεργειακό, οικονομικό και στρατηγικό μέλλον της Κύπρου. Ξέχασε όμως η Κύπρος ότι το γεωστρατηγικό της πρόβλημα το δημιουργεί η μη λύση του Κυπριακού, κι αυτό επειδή την καθιστά ευάλωτη όχι μόνο στην πολιτική της Τουρκίας αλλά κυρίως στη ρευστότητα των συγκρούσεων της Μέσης Ανατολής.

Η λύση του Κυπριακού σύμφωνα με τις αποφάσεις του Ο.Η.Ε. και με τη συναίνεση των δύο κοινοτήτων συνιστά τη μοναδική προοπτική για τον περιορισμό των κινδύνων που οφείλονται στη γεωστρατηγική της θέση, καθώς και για την προστασία του ενεργειακού της μέλλοντος. Η Κύπρος αλλά και η Ελλάδα, αν θέλουν να ξαναοραματιστούν το μέλλον τους, οφείλουν καταρχήν να αποφασίσουν για το «ποιοι είμαστε» –ένας ενιαίος ελληνισμός ή πολίτες δύο ξεχωριστών, ευρωπαϊκών κρατών στη δίνη της λιτότητας;– καθώς και για το «ποια δεσμά μας ενώνουν». Οφείλουμε δηλαδή να ξαναδιαβάσουμε προσεκτικά και με άλλον τρόπο τη θέση μας στη γειτονιά μας καταρχήν, για να μπορέσουμε να δούμε και τη θέση μας στην Ευρώπη και τον κόσμο. Ζούμε σε μια εποχή μεγάλης ιστορικής μετάβασης, και σε τέτοιες εποχές επιβιώνουν τα κράτη που έχουν το θάρρος να ξαναοραματιστούν τον εαυτό τους όχι με τα παλιά γνώριμα εργαλεία, εκείνα που τα οδήγησαν σε «υποταγή», αλλά με αυτά που θα οδηγήσουν την κοινωνία τους σε χειραφέτηση.