Κυριακή 26 Μαΐου 2013

[Κύπρος] Λίγα λόγια για την Κύπρο και την Αριστερά

Των Σίας Αναγνωστοπούλου και Αδάμου Ζαχαριάδη


Τον τελευταίο καιρό, με αφορμή όσα συνέβησαν στην Κύπρο, επανέρχεται και στις τάξεις της Αριστεράς η συζήτηση για ζητήματα που, με μία έννοια, εντάσσονται στην κατηγορία των «εθνικών θεμάτων». Η ελληνική Αριστερά καλείται, από τη μια πλευρά, να αναλύσει και να εξαγάγει συμπεράσματα από την πενταετή διακυβέρνηση της χώρας από το ΑΚΕΛ και από την άλλη, σχεδόν ταυτόχρονα, να απαντήσει στις προκλήσεις που έθεσαν οι αποφάσεις του Eurogroup του Μαρτίου για την αντιμετώπιση της κυπριακής οικονομικής κρίσης.

Με αφορμή λοιπόν τη νέα κατάσταση που διαμορφώθηκε στην Κύπρο από τον Μάρτιο και μετά, ο δημόσιος διάλογος στο εσωτερικό της ελληνικής Αριστεράς αναδεικνύει τις διαφορετικές προσεγγίσεις (ακόμα και τις συγχύσεις) σε ό,τι αφορά την Κύπρο συνολικά -την ιστορία της, την κοινωνία, την πολιτική και οικονομική της κατάσταση- πολύ δε περισσότερο που το Κυπριακό θεωρείται πάντα μείζον εθνικό θέμα. Ωστόσο, το Κυπριακό συνιστά συγχρόνως το σημείο στο οποίο συμπυκνώνεται μια μεγάλη τομή της ταξικής πάλης στην Ελλάδα.

Μικρή ιστορική αναδρομή


Η Κύπρος δεν αναδύθηκε στα νερά της Μεσογείου το 1974. Το Κυπριακό υπήρχε και πριν από τότε. Ωστόσο, οι αναλύσεις ορισμένων τμημάτων της Αριστεράς (κατ’ αντιστοιχία με τις κυρίαρχες αναλύσεις) ξεκινούν από αυτή τη χρονολογία και διαφοροποιούνται -στην καλύτερη περίπτωση- ως προς τις ευθύνες της ελληνικής πλευράς για το προδοτικό πραξικόπημα της χούντας, απωθώντας επιλεκτικά όσα συνέβησαν από τη δεκαετία του 1940 μέχρι τότε. Παραμένουν έτσι εγκλωβισμένες στη θεωρία των «αδικημένων εθνών» (ο Ελληνισμός είναι συνήθως ένα από αυτά) προσπαθώντας ίσως, πιστές στη γραμμή που χάραξε το ΚΚΕ από το 1949 και μετά, να αποσείσουν την κατηγορία που διατύπωναν οι νικητές του εμφυλίου περί «εθνοπροδοτικής Αριστεράς».

Προνομιακή θέση στην επιχειρηματολογία που αναπτύσσεται έχουν –εννοείται…- τα «ιστορικά επιχειρήματα», μιας και η ιστορία της Κύπρου σημαδεύεται από την τουρκική εισβολή του 1974. Ωστόσο, η τομή την οποία συνιστά, αυτονοήτως, η βαρβαρότητα μιας εισβολής επικαλύπτει μια σειρά αιτίων που έχουν δημιουργήσει αυτό το «πολυπαραγοντικό» πρόβλημα που ακούει στο όνομα Κυπριακό. Το πρόβλημα, δηλαδή, είναι βαθιά πολιτικό. Άλλωστε, όλες οι διεθνείς απόπειρες για επίλυση του Κυπριακού δεν περιορίζονται στο –δίκαιο και αυτονόητο- αίτημα για απόσυρση του τουρκικού στρατού, αλλά προσπαθούν να αντιμετωπίσουν και μια σειρά άλλα προβλήματα που έχουν δημιουργηθεί μέσα στον χρόνο. Η Αριστερά, λοιπόν, καλείται να διατυπώσει τη δική της θέση σε αυτή τη συζήτηση, μια θέση που να μην αναπαράγει άκριτα την «επίσημη» και «θεσμική» ανάγνωση της ιστορίας αλλά εισάγει στη συζήτηση την ταξική και διεθνιστική ματιά της Αριστεράς.

Έτσι κι αλλιώς, η ιστορία είναι δύσβατο χωράφι και υπάρχουν πολλοί τρόποι να το αξιοποιήσει κανείς. Και θα ήταν αστείο να λησμονεί κανείς την «πολιτική χρήση» της ιστορίας και ιδιαίτερα το πώς ορισμένα πράγματα ανάγονται σε «αυτονόητα». Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πολλές φορές η δουλειά της Αριστεράς είναι να πολεμάει, να αμφισβητεί τα «αυτονόητα», να μην τα θεωρεί δεδομένα, όσο κι αν αυτά εφησυχάζουν μια αυτάρεσκη κοινωνία που της αρέσει να βλέπει τον εαυτό της πάντα δικαιωμένο μέσα στον χρόνο. Αν είναι όμως να μιλήσουμε για ιστορία, ας μην περιοριζόμαστε σε μια μονοσήμαντη ανάγνωσή της. Ας ρισκάρουμε να θέσουμε κάποια δύσκολα ερωτήματα που διάφοροι ιστορικοί έχουν διατυπώσει αλλά η Αριστερά στο σύνολό της δεν τολμά πάντα να θέσει. Για παράδειγμα, το ερώτημα που αφορά τη συγκρότηση, την ηγεσία και τα αιτήματα του αγώνα της ΕΟΚΑ. Ο αγώνας αυτός πράγματι «πάτησε» πάνω στις ανάγκες των κοινωνιών για απαλλαγή από την εξάρτηση (αποικιακή ή ημιαποικιακή), για κοινωνική δικαιοσύνη και ισότητα. Όμως ας μη λησμονούμε ότι οργανώθηκε τόσο στην Αθήνα, μέσα στο πιο σκληρό μετεμφυλιακό κλίμα, από αυτούς μάλιστα που πρωτοστάτησαν στο αντικομμουνιστικό πογκρόμ στην Ελλάδα, με αρχηγό τον –ηγέτη της Χ- Γρίβα όσο και στην Κύπρο από τον -γνωστών αντικομμουνιστικών φρονημάτων- Μακάριο. Το κρίσιμο ζήτημα που ετίθετο εκείνη την εποχή για τη Δεξιά ήταν η εξουδετέρωση των υποδοχών που είχε δημιουργήσει η Αριστερά για έναν αγώνα με αντιαποικιακό, κοινωνικό και ταξικό περιεχόμενο. Για τη Δεξιά λοιπόν της εποχής το μεγάλο στοίχημα, προκειμένου να ηγεμονεύσει απέναντι στην Αριστερά, ήταν να αναγάγει το πολιτικό/κοινωνικό αίτημα σε «εθνικό»/αλυτρωτικό. Για να υπηρετηθεί η λογική αυτή κινητοποιήθηκαν όλα τα περιθωριοποιημένα από την ιστορία στοιχεία, όπως ο Γρίβας. Η «Ένωση» αποτέλεσε το σημείο καμπής της υποταγής της Αριστεράς (η οποία έπεσε στη παγίδα) στην εθνική ηγεμονία της Δεξιάς. Με δεδομένα τα παραπάνω –τα γράφει άλλωστε ευθαρσώς ο Γρίβας στα Απομνημονεύματά του- οφείλουμε να αναρωτηθούμε ως αριστεροί/ές για το απελευθερωτικό, κοινωνικό όραμα της ΕΟΚΑ. Να αναρωτηθούμε επίσης για τις καταγγελίες του ΑΚΕΛ για τις επιθέσεις της ΕΟΚΑ σε μέλη του κατά την περίοδο 1955-1959. Τέλος, να αναρωτηθούμε μήπως το αλυτρωτικό όραμα της Ένωσης απέκλειε τους Τουρκοκύπριους από οποιονδήποτε κυπριακό αντιαποικιακό αγώνα, ενώ ενίσχυε τον ακραίο, τουρκικό εθνικισμό και σε αυτή την κοινότητα.

Υπάρχουν βέβαια ερωτήματα και για τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας της Κυπριακής Δημοκρατίας (1960-1974), στα οποία επίσης οι απαντήσεις είναι ιδιαίτερα δύσκολες. Για παράδειγμα, τι συνέβη το 1963 με το αίτημα για τροποποίηση των «13 σημείων» του Συντάγματος από τον Μακάριο; Σηματοδοτούσε άραγε ένα τέτοιο αίτημα μια δίκαιη κυπριακή διεκδίκηση ή την απαρχή συγκρούσεων ανάμεσα στις δύο κοινότητες; Τι σηματοδοτούσε άραγε η τροποποίηση των «13 σημείων» σε ένα πλαίσιο όπου τα δικαιώματα της τουρκοκυπριακής κοινότητας (αναγνωρισμένα από τις διεθνείς συνθήκες) άρχισαν να ορίζονται ως προνόμια παραχωρημένα από την πλειοψηφία στη μειοψηφία; Γιατί αγνοούμε τις αναρίθμητες ομιλίες, συνεντεύξεις, δηλώσεις του ίδιου του Μακάριου -όλες δημοσιευμένες και εύκολα προσβάσιμες- που θα μας διαφώτιζαν για την «ανταρσία» των Τουρκοκυπρίων το ’63 και τις επιθέσεις εναντίον τους; Αναρωτιόμαστε άραγε τι κλίμα δημιουργούσαν όχι μόνο εναντίον της τουρκοκυπριακής κοινότητας αλλά και εναντίον της ίδιας της δημοκρατίας στη χώρα δηλώσεις όπως αυτή του Μακάριου, στις 4 Σεπτεμβρίου του 1962, ότι «μέχρις ότου η μικρή τουρκική κοινότητα, που αποτελεί μέρος της τουρκικής φυλής, του τρομερού εχθρού του ελληνισμού, εξουδετερωθεί, το καθήκον προς τους ήρωες της ΕΟΚΑ δεν μπορεί να θεωρηθεί λήξαν». Γνωρίζουμε κάτι περί του «Σχεδίου Ακρίτας» με συμμετοχή του Τάσσου Παπαδόπουλου, τον οποίο τόσο εξυμνούν τμήματα της ελληνικής Αριστεράς ακόμα και σήμερα; Ξέρουμε άραγε κάτι για τους τουρκοκυπριακούς θύλακες, για τις επιθέσεις στα τ/κ χωριά, ειδικά μετά την επανεμφάνιση του Γρίβα στη Κύπρο; Σε όλα αυτά τα ερωτήματα -καθοριστικά για την όξυνση των σχέσεων μεταξύ των δύο κοινοτήτων αλλά και για την κατάσταση που διαμορφωνόταν στην Κύπρο και η οποία επιδεινώθηκε με το χουντικό πραξικόπημα του 1974 και κορυφώθηκε με την τουρκική εισβολή- ένα μέρος της Αριστεράς προτιμά ή την εκκωφαντική σιωπή ή την υιοθέτηση κάποιων «αυτονόητων». Και αυτό ανεξάρτητα αν έτσι υποτάσσεται στις «γκρίζες ζώνες» του εθνικισμού ή ακόμη και του ρατσισμού, όταν στον λόγο του για το Κυπριακό η άλλη –διεθνώς αναγνωρισμένη- κοινότητα του νησιού, η τουρκοκυπριακή, είτε απουσιάζει είτε υποβαθμίζεται σε μειονότητα.

Με αυτές τις «γκρίζες ζώνες» περί Κυπριακού στις αποσκευές του, μέρος της Αριστεράς δεν τολμά ακόμη να συζητήσει σοβαρά αυτά που συνέβησαν στην Κύπρο το 2004. Έτσι, περνά απαρατήρητο το γεγονός ότι τότε οι Τουρκοκύπριοι είχαν εξεγερθεί κατά του καθεστώτος του Ντενκτάς, κατά της πολιτικής της Τουρκίας, κατά του τουρκικού στρατού, με το σύνθημα μάλιστα «ζητάμε την απελευθέρωσή μας από αυτούς που μας ελευθέρωσαν», διεκδικώντας για πρώτη φορά μαχητικά την ειρηνική συνύπαρξη με τους Ελληνοκύπριους στο ίδιο κράτος. Η πλειοψηφία της ελληνοκυπριακής κοινότητας, υπό την ηγεσία του Τάσσου Παπαδόπουλου (που είχε εκλεγεί με ευθύνη του ΑΚΕΛ) αλλά και με καθοριστικό το «ΟΧΙ» του ίδιου του ΑΚΕΛ, τους γύρισε την πλάτη με βασικό επιχείρημα τη μεγάλη οικονομική ανισότητα των δύο κοινοτήτων. Όπως είχε γράψει ο Άγγελος Ελεφάντης στην Αυγή, «όλοι όσοι ψήφισαν “ΟΧΙ” στο δημοψήφισμα δεν είναι εθνικιστές. Αλλά το “ΟΧΙ” είναι εθνικιστικό». Άλλωστε, θυμόμαστε ακόμη τους «εμπνευσμένους λόγους» «ανθρώπων του Θεού» περί τεμπέληδων και φτωχών Τουρκοκύπριων και άλλα τέτοια τα οποία –πού να το φανταζόμασταν τότε εμείς οι «πλούσιοι»- λίγα χρόνια μετά θα ήταν τα ίδια επιχειρήματα που θα χρησιμοποιούσαν οι πλούσιοι της Ε.Ε. για τους Έλληνες.

Δυστυχώς δεν αντιλαμβανόμαστε ακόμα πως όσο διαιωνίζεται η σημερινή κατάσταση στη Κύπρο τόσο ενισχύεται ο ρόλος της Τουρκίας στο νησί. Δεν αντιλαμβανόμαστε πως μόνο η λύση και η ειρηνική συμβίωση όλων των κατοίκων του νησιού κάτω από το ίδιο ομόσπονδο κράτος είναι ικανή να υποβαθμίσει τον παράγοντα Τουρκία. Η σημερινή πραγματικότητα στη Κύπρο το επιβεβαιώνει και δυσκολεύει απίστευτα την προοπτική της λύσης της διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας.

Πώς ο αντιιμπεριαλισμός μπορεί να γίνει μανδύας του εθνικισμού

Το τελευταίο διάστημα και στους κόλπους της Αριστεράς ανθούν οι γεωπολιτικές αναλύσεις εις βάρος της πολιτικής. Οι αναλύσεις για δρόμους πετρελαίου και φυσικού αερίου, για υπόγειες διαδρομές υδρογονανθράκων, για μουσουλμανικά και άλλα τόξα, υποτάσσουν τις αναλύσεις των κοινωνικών και ταξικών σχέσεων σε απλουστευτικές, γεωστρατηγικές και «εθνικές» συγκρούσεις από τις οποίες σχεδόν εξαφανίζεται η πάλη των τάξεων. Όμως ο ιμπεριαλισμός αντικατοπτρίζει πραγματικούς συσχετισμούς της ταξικής πάλης και δεν είναι μια μάχη μεταξύ «καλών» και «κακών» εθνών με στόχο τις πλουτοπαραγωγικές πηγές κάθε χώρας. Μόνο σε αυτό το πλαίσιο μπορούν να ερμηνευθούν επιλογές όπως η λυκοφιλία με το Ισραήλ στο όνομα του υπέρτατου στόχου της εκμετάλλευσης των φυσικών και ενεργειακών πόρων.

Αυτές οι γενικές σκέψεις είναι γνωστές –λίγο ως πολύ- σε όλους τους αριστερούς και τις αριστερές. Πώς γίνεται ωστόσο τμήματα της Αριστεράς να μπερδεύουν τις έννοιες του αντιιμπεριαλισμού και του διεθνισμού με τις θεωρίες των γεωπολιτικών συνομωσιών και να παραδίδονται έτσι άνευ όρων στη λογική της «αταξικότητας των εθνικών ζητημάτων» που προωθεί ο εθνικισμός, προκειμένου να γείρει την πλάστιγγα της ταξικής πάλης προς όφελος μίας (ποιας άραγε…) τάξης; Στις εποχές που ζούμε, όπου το διεθνιστικό αντιιμπεριαλιστικό πρόταγμα προϋποθέτει και συνεπάγεται την ξεκάθαρη και εφ’ όλης της ύλης διαίρεση Δεξιάς-Αριστεράς, η υιοθέτηση μιας αντίληψης που κάποιοι θέλουν να περιγράφουν ως «πατριωτικό αντιιμπεριαλισμό» και η οποία εμπνέεται από τη θεωρία των «καλών» και των «κακών» εθνών, υπονομεύει το διάβημα της Αριστεράς και ενισχύει διαρκώς τούς, κατά τα άλλα, ταξικούς εχθρούς της. Κι αυτό γιατί, με τον τρόπο αυτό, η Αριστερά δεν μπορεί να σπάσει το βαθύ, πολιτικό, οικονομικό και κυρίως ιδεολογικό, κατεστημένο που έχει συγκροτήσει η Δεξιά στη χώρα. Το παράδειγμα του ΑΚΕΛ στην Κύπρο αποτελεί την πιο τρανταχτή απόδειξη. Ενίσχυσε, με τη συνεργασία με τον Παπαδόπουλο, το «βαθύ κατεστημένο» στην Κύπρο και, στη συνέχεια, προσπάθησε να κυβερνήσει ως αριστερό κόμμα έχοντας απέναντι του το σκληρό κατεστημένο που ωστόσο το ίδιο το ΑΚΕΛ νομιμοποίησε ιδεολογικά και πολιτικά.

Αντίπαλος της Αριστεράς δεν είναι μόνο η δεξιά μνημονιακή κυβέρνηση (είτε εδώ είτε στην Κύπρο). Αντίπαλός της είναι και όλες οι δεξιές εθνικιστικές δυνάμεις που συγκυριακά μπορεί να είναι και αντιμνημονιακές. Απέναντι σε αυτό το ζήτημα, χρειάζεται ξεκάθαρη και συνεκτική θέση. Για παράδειγμα, δεν μπορεί κανείς να απορρίπτει μια συμμαχία με τον Καμένο στην Ελλάδα, αλλά να παραβλέπει το ταξικό περιεχόμενο της πολιτικής του Λιλλήκα στην Κύπρο∙ κάτι τέτοιο σημαίνει ότι αρκεί να σηκώσει κανείς το λάβαρο του πατριωτισμού για να ξεχαστούν όλες οι πολιτικές, ταξικές και ιδεολογικές αναφορές του.

H παγωμένη μας πυξίδα

Πολύς λόγος γίνεται τελευταία για τις πιθανότητες συνεργασίας των λαών του Νότου, για τον ευρωπαϊκό Βορρά και το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μήπως όμως η πυξίδα της Αριστεράς έχει παγώσει σε ένα και μόνο σημείο; Μήπως, δηλαδή, η Αριστερά προτιμά να ακολουθεί την πεπατημένη και να αναπαράγει σχεδόν μηχανιστικά την αντίληψη για τη γειτονιά μας που άλλοι έχουν διαμορφώσει; Οι αναφορές στην Τουρκία περιορίζονται, πολλές φορές, στο στερεοτυπικό σχεδόν σχήμα της «επιθετικής και επεκτατικής Τουρκίας». Δεν αγνοούμε τα προβλήματα στις σχέσεις των δύο χωρών. Ωστόσο, δεν είναι δυνατόν ακόμη και η Αριστερά να αντιμετωπίζει τα μείζονα αυτά πολιτικά προβλήματα ως στρατιωτικά με τη λογική είτε του πολέμου είτε της εκεχειρίας, μια λογική που χάραξαν προηγούμενες κυβερνήσεις και εδώ και στην Τουρκία όπου ακόμα και η «ελληνοτουρκική φιλία» εντασσόταν πάντα στην ίδια πολιτική στόχευση: ό,τι συνέφερε κάθε φορά το μεγάλο κεφάλαιο και τις κυρίαρχες δυνάμεις (όπως ο στρατός στη Τουρκία) των δύο χωρών. Στην Τουρκία του νεοφιλελεύθερου, νεοσυντηρητικού Ερντοάν συμβαίνουν ιστορικής σημασίας αλλαγές, τις οποίες η Αριστερά οφείλει να αναλύσει και να εκτιμήσει σύμφωνα με τα δικά της ιδεολογικά και πολιτικά εργαλεία. Στο πλαίσιο αυτών των αλλαγών, όπου το ίδιο το πολιτικό σύστημα της Τουρκίας αλλάζει και οι συσχετισμοί δυνάμεων μέσα στην ίδια τη χώρα μεταβάλλονται, αποδεσμεύονται αντιφατικές δυναμικές τις οποίες η Αριστερά δεν μπορεί να αγνοήσει για τη χάραξη μιας νέας, αριστερής πολιτικής. Για παράδειγμα η προσπάθεια επίλυσης του μείζονος προβλήματος, του Κουρδικού, σηματοδοτεί μια μεγάλη αλλαγή αλλά και μια μεγάλη αντίφαση. Από τη μια μεριά αναθεωρείται όλο το οικοδόμημα του κεμαλικού εθνικισμού, αφού το μείζον πρόβλημα μετατρέπεται από στρατιωτικό σε πολιτικό, συγχρόνως όμως η ενδεχόμενη επίλυση του Κουρδικού, υπονομεύει το ίδιο το νεοφιλελεύθερο σύστημα του Ερντοάν. Και αυτό γιατί η μετατροπή ενός προβλήματος από στρατιωτικό-εθνικό σε πολιτικό αποδεσμεύει δυνάμεις στη χώρα αυτή και μπορεί να οδηγήσει, για πρώτη φορά, στη συγκρότηση της πολιτικής με ταξικούς όρους.

Η μονοσήμαντη αναπαραγωγή του εύκολου σχήματος περί ενός μόνιμου και α-ιστορικού επεκτατισμού της Τουρκίας, ο οποίος τώρα προσανατολίζεται και προς τη Μέση Ανατολή, δεν επιτρέπει τη χάραξη μιας άλλης ελληνικής πολιτικής στο πλαίσιο της οποίας τόσο το Κυπριακό όσο και τα ελληνοτουρκικά θα συζητηθούν σε μια βάση που θα έχει την ιδεολογική και πολιτική σφραγίδα της Αριστεράς. Δεν δημιουργεί τις προϋποθέσεις για τη διαμόρφωση ενός άλλου πολιτισμού της Αριστεράς για τα πολιτικά αυτά ζητήματα. Σε ό,τι αφορά κατεξοχήν το Κυπριακό - που με αφορμή αυτό αναπαράγεται όλος ο βαθύς ελληνικός εθνικισμός-, η ένταξη της τουρκοκυπριακής κοινότητας στο κυπριακό ιστορικό, πολιτικό και οικονομικό της πλαίσιο συνιστά την προϋπόθεση για μια άλλη αντιμετώπιση του προβλήματος. Μέχρι σήμερα, ακόμη και μεγάλο μέρος της Αριστεράς δεν συζητά για τους Τουρκοκύπριους αλλά για την Τουρκία σε σχέση με αυτούς. Προτιμά να εγκαθιστά στις αναλύσεις του την Τουρκία ως κύριο πρωταγωνιστή, αφήνοντας τους Τουρκοκύπριους στο περιθώριο, αναφερόμενο σε αυτούς με τα συνηθισμένα ευχολόγια: «δίκαιη λύση του Κυπριακού, με τις δύο κοινότητες μαζί». Διατηρεί λοιπόν μια αριστερή πολιτισμική γλώσσα για τους Τουρκοκύπριους, δανειζόμενο από την άλλη πλευρά τη σκληρά πολιτική γλώσσα από τη Δεξιά, για την οποία στο νησί δεν υπήρξαν ποτέ Τουρκοκύπριοι παρά μόνο ως δάκτυλος της Τουρκίας. Έτσι, αφήνει όλο τον χώρο στη Δεξιά και στο βαθύ εθνικιστικό κατεστημένο να παίζει όποτε και όπως θέλει με τους Τουρκοκύπριους, ξεχνώντας ότι στους Τουρκοκύπριους αναπτύχθηκαν σημαντικές δυνάμεις που έδωσαν και δίνουν σκληρές μάχες για την απαλλαγή τους από τον τουρκικό εθνικισμό και τους φορείς του στην Κύπρο.

Η Αριστερά πρέπει να αρπάξει την ευκαιρία να διαφοροποιήσει το ιστορικό παράδειγμα. Να δώσει ένα διαφορετικό πολιτικό και ιδεολογικό περιεχόμενο τόσο στην ανάλυση των προβλημάτων όσο και στη λύση τους, με την πολιτική στόχευση να μετατρέψει το τρίγωνο Αθήνα – Άγκυρα – Λευκωσία από περιοχή καχυποψίας, διατάραξης και τριβών σε γέφυρα ειρήνης, συμβίωσης και ευημερίας. Και, στην ανάλυσή της, να θυμάται πάντα ότι, και στην Κύπρο, εκτός από κοινότητες, υπάρχουν και τάξεις.


Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Εποχή

Κυριακή 19 Μαΐου 2013

[Ελλάδα - πολιτική και κοινωνία] Θα μείνετε στην Ιστορία… για Σεπτέμβρη

Η απόφαση της κυβέρνησης για την επίταξη των καθηγητών μέχρι νεωτέρας έχει μεγάλη πολιτική σημασία, καθώς αποκαλύπτει ξεκάθαρα τόσο το περιεχόμενο των υποτιθέμενων εκσυγχρονιστικών και εξευρωπαϊστικών μεταρρυθμίσεων όσο και το μέγεθος της εργαλειοποίησης μιας τυπικής πλέον δημοκρατίας σε βάρος της δημοκρατίας. Αντί οι μεταρρυθμίσεις στη δημόσια εκπαίδευση να αποβλέπουν στην ενίσχυση του δημόσιου σχολείου,  κάτι που θα σήμαινε τη συνέγερση των καθηγητών και της κοινωνίας προς την κατεύθυνση ενός σχολείου που προκρίνει τη μόρφωση, την ανάπτυξη της κριτικής ικανότητας των πολιτών του μέλλοντος (επομένως και κατάργηση του ανορθολογισμού των εξετάσεων και της παπαγαλίας, αλλά και διορισμό των σε μόνιμη ομηρεία αναπληρωτών και ωρομίσθιων καθηγητών), η τρικομματική κυβέρνηση επέλεξε τον γνωστό «μεταρρυθμιστικό» μονόδρομο: απολύσεις, εκφοβισμός, τιμωρία και «βούρδουλας». Η ταπείνωση και το καψόνι (όλοι οι καθηγητές, χρειάζονται δεν χρειάζονται, καλούνται ως επιτηρητές στις εξετάσεις, χωρίς να αμείβονται επιπλέον) ως μεταρρυθμιστικά μέσα αποσκοπούν στη μόνιμη συρρίκνωση του σχολείου σε κέντρο καταστολής, με φοβισμένους, υπό απόλυση ή μετάθεση, καθηγητές.

Ο επιταγμένος «μέχρι νεωτέρας» καθηγητής πρέπει να μάθει ότι ο ρόλος του δεν είναι να λειτουργεί ως κοινωνικό και πολιτικό υποκείμενο, φορέας ιδεών και κριτικής σκέψης στους νεότερους. Ο ρόλος του είναι να υπακούει, να υποτάσσεται, να προάγει τον χαφιεδισμό, να μεταδίδει στον μαθητή, μέσα από τον ανορθολογισμό του τελικού σκοπού (των εξετάσεων), τον φόβο για τα πάντα  — σε αυτόν τον μαθητή που στο σχολείο του αλωνίζει η Χρυσή Αυγή και στο σπίτι του κυριαρχεί η απόγνωση από την κρίση…

Ο χρόνος της «μεταρρύθμισης» αλλά και το μέτρο της επίταξης δεν είναι ούτε τυχαία ούτε συγκυριακά. Είναι απολύτως επιλεγμένα και υπακούουν στη λογική μιας ακροδεξιών μεθόδων δεξιάς κυβέρνησης η οποία χρησιμοποιεί την κοινωνική και πολιτική ανάγκη για δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις στον δημόσιο τομέα, για να εθίσει και να εξοικειώσει την κοινωνία σε ένα κράτος καταστολής και υποταγής. Η επίταξη των καθηγητών δεν έγινε επειδή η κυβέρνηση υποχρεώθηκε, μπροστά στον κίνδυνο της διασάλευσης της ηρεμίας των μαθητών, να πάρει ένα ακραίο μέτρο. Έγινε επειδή αυτό προκρίνει ιδεολογικά και πολιτικά ως μέσον για τη συγκρότηση μιας νέας ηγεμονίας, ενός νέου κράτους. Στη «δημοκρατία» της Δεξιάς, με ακροδεξιές εμφανέστατα τάσεις, το κράτος λειτουργεί ως τιμωρός, εναντίον των ατόμων, κοινωνικών και πολιτικών υποκειμένων, εναντίον των διεκδικήσεων τους, προς όφελος της τάξης και της ασφάλειας που μονοπωλιακά (και όχι διαλεκτικά και μαχητικά) ορίζει η ηγεμονική τάξη προς το «συμφέρον του έθνους».  Το άτομο, ως πολίτης και συλλογικό υποκείμενο, ως φορέας μιας διαλεκτικά και συγκρουσιακά συγκροτημένης μνήμης, μετατρέπεται σε «στρατιώτη» προς φύλαξη του ιερού, διαχρονικής και εθνικής εμβέλειας, σκοπού: των πανελλαδικών εξετάσεων, λ.χ. Οι εκπαιδευτικοί, από εδώ και στο εξής, και όχι μόνο στις πανελλαδικές, πρέπει να είναι φαντάροι, υποταγμένοι στον στόχο: να ετοιμάζουν τους νέους για πόλεμο, για εξετάσεις.

Τι σημαίνει όμως η «στρατιωτικοποιημένη» αντίληψη περί συγκρότησης του δημόσιου συμφέροντος; Τι σημαίνει ότι μια κοινωνία εθίζεται στον φόβο και την απαξίωση των δημόσιων θεσμών, των εργαζομένων και των κοινωνικών τους διεκδικήσεων, με πρόσχημα μια υπέρτατη εθνική ανάγκη; Τι σημαίνει για μια κοινωνία, ότι, ενώ στα σχολεία όπου θεριεύει η επιρροή της Χρυσής Αυγής, η κυβέρνηση, αντί να συνάψει ισχυρή συμμαχία με τους καθηγητές, κλείνει το μάτι σε αυταρχικές, στρατιωτικής λογικής μεθόδους, προκειμένου να πολεμήσει τους εχθρούς της,  τους καθηγητές; Σε μια χώρα όπου η «Χρυσή Αυγή» είναι  δημοσκοπικά το τρίτο κόμμα, ο εθισμός της κοινωνίας στον φόβο είναι άκρως επικίνδυνος — για όλους μας, ακόμη και γι’ αυτούς που «δεν κλαίνε» αν απολυθούν κάποιοι καθηγητές (κυρία Ρεπούση, ξαναθυμηθείτε τι σημαίνει αποδιοπομπαίος τράγος στο όνομα της εθνικής απειλής). Ίσως κλάψουν αύριο, ίσως κλάψουμε όλοι μαζί, καθώς  βλέπουμε το πολιτικό μας σύστημα να γέρνει επικίνδυνα προς τα ακροδεξιά, όταν ένα τμήμα της «Αριστεράς», αποποιούμενο τις αρχές του, επιλέγει τον ρόλο του ρυθμιστή και του εγγυητή της δεξιάς πλευράς του πολιτικού συστήματος απέναντι στον «ακραίο» ΣΥΡΙΖΑ, όταν το συνδικαλιστικό κίνημα ακυρώνεται, όταν το ΚΚΕ «περιμένει την επανάσταση», όταν ο ΣΥΡΙΖΑ, κερματισμένος εσωτερικά και αναγκαστικά «απολογητικός» προς τα έξω, χάνει την ορμή του· όταν συμβαίνουν όλα αυτά και  εθιζόμαστε σε μια λουφαγμένη από τον φόβο των –μεταρρυθμιστικών– «μέχρι νεωτέρας», μέτρων κοινωνία.

Εσείς της κυβέρνησης, μείνατε στην Ιστορία «μετεξεταστέοι». Ο κίνδυνος είναι μήπως μείνει η κοινωνία «μετεξεταστέα» στη δημοκρατία.


Τετάρτη 1 Μαΐου 2013

[Τουρκία - τηλεόραση] Ο σουλτάνος που ενοχλεί τον Ερντογάν όσο και τον Σαμαρά

Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής ή ο Μεγαλοπρεπής Αιώνας:
οι ιδεολογικές στοχεύσεις μιας τηλεοπτικής σειράς


Η τουρκικής παραγωγής σειρά που προβάλλεται στην Ελλάδα κάθε βράδυ από τη συχνότητα του τηλεοπτικού καναλιού ΑΝΤ1 με θέμα τον Οθωμανό σουλτάνο Σουλεϊμάν –Μεγαλοπρεπής για τους Δυτικούς, Νομοθέτης (Κανουνί) για τους Οθωμανούς– προκαλεί ποικίλες αντιδράσεις στην Τουρκία και την Ελλάδα, όχι μόνο για τη θεαματικότητά της αλλά και για το σενάριό της. Το γεγονός ότι ο ίδιος ο πρωθυπουργός της Τουρκίας, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ασχολήθηκε προσωπικά με τη σειρά, απειλώντας μάλιστα με τη διακοπή της αν η παραγωγή δεν συμμορφωνόταν προς τας υποδείξεις, δείχνει ότι μια σειρά με θέμα τη ζωή του μεγαλοπρεπούς σουλτάνου δεν είναι ποτέ ακίνδυνη. Ο Σουλεϊμάν, έστω και ως ήρωας σίριαλ, καλείται αιώνες μετά τον θάνατό του να επαληθεύσει την οθωμανική ιστορία έτσι όπως τη φαντασιώνεται σήμερα ο Τούρκος πρωθυπουργός. Στο ίδιο πλαίσιο, αν και με εκ διαμέτρου αντίθετες στοχεύσεις, κινούνται και οι αντιδράσεις στην Ελλάδα από τους μόνιμους αυτόκλητους θεματοφύλακες της «ελληνικής φυλής». Ο Σουλεϊμάν του σίριαλ πρέπει να επιβεβαιώνει την αιώνια εθνική παράδοση της απειλής από τους Τούρκους. Ο σουλτάνος οφείλει να απειλεί από τα βάθη των αιώνων τον Ελληνισμό, τόσο ως τύραννος του τότε όσο και ως το μακρύ, έστω και βρικολακιασμένο, χέρι του «νεο-οθωμανισμού» σήμερα.

Ωστόσο εκατομμύρια τηλεθεατές παρακολουθούν φανατικά τη σειρά. Αυτό το διαφορετικό εθνικά κοινό μάλλον κάτι άλλο βλέπει σε αυτόν τον μεγάλο σουλτάνο, κάτι που προφανώς ξεφεύγει από τον Ερντογάν ή τους δικούς μας σωτήρες. Κάτι όμως που σίγουρα ούτε ο ίδιος ο Σουλεϊμάν είχε διανοηθεί τότε ότι θα έβλεπαν σε αυτόν αιώνες μετά οι κάποτε υπήκοοι της κραταιάς αυτοκρατορίας του. Αν αναλογιστούμε ότι ποτέ και κανένας σουλτάνος μέχρι τον 19ο αιώνα δεν ήταν ορατός (εκτός εξαιρέσεων) στον δημόσιο χώρο, ο Σουλεϊμάν σίγουρα θα είχε αποκεφαλίσει τον απερίσκεπτο που θα τολμούσε να βάλει κάμερα στην κλειδαρότρυπα του παλατιού του. Ο πρώτος λόγος λοιπόν για την επιτυχία της σειράς είναι ο ίδιος που εξασφαλίζει την επιτυχία στα ιστορικά μυθιστορήματα ή τις ταινίες εποχής. Η δραματοποίηση του παρελθόντος, αυτού του σκοτεινού, μυστηριώδους χώρου των εθνικών ή άλλων «φαντασμάτων» μας, μαγεύει το ευρύ κοινό. Όσο βαρετή είναι η επιστήμη της Ιστορίας, με την εξορθολογιστική και απομυθοποιητική προσέγγιση των πραγματικοτήτων του παρελθόντος, τόσο εξάπτουν τη φαντασία οι μυθιστορηματικές αφηγήσεις για το παρελθόν, αυτές οι αφηγήσεις των περιπετειών των ηρώων, που φτιάχνουν έναν κόσμο του καλού και του κακού, έναν κόσμο πολύχρωμο, ανθρώπινο και μυθικό ταυτοχρόνως, με τις Χιουρρέμ του, τους Ιμπραήμ του, και πάνω απ’ όλα με τους σουλτάνους και τους βασιλιάδες του.

Μετά από αιώνες σιωπή λοιπόν το σκοτεινό παλάτι του Τόπκαπι άνοιξε τις πύλες του διάπλατα και αποκαλύπτει, όχι τόσο την πραγματικότητά του όσο τα επτασφράγιστα μυστικά του. Τα μυστικά ενός κόσμου με τον οποίο η Ιστορία έκλεισε τους λογαριασμούς της, όχι όμως και η φαντασία των δημιουργών και του κοινού ή οι ιδεοληπτικές φαντασιώσεις κάποιων πολιτικών ή σωτήρων. Η σειρά αποκαλύπτει κυρίως τα μυστικά του πλέον εμβληματικού σουλτάνου: του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς (1494-1566), του φόβου και του τρόμου Ανατολής και Δύσης, μουσουλμάνων και χριστιανών. Οι άλλοτε φοβισμένοι υπήκοοι του πανίσχυρου αλλά αόρατου σουλτάνου κατά κάποιον παίρνουν τρόπο αναδρομικά την εκδίκησή τους: τον βλέπουν, σχολιάζουν και κριτικάρουν τη ζωή και τα έργα του. Μέχρι σήμερα ελάχιστη καλλιτεχνική παραγωγή είχε αφιερωθεί στους Οθωμανούς σουλτάνους, κι αυτό παρά το γεγονός ότι προσφέρονται για εκλαϊκευτικές ή μυθιστορηματικές αναγνώσεις. Στην Τουρκία, ο μέχρι πρόσφατα κυρίαρχος κεμαλισμός απαξίωνε το σουλτανικό οθωμανικό παρελθόν, και οι δημιουργοί απέφευγαν τις περιπέτειες με τους Οθωμανούς προγόνους. Στις άλλες χώρες της περιοχής, η καλλιτεχνική παραγωγή περιορίστηκε αυστηρά στην ενίσχυση του κυρίαρχου εθνικού αφηγήματος, μέσα από το οποίο προβάλλονταν οι εθνικοί ήρωες που πολέμησαν εναντίον της μισητής οθωμανικής τυραννίας. Πάντως και σε αυτές τις περιπτώσεις, όπου παρήλαυναν αιμοσταγείς πασάδες, άγριοι Οθωμανοί πολεμιστές, ο σουλτάνος ήταν σχεδόν πάντα αόρατος. Και ξαφνικά έρχεται ο Σουλεϊμάν για να σπάσει τη σιωπή αιώνων. Ναι, ένας σουλτάνος ήταν κι αυτός άνθρωπος τελικά!

Ιστορικό δράμα με στοιχεία σαπουνόπερας

Δύο λόγια για τη σειρά σε σκηνοθεσία των αδελφών Ντουρούλ και Γιαμούρ Ταϊλάν και σενάριο των Μεράλ Οκάι και Γιλμάζ Σακίν. Αυτό το ιστορικό δράμα με στοιχεία σαπουνόπερας είναι ένα καλογυρισμένο σίριαλ, με καλό καστ ηθοποιών και κορυφαίο τον πρωταγωνιστή, τον ηθοποιό που ξεκίνησε από την όπερα και το μουσικό θέατρο Χαλίτ Εργκέντζ (Σουλεϊμάν). Ο Εργκέντζ υποδύεται με εξαιρετικό τρόπο τον μεγαλοπρεπή «κυρίαρχο των τριών ηπείρων», με μοναδικά σχεδόν εκφραστικά μέσα τα μάτια, την υποβλητική φωνή, τις σιωπές, τις εκφράσεις του προσώπου και τις εναλλαγές στις στάσεις του σώματός του. Από τους υπόλοιπους ηθοποιούς –οι περισσότεροι αντάξιοι των ηρώων που καλούνται να υποδυθούν– ξεχωρίζει βέβαια ο Σελίμ Μπαϋρακτάρ, ο ευνούχος Σουμπούλ Αγά της σειράς. Ο Μπαϋρακτάρ υποδύεται μοναδικά τον ρόλο του αθόρυβου, πανταχού παρόντα, ισορροπιστή, φοβισμένου, αλλά και φόβητρου για τις παλλακίδες, ευνούχου του χαρεμιού.

 Τα κοστούμια αποτελούν το άλλο δυνατό σημείο αυτής της σειράς, αφού εξυπηρετούν τον σκοπό τους: τη γήτευση του κοινού μέσα από το ξαναζωντάνεμα ενός κόσμου πάνω απ’ όλα πλούτου, δύναμης και ισχύος. Το σενάριο επίσης αποτελεί ένα από τα ατού της σειράς. Ο έρωτας του πανίσχυρου ήρωα για την πανέμορφη κοκκινομάλλα Ρωσίδα Ρωξελάνη-Χιουρρέμ (η ηθοποιός Μεϋρέμ Ουζερλί), γύρω από τον οποίο υφαίνεται ένα στόρι με ίντριγκες, αίμα και συνεχείς ανατροπές, τον καθιστά ευάλωτο και ανθρώπινο, τη δε σειρά καθηλωτική. Η λελογισμένη χρήση της λυρικής οθωμανικής ποίησης ντιβάνι (ποίηση του παλατιού), σε συνδυασμό με τη χρήση αποσπασμάτων από τα γράμματα του Σουλεϊμάν στη Χιουρρέμ, προσδίδουν στον σεναριακό έρωτα του σουλτάνου μια δύναμη ασυνήθιστη για σειρά του είδους της. Από την άλλη μεριά, οι δεσμοί φιλίας (που δύσκολα κρύβουν έναν υπονοούμενο έρωτα) ανάμεσα στον σουλτάνο και τον «δούλο» του –τον μεγάλο βεζίρη Ιμπραήμ– ενισχύουν τη μυθιστορηματική απόδοση ενός κόσμου, στον οποίο ο απολυταρχισμός και ο έρωτας-φιλία εγγράφονταν στη θεοκρατική αντίληψη για την εξουσία και τον κόσμο: και τα δύο θέωναν τον σουλτάνο και αποθέωναν τον έρωτά του πάνω απ’ όλα στον Θεό.

Μεταξύ μυθοπλασίας και ιστορικής πραγματικότητας

Η σειρά, όπως είναι φυσικό, κινείται στα όρια: ανάμεσα στη μυθοπλασία και την ιστορική πραγματικότητα, ανάμεσα στη μυθοπλαστική και τη δραματοποιημένη απόδοση της εποχής του Σουλεϊμάν και των προβολών που οι σύγχρονοι Τούρκοι κάνουν στο οθωμανικό παρελθόν τους. Η σειρά λοιπόν έχει πολλά επίπεδα ανάγνωσης, από τα οποία το σημαντικότερο αφορά την επανεφεύρεση ενός οθωμανικού παρελθόντος, ικανού να τροφοδοτήσει τις σημερινές αναζητήσεις των Τούρκων για μια νέα ταυτότητα. Από την άλλη μεριά βέβαια, και οι μη Τούρκοι αναγνωρίζουμε σε αυτό τον οθωμανικό κόσμο κάποια στοιχεία μιας οικείας παράδοσης, διαμεσολαβημένης ιστορικά μεν από την επίσημη εθνική αφήγηση αρνητικά, πολιτισμικά δε από γλωσσικές εκφράσεις και συνήθειες των Μικρασιατών προγόνων που λειτουργούν εξοικειωτικά.

Κατ’ αρχάς η σειρά –ο Μεγαλοπρεπής Αιώνας (Μουχτεσέμ Γιουζγίλ) στα τουρκικά– βασίζεται σε πολλές ιστορικές αλήθειες, οι οποίες βεβαίως δεν ανασυνθέτουν την ιστορική πραγματικότητα. Εξυπηρετούν το στόρι του σεναρίου και αποδίδουν υπαινικτικά τις ιστορικές παραμέτρους του πιο σημαντικού ίσως οθωμανικού αιώνα στο πλαίσιο του οποίου διαμορφώθηκαν οι όροι για την ανάδειξη ενός από τους πιο εμβληματικούς Οθωμανούς σουλτάνους. Ο Σουλεϊμάν λοιπόν, ο οποίος ανέβηκε στον θρόνο το 1520 και κυβέρνησε επί 46 χρόνια, ήταν αυτός που επί εποχής του εδραιώθηκε ο αυτοκρατορικός χαρακτήρας του κράτους, γεωγραφικά, θεσμικά και συμβολικά. Η επέκταση του οθωμανικού κράτους μέχρι την καρδιά της Ευρώπης (πολιορκία της Βιέννης), η κυριαρχία στη Μεσόγειο (εκτός από την Κύπρο και την Κρήτη) που υποχρέωσε την πανίσχυρη Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας σε συνεχείς ήττες, η εδραίωση της οθωμανικής εξουσίας στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, καθιστούν τον Σουλεϊμάν παραδειγματικό ήρωα, στο πρόσωπο του οποίου συγκεντρώνονται τα χαρακτηριστικά της αυτοκρατορικής εξουσίας: δύναμη, δικαιοσύνη, εκ Θεού εμπνεόμενος αυταρχισμός και πατερναλισμός – προστάτης των υποταγμένων και φόβος των αντιπάλων.

Στην κεμαλική εποχή της Τουρκίας (1923-2002), το επίσημο τουρκικό κράτος είδε στο οθωμανικό παρελθόν και στους μεγάλους κατακτητές σουλτάνους τη συνέχεια του ηρωικού τουρκικού στρατού, αυτόν τον θεμελιωτή ισχυρών κρατών (του οθωμανικού συμπεριλαμβανομένου) που προϋπήρχε των Οθωμανών σουλτάνων και τους οποίους ανέτρεψε προκειμένου να «χαρίσει» στο τουρκικό έθνος την Ανεξαρτησία του. Σήμερα, όπως φαίνεται και από το σίριαλ, το οθωμανικό παρελθόν είναι ανοικτό σε νέες αναζητήσεις, τις οποίες το κόμμα του Ερντογάν δεν έχει κατορθώσει ακόμη να οικειοποιηθεί ώστε να επιβάλει μονοπωλιακά μία οθωμανική παράδοση. Είναι προφανές ωστόσο ότι αυτό το παρελθόν φέρει πια τη σφραγίδα των σουλτάνων-ανθρώπων.

Στην τηλεοπτική σειρά ανιχνεύονται εύκολα αυτές οι πολλαπλές αναζητήσεις. Από τη μια μεριά οι κεντρικές γραμμές της Ιστορίας αποδίδονται, κυρίως σε ό,τι αφορά την αυτοκρατορική εξουσία, αρκετά πειστικά. Το σίριαλ επικεντρώνεται στο παλάτι, απ’ όπου ο αόρατος για τους υπηκόους σουλτάνος κυβερνούσε την αχανή αυτοκρατορία του. Η πραγματικότητα του παλατιού, έτσι όπως αυτή ξεδιπλώνεται, αναδεικνύει με αληθοφανή τρόπο τους κανόνες και την άκαμπτη ιεραρχία, ο σεβασμός των οποίων αποτελεί προϋπόθεση για την επιβίωση σε αυτό, για την απόκτηση πολιτικής ισχύος και οικονομικής δύναμης. Ωστόσο όλα εξαρτώνται τελικά από την ιεραρχική εγγύτητα με το «πρόσωπο», με τον σουλτάνο. Οι αξιωματούχοι του κράτους, οι γυναίκες του σουλτάνου, όλοι όσοι δεν ανήκαν στη δυναστεία ήταν υπηρέτες/-τριες (κουλ: δούλοι) του σουλτάνου, στον οποίο ανήκε η ζωή, η τιμή και η περιουσία τους. «Όπου πατάω εγώ είναι νόμος», λέει ο Σουλεϊμάν στη σειρά, και γύρω από αυτή τη φράση ξετυλίγεται το κουβάρι των κομβικών στοιχείων του αυτοκρατορικού ρόλου.

Ωστόσο, από την άλλη μεριά, υπάρχουν στη σειρά πολλά ενδιάμεσα επίπεδα ανάγνωσης της αυτοκρατορικής εξουσίας, στα οποία ο αξιακός κώδικας του παρελθόντος δεν μένει ανεπηρέαστος από τα στερεότυπα που επιβίωσαν ή ανατροφοδοτούνται στο παρόν. Ο Σουλεϊμάν, ο μοναδικός με συνέχεια και συνέπεια θετικός ήρωας της σειράς, έχει φτιαχτεί με κάπως πιο έντονα, αναγεννησιακού τύπου χαρακτηριστικά. Οι υπόλοιποι ήρωες, θετικοί ή αρνητικοί, πλάθονται άλλοτε με αληθοφανή στοιχεία της οθωμανικής πραγματικότητας, άλλοτε στη βάση μεταγενέστερων κατασκευών και κυρίαρχων στερεοτύπων: για παράδειγμα, οι Ρωσίδες και κυρίως οι Καυκάσιες γυναίκες –οι ξένες γενικώς– είναι πανέμορφες, ανυπάκουες, με γυναικεία εξυπνάδα αντάξια της ανδρικής. Αυτό πάντως το ετερόκλητο σύμπαν του παλατιού, τις γυναίκες του χαρεμιού που ανταγωνίζονται μεταξύ τους μέχρι θανάτου για μια θέση στο κρεβάτι και στην εξουσία του σουλτάνου, αλλά και τους άνδρες, που σκοτώνονται για τα προνόμια της σουλτανικής εξουσίας, ο σουλτάνος ή το εξημερώνει ή το τιμωρεί παραδειγματικά.
 
Ο Ρωμιός βεζίρης θύμα των στερεοτύπων

Και μέσα σε όλους αυτούς τους χαρακτήρες ξεχωρίζει ένας: ο μεγάλος βεζίρης Ιμπραήμ Πάργκαλι, ο εξισλαμισμένος από παιδομάζωμα Ρωμιός την καταγωγή, ο απίστευτα ικανός αλλά και αθεράπευτα, μέχρι προδοσίας άπληστος, υψηλός Οθωμανός αξιωματούχος. Παρά το γεγονός ότι η σειρά ακουμπάει αρκετά στην οθωμανική πραγματικότητα, στην οποία τα υψηλά αξιώματα μύριζαν αίμα, διαφθορά, πλεκτάνες και ίντριγκα, αυτή όμως σε ό,τι αφορά τον Ιμπραήμ υπονομεύεται από το στερεότυπο του προδότη, του εκ φύσεως και καταγωγής άπιστου. Ο χαρακτήρας του Ιμπραήμ, τον οποίο ο σουλτάνος τίμησε με προσωπική φιλία και τα σημαντικότερα προνόμια, χτίζεται κατ’ αρχάς με τα υλικά των στερεοτύπων που άρχισαν να διαμορφώνονται από τον 19ο αιώνα και μετά, προκειμένου να ερμηνευτούν οι εθνικές Επαναστάσεις, κυρίως η ελληνική: οι αποστάτες άπιστοι, οι αχάριστοι απέναντι στους προστάτες τους, τον σουλτάνο.

Ακόμη και οι αντιφάσεις του ήρωα (πανίσχυρος αλλά δούλος) εξυπηρετούν περισσότερο μεταγενέστερες πραγματικότητες ή κατασκευές. Ο μεγάλος βεζίρης του 16ου αιώνα, από παιδομάζωμα, παρουσιάζεται σαν τραγικός ήρωας, με χαρακτηριστικά μάλλον μεταγενέστερων αιώνων: ανέστιος, άπατρις, με συνείδηση της ετερότητάς του και της εθνότητας στην οποία ανήκει (Ρωμιός), εξαιτίας της οποίας και γίνεται προδότης. Βέβαια στη σειρά εμμέσως ασκείται κριτική στην προσωποποίηση της δικαιοσύνης από τον σουλτάνο. Όμως και αυτή υπακούει στην εκ των υστέρων νεωτερική αντίληψη περί της σουλτανικής εξουσίας. Στην εποχή του Σουλεϊμάν, οι υποταγμένοι λαοί, μουσουλμάνοι και μη μουσουλμάνοι, πίστευαν (με την έννοια της υποταγής στον Θεό) στη δικαιοσύνη του σουλτάνου, ενσάρκωση της θείας δικαιοσύνης επί της γης. Η εξουσία του δεν ήταν διαπραγματεύσιμη, ήταν ιερή. Διαπραγματεύσιμη ήταν αυτή των Οθωμανών αξιωματούχων. Μόνο με τις εθνικές Επαναστάσεις αποϊεροποιήθηκε ο σουλτάνος και η εξουσία του ορίστηκε ως τυραννική, με πολιτικούς, κοσμικούς όρους.
Ένα σίριαλ όμως είναι προϊόν μυθοπλασίας και θα ήταν άστοχο να ζητάμε από αυτό να παίξει τον ρόλο του ιστορικού καταγραφέα.

Πολιτική μέσω σίριαλ

Η παραγωγή σειρών με θέμα τους σουλτάνους δεν είναι άσχετη με τη στροφή που έχει κάνει ένα μέρος της διεθνούς ιστοριογραφίας προς την επανεφεύρεση των αυτοκρατοριών ως ιστορικών παραδειγμάτων καλής, αποτελεσματικής και δίκαιης διακυβέρνησης πολυεθνοθρησκευτικών πληθυσμών. Την εποχή της παγκοσμιοποίησης, η αναζήτηση στα αυτοκρατορικά παρελθόντα ενός ιστορικού προηγούμενου οικουμενικών ενοτήτων κάτω από μια σοφή και δίκαιη εξουσία άρχισε να γίνεται εμφανής. Από την άλλη μεριά, και στο πλαίσιο της ολοένα αυξανόμενης κυριαρχίας του νεοφιλελεύθερου πατερναλισμού, οι αυτοκρατορίες προσφέρονται για την ιστορική νομιμοποίηση της στροφής προς ένα περισσότερο πολιτισμικό παρά πολιτικό περιεχόμενο της έννοιας του πολίτη, προς μια πολιτισμική ταυτότητα κοινοτήτων –και όχι πολιτική ταυτότητα εθνών-κρατών– που εξασφάλισε κάποτε στους ανθρώπους ειρήνη και στα κράτη, δύναμη. Ο Σουλεϊμάν της τουρκικής σειράς θα μπορούσε να συμβάλει προς αυτή την κατεύθυνση, και θεωρητικά να εκλαϊκεύσει την οθωμανική παράδοση στην οποία ανατρέχει και ο Ερντογάν, προκειμένου να δώσει ιστορικό βάθος στον νεοφιλελεύθερο, αυτοκρατορικό πατερναλισμό του απέναντι στον κεμαλικό, εθνικό, πατερναλισμό του στρατού, καθώς και ιστορική προοπτική στην Τουρκία που ονειρεύεται.

Ωστόσο η σειρά τον ενόχλησε τον Ερντογάν. Κάτι τον ενόχλησε στο σενάριο, το ίδιο μάλλον που τον ενοχλεί και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το πολιτισμικό πρότυπο που επιδιώκει ο Ερντογάν να διακινήσει με την πολιτική του και μέσα από αυτό να καταστήσει την Τουρκία (και τον εαυτό του) κέντρο, φορέα και εγγυητή της συνέχειας μιας κοινής για τον μουσουλμανικό κόσμο παράδοσης που χάνεται στο οθωμανικό παρελθόν των σουλτάνων-χαλίφηδων, δεν υποστηρίζεται από το σίριαλ, ούτε όμως και από την Ιστορία. Το σίριαλ επιμένει στον κοσμικό, απολυταρχικό ρόλο του σουλτάνου, ελάχιστα δε ασχολείται με τον θρησκευτικό του. Το σίριαλ λοιπόν αποδίδει έξοχα αυτή την κοσμική, γραφειοκρατική, σκληρά ιεραρχική οθωμανική πραγματικότητα της δυναστείας και των «δούλων». Οι αρχές της οικογένειας, της μουσουλμανικής αρετής, του απερίσπαστου από τα εγκόσμια δίκαιου, κυρίαρχου-πολεμιστή, τις οποίες επιδιώκει να προωθήσει η νεοσυντηρητική ιδεολογία του Ερντογάν ως αξίες μιας κοινής, στη φαντασιακή μουσουλμανική κοινότητα, οθωμανο(τουρκικής)-μουσουλμανικής, παράδοσης, δεν υπήρχαν την εποχή των σουλτάνων – και το σίριαλ το δείχνει. Η πολιτική Ερντογάν για ένα νέο πολιτισμικό πρότυπο μιας ταυτότητας, βασισμένης στην παράδοση των χρηστών ηθών της μουσουλμανικής οικογένειας με τις γυναίκες κουκουλωμένες, προσκρούει όχι μόνο στην ιστορική πραγματικότητα αλλά και στις σημερινές πραγματικότητες της ίδιας της τουρκικής κοινωνίας, τουλάχιστον ακόμη. Η φαντασιακή, χρηστή μουσουλμανική οικουμένη με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη την οποία ο Ερντογάν αναζητεί στο οθωμανικό παρελθόν δεν υπήρξε ιστορικά – και δεν φταίει η σειρά γι’ αυτό. Οι αναζητήσεις στα αυτοκρατορικά παρελθόντα ιστορικών προτύπων δίκαιης και καλής διακυβέρνησης, αρμονικών ταυτοτήτων κ.λπ. είναι άκρως επισφαλείς, γιατί αποκαλύπτουν εντέλει τις ιδεολογικές και πολιτικές στοχεύσεις αυτών που τις επικαλούνται σήμερα ως παράδεισο: οι αυτοκρατορίες ήταν ισχυρές κατ’ αρχήν και κατ’ αρχάς όσο μπορούσαν να εξασφαλίσουν την υποταγή των πληθυσμών τους στον μονάρχη. Μετά πέθαναν! Και ο Σουλεϊμάν της σειράς δεν κρύβει την υποταγή.

Από την άλλη μεριά, οι Έλληνες εθνοσωτήρες βλέπουν στον Σουλεϊμάν και τα άλλα τουρκικά σίριαλ το μακρύ χέρι της νεοθωμανικής επεκτατικής πολιτικής της Τουρκίας. Έτσι κι αλλιώς, γι’ αυτούς ό,τι είναι τουρκικό είναι εθνικά επικίνδυνο. Σήμερα είναι ο νεοθωμανικός επεκτατισμός, χθες ο κεμαλικός και πάντα ο προαιώνιος εθνικός εχθρός. Πάνω απ’ όλα όμως είναι ένας επίμονος ελληνικός εθνικισμός, για τον οποίο οι πολύπλοκες διαστάσεις της πραγματικότητας που ζούμε σήμερα συρρικνώνονται πάντα σε ένα και μοναδικό σχήμα: αυτό της απειλής και του φόβου, εργαλεία που, πολύ πιο αποτελεσματικά από οποιονδήποτε Σουλεϊμάν ή Ερντογάν, αποδομούν την έννοια του ενεργού πολιτικά πολίτη και την αντικαθιστούν με έναν φοβισμένο, υποταγμένο άνθρωπο που φοβάται τους Τούρκους, τους μετανάστες, τον περίγυρό του, το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον του. Έναν φοβισμένο άνθρωπο που έχει ανάγκη από προστάτες και προστασία.
Όσο για τον Σουλεϊμάν, αυτός σφράγισε τη δική του εποχή. Με τη δική μας εποχή δεν έχει καμία άλλη δουλειά παρά μόνο αυτή του ήρωα μιας πολύ καλής σειράς.