Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2014

[Εξωτερική πολιτική] Η ΑΟΖ, το Κυπριακό, η Τουρκία: Τι σημαίνει αριστερή πολιτική στα «εθνικά θέματα»;

Πέραν της «τουρκικής προκλητικότητας» και των εθνικών στερεοτύπων 

Συνέντευξη της Σίας Αναγνωστοπούλου στον Στρατή Μπουρνάζο 


Τον τελευταίο καιρό μιλάμε πολύ για την ΑΟΖ, και ειδικά την κυπριακή ΑΟΖ. Τι σημαίνει ΑΟΖ και ποια είναι η σημασία της;

Η ΑΟΖ, η Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη, είναι μια πολύ νέα έννοια –προέκυψε, καταρχάς, από την ανάγκη διευθέτησης της διαμάχης για την αλιεία– και προβλέπεται από τη συνθήκη του Δικαίου της Θάλασσας του 1982. Είναι μια ζώνη 200 ναυτικών μιλίων μέσα στην οποία το κράτος δεν έχει κυριαρχία αλλά κυριαρχικά δικαιώματα, και συγκεκριμένα το δικαίωμα στους φυσικούς πόρους μέσα σε αυτή τη ζώνη. Η ΑΟΖ μπορεί να ανακηρυχθεί μονομερώς από ένα κράτος μόνο στην περίπτωση που το όμορο στη θάλασσα κράτος απέχει 400 και πλέον μίλια. Σε περίπτωση μικρότερης απόστασης, η ΑΟΖ δεν ανακηρύσσεται, αλλά οριοθετείται έπειτα από συμφωνία με το κράτος ή τα κράτη που έχουν μέτωπο στην ίδια θάλασσα. Αρχή λοιπόν της οριοθέτησης της ΑΟΖ (σε όμορα κράτη) είναι η συναίνεση. Ως εκ τούτου, πρόκειται μεν για μια ζώνη οικονομική (φυσικών πόρων και εκμετάλλευσής τους), που αποκτά ωστόσο μεγάλο πολιτικό και, κατά συνέπεια, συμβολικό βάρος. Από τη στιγμή που η ανακάλυψη των φυσικών πόρων (εξόρυξη υδρογονανθράκων) συνιστά παράγοντα μερικής έστω αλλαγής των ισορροπιών σε μια περιοχή, η ΑΟΖ αποκτά γεωπολιτική σημασία. Στην οριοθέτησή της, λοιπόν, αποτυπώνονται πολιτικές στρατηγικές και στοχεύσεις, αλλά και ιδεολογικοί προσανατολισμοί: η οριοθέτηση της ΑΟΖ γίνεται για την οικονομική ευμάρεια των κοινωνιών της περιοχής ή για λόγους γεωπολιτικού ανταγωνισμού;
Η κυπριακή ΑΟΖ οριοθετήθηκε το 2004. Το σχέδιο Ανάν δεν προέβλεπε ΑΟΖ για το ομόσπονδο κράτος και η Κυπριακή Δημοκρατία με τον τότε πρόεδρο Τάσσο Παπαδόπουλο αποφάσισε, πριν από το δημοψήφισμα, να προχωρήσει στην οριοθέτησή της, με το Ισραήλ, την Αίγυπτο και τον Λίβανο (η οριοθέτηση με τον Λίβανο δεν έχει ακόμα εγκριθεί από τη Βουλή του).

Τι μεσολάβησε έκτοτε και πού βρισκόμαστε σήμερα;

Οι συγκλίσεις που επιτεύχθηκαν κατά την προηγούμενη φάση των συνομιλιών μεταξύ Χριστόφια-Ταλάτ αλλά και Χριστόφια-Έρογλου διασφάλιζαν τον τρόπο με τον οποίο η ομοσπονδιακή Κυπριακή Δημοκρατία θα χειριζόταν τόσο τους φυσικούς πόρους όσο και τις θαλάσσιες ζώνες της. Εν ολίγοις, η ΑΟΖ αποτελούσε το σημείο τομής για τη συγκρότηση ενός κοινού, κυπριακού συμφέροντος και εντάχθηκε στην προοπτική της λύσης του Κυπριακού. Οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στους Ελληνοκύπριους και τους Τουρκοκύπριους αποτελούσαν το κομβικό σημείο της πολιτικής Χριστόφια για το Κυπριακό. Σήμερα, έτσι όπως εξελίσσεται η κατάσταση, φαίνεται ότι οι διαπραγματεύσεις απαξιώνονται· και μαζί με αυτές απαξιώνονται οι Τουρκοκύπριοι. Το Κυπριακό μοιάζει να μεταφέρεται στη θάλασσα, στη «γεωπολιτική παλαίστρα» της ανατολικής Μεσογείου, μπαίνει λοιπόν σε ένα μεγάλο γεωπολιτικό παιχνίδι εν εξελίξει.

 

Το γεωπολιτικό παιχνίδι στη Μέση Ανατολή


Ας σταθούμε λίγο σε αυτό το γεωπολιτικό παιχνίδι.

Η κατάσταση στη Μέση Ανατολή βρίσκεται σε ιδιαίτερα κρίσιμο σημείο. Ίσως για πρώτη φορά μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο βλέπουμε τέτοια κατάρρευση των κοινωνιών και των κρατών της περιοχής. Οι ΗΠΑ, τα τελευταία χρόνια, κι αφού συνέβαλαν αποφασιστικά στην κατάρρευση, προσπαθούν να αποφύγουν την άμεση εμπλοκή τους, αφήνοντας την κατάσταση στα χέρια έμπιστων «τοποτηρητών» τους. Η Τουρκία φαινόταν ότι μπορεί να είναι ένας τέτοιος «τοποτηρητής»: ένα κράτος «δυτικό», μετριοπαθούς Ισλάμ και με προοπτική ένταξης στην Ε.Ε., ένα κράτος λοιπόν πρότυπο για τα υπόλοιπα κράτη, ειδικά μετά το ξέσπασμα της Αραβικής Άνοιξης. Όμως σε ένα παγκόσμιο σύστημα, όπου ο ιμπεριαλισμός έχει αποκτήσει πολυπολικότητα, κάθε πόλος επιδιώκει την αυτονόμησή του, τη διαμόρφωση ενός δικού του χώρου ηγεμονίας. Πολύ περισσότερο που στο ακραία ανταγωνιστικό σύμπαν, το οποίο οικοδομεί ο νεοφιλελευθερισμός, η διαμόρφωση χώρου ηγεμονίας αποτελεί προϋπόθεση για την αναπαραγωγή του ρόλου του πόλου. Η Τουρκία, ειδικά την τελευταία περίοδο, παίζει ως μια «μεταδυτική» δύναμη, ένας νεοφιλελεύθερος, «σουνιτικός» πόλος στην περιοχή. Θεωρώ λοιπόν ότι, στο όνομα της μεγάλης πολιτισμικής ενότητας (ενός μουσουλμανικού, σουνιτικού κόσμου) που επικαλείται, επιδιώκει την ηγεμονία στον μεγάλο εμπορικό και ενεργειακό δρόμο που αποτελεί η Ανατολική Μεσόγειος (30% του παγκόσμιου εμπορίου και 20% της παγκόσμιας διακίνησης πετρελαίου). Ωστόσο, αυτή η «μεταδυτική» πολιτική της Τουρκίας ενέχει μεγάλους κινδύνους για την ίδια, κυρίως στο εσωτερικό της.

Ο όρος που χρησιμοποιείται σταθερά και κυριαρχεί στα κυρίαρχα ελληνικά μίντια, για να ερμηνευθεί η πολιτική της Τουρκίας, είναι η «προκλητικότητα». Πώς τον σχολιάζεις;

Διαβάζοντας την πολιτική της Τουρκίας μόνο ως πρόκληση, και ειδικά απέναντί μας –κι αυτό κάνουμε κατά κόρον– περιορίζουμε αυτομάτως το εύρος της ανάλυσής μας, επομένως και της πολιτικής που πρέπει να ασκήσουμε. Θέλω να είμαι σαφής. Η χρήση του όρου, σε ένα βαθμό, είναι δικαιολογημένη: οι «βόλτες» του Μπαρμπαρός, λ.χ., στην κυπριακή ΑΟΖ αποτελούν αναμφισβήτητα επιθετική πράξη. Ο όρος προκλητικότητα όμως μας εγκλωβίζει, γιατί περιορίζει την ανάγνωση της Τουρκίας στο πλαίσιο της σύγκρουσης δύο αιώνιων εχθρών, που ο ένας μονίμως καταπατεί τα εθνικά δίκαια του άλλου, και όχι στο πλαίσιο δύο γειτονικών κρατών με ενίοτε αντίπαλα και συγκρουόμενα συμφέροντα, σε μια περιοχή μεγάλων και πολύπλοκων ανταγωνισμών.
Τα πράγματα είναι σύνθετα και, βέβαια, δεν περιστρέφονται γύρω από εμάς. Στην περίπτωση της κυπριακής ΑΟΖ, πράγματι η Τουρκία, βασιζόμενη στη ναυτική της υπεροχή απέναντι στην Κυπριακή Δημοκρατία, προκαλεί· ο στόχος όμως της πρόκλησης δεν είναι αποκλειστικά η Κυπριακή Δημοκρατία ούτε, μέσα από αυτήν, η Ελλάδα. Ο στόχος είναι πολύ ευρύτερος και αφορά το Ισραήλ, την Αίγυπτο, καθώς και άλλα κράτη-πόλους. Η παρουσία της Ρωσίας και της Κίνας στην περιοχή δείχνουν ότι το παιχνίδι είναι ευρύτερο. Το γεγονός επίσης ότι η διεθνής κοινότητα έχει πολύ χλιαρή αντίδραση απέναντι σε αυτή τη στάση της Τουρκίας επιβεβαιώνει το μέγεθος των ανταγωνισμών και των δύσκολων ισορροπιών στην περιοχή.

 

Γεωπολιτικοί άξονες και συμμαχίες Ελλάδας και Κύπρου


Μένοντας στο ζήτημα των ανταγωνισμών και των δύσκολων ισορροπιών, πρέπει ασφαλώς να μιλήσουμε για τη συμμαχίες που διαμορφώνουν η Ελλάδα και η Κύπρος στην περιοχή.

Η «στενή» ανάγνωση της Τουρκίας υπό το πρίσμα της προκλητικότητάς της και της παραβίασης των «εθνικών δικαίων» μας, μπορεί να οδηγεί την Ελλάδα αλλά και την Κυπριακή Δημοκρατία σε διαμόρφωση γεωστρατηγικών αξόνων που, έχοντας ως στόχο το «στρίμωγμα» του εθνικού εχθρού, εμπλέκουν τα δύο κράτη ακόμη περισσότερο στους γεωστρατηγικούς ανταγωνισμούς, επομένως και στις προκλήσεις της Τουρκίας. Ασφαλώς η Κυπριακή Δημοκρατία χρειαζόταν να συνεννοηθεί με το Ισραήλ και την Αίγυπτο, αφού με αυτές τις χώρες έπρεπε να οριοθετήσει την ΑΟΖ, ωστόσο οι άξονες και οι συμμαχίες είναι κάτι διαφορετικό.
Πολύ φοβάμαι, δηλαδή, ότι η συμμαχία Ελλάδας-Κύπρου με το Ισραήλ και την Αίγυπτο εντάσσεται στη λογική ενός γεωστρατηγικού άξονα για να «στριμωχτεί» η Τουρκία. Και αυτό δεν το λέω μόνο από αριστερή σκοπιά (πώς μπορείς να συμμαχείς με τέτοια στρατοκρατικά και καταπιεστικά καθεστώτα;), αλλά και από μια ρεαλιστική σκοπιά: Μπορούν τέτοιοι άξονες να διευκολύνουν τη λύση του Κυπριακού και των ανοικτών ελληνοτουρκικών προβλημάτων, να «στριμώξουν» την Τουρκία; Εκτιμώ ότι –αν πράγματι ο φόβος μου περί τέτοιου άξονα έχει βάση– η Κύπρος κινδυνεύει να γίνει το επίκεντρο μεγάλων και μικρότερων ανταγωνισμών (και Ελλάδας-Τουρκίας), μέσα από την οποία επιδιώκεται η λύση όχι του Κυπριακού αλλά δίνεται η ευκαιρία στην Ελλάδα είτε για «στρίμωγμα» της Τουρκίας για άλλα θέματα (για παράδειγμα της οριοθέτησης της ελληνικής ΑΟΖ στις «δύσκολες» περιοχές), είτε για να ενισχύσει, μέσω της Κύπρου, τη γεωστρατηγική της ισχύ στην Ανατολική Μεσόγειο. Και η προϊστορία του κ. Σαμαρά και του περιβάλλοντός του δεν μου εμπνέει καμιά εμπιστοσύνη για τον χειρισμό των «εθνικών θεμάτων» μας. Φοβάμαι λοιπόν μήπως, όπως κάποτε το Κυπριακό εντάχθηκε από τέτοιους χειρισμούς στους μεγάλους ψυχροπολεμικούς ανταγωνισμούς στην περιοχή, στην παρούσα φάση «μεσανατολικοποιηθεί», κάτι που θα διευκολύνει και την ένταξη της Κύπρου στο ΝΑΤΟ, για λόγους «προστασίας».
Όπως έλεγα πριν, επί Χριστόφια και Ταλάτ η λογική ήταν ότι ο φυσικός πλούτος της κυπριακής ΑΟΖ έφτιαχνε ένα κοινό κυπριακό συμφέρον. Ανησυχώ ότι η κυβέρνηση Αναστασιάδη, κυρίως με την παύση των συνομιλιών, αποκλείει τους Τουρκοκύπριους από αυτό το συμφέρον, καθιστώντας αυτό τον πλούτο γεωστρατηγικό εργαλείο. Κατά τη γνώμη μου, η Κυπριακή Δημοκρατία πρέπει οπωσδήποτε να συνεχίσει τις συνομιλίες, παραπέμποντας το ζήτημα της παραβίασης της ΑΟΖ από την Τουρκία σε διεθνείς οργανισμούς (είτε στο διεθνές Δικαστήριο της Χάγης είτε σε αυτό του Δικαίου της Θάλασσας). Διακόπτοντας τις συνομιλίες, όχι μόνο απαξιώνει την τουρκοκυπριακή κοινότητα αλλά εγκλωβίζει τις συνομιλίες στις «διαθέσεις» της Τουρκίας: θα ξαναρχίσουν όταν το Μπαρμπαρός φύγει από την ΑΟΖ. Με λίγα λόγια, παρακάμπτονται οι Τουρκοκύπριοι και στο κάδρο του Κυπριακού μπαίνει μόνο η Τουρκία (και από την πίσω πόρτα η Ελλάδα;), και μάλιστα σε μια εποχή μεγάλης κρίσης στη Μέση Ανατολή.
Σκέφτομαι τον μνημειώδη λόγο του Μακάριου στον ΟΗΕ μετά την τουρκική εισβολή, όταν απέναντι στην καταστροφή του ’74 –στην οποία οδήγησε και η πολιτική της δεκαετίας του ’60, στην οποία ο ίδιος πρωταγωνίστησε– τόνισε ότι η επιβίωση του κυπριακού κράτους εξαρτάται άμεσα από τους Τουρκοκύπριους, από τον δικοινοτικό χαρακτήρα του κράτους, ανεξαρτήτως Τουρκίας και Ελλάδας. Γιατί, τότε, είχε, επιτέλους, αντιληφθεί ότι ο μη δικοινοτικός χαρακτήρας της Κυπριακής Δημοκρατίας την βάζει σε μέγιστες περιπέτειες.

Συνεχίζοντας, στο ίδιο θέμα, ας δούμε την πρόσφατη συμφωνία «ενοποίησης» των υδάτων μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου.

Εξέφρασα τον φόβο μου για τους χειρισμούς Σαμαρά και Αναστασιάδη με αφορμή και τη συμφωνία για την «ενοποίηση των υδάτων» που παρουσιάστηκε με τυμπανοκρουσίες, κυρίως στην Κύπρο. Κι ενώ πρόκειται για μια συνηθισμένη συμφωνία έρευνας και διάσωσης, σε αυτά τα ύδατα, τροφοδοτεί μια εθνικιστική ρητορική που δηλητηριάζει ακόμα περισσότερο την ατμόσφαιρα στην Κύπρο, υπονομεύοντας την εμπιστοσύνη ανάμεσα στις δύο κοινότητες. Πολύ περισσότερο που οι συνομιλίες έχουν διακοπεί και η Τουρκία «κόβει βόλτες» με το Μπαρμπαρός. Το σκηνικό παραπέμπει, σε κάποια σημεία, σε αυτό της δεκαετίας του ’90 με τα δόγματα περί «ενεργών ηφαιστείων» και την «πυραυλολογία», που προκάλεσαν τεράστια ζημιά στις διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό. Τροφοδοτείται η λογική που είχε κυριαρχήσει τότε, στην εποχή του ενιαίου αμυντικού δόγματος, του ενιαίου χώρου του ελληνισμού απέναντι στον προαιώνιο εχθρό, όπου η Κυπριακή Δημοκρατία καλείται να παίξει το ρόλο του «προμαχώνα». Εδώ έρχονται και «κουμπώνουν» οι μεγαλοστομίες περί «δυναμικών απαντήσεων» στον προαιώνιο εχθρό, από ανθρώπους του περιβάλλοντος του πρωθυπουργού (λ.χ. Φαήλος Κρανιδιώτης), μεγαλοστομίες που ενισχύουν τους φόβους παρά τους κατευνάζουν.
Οι «δυναμικές απαντήσεις» όμως υπαινίσσονται πόλεμο. Ασφαλώς, δεν θεωρώ ότι η ελληνική κυβέρνηση είναι, σε οποιαδήποτε περίπτωση, υπέρ του πολέμου με την Τουρκία. Αυτή η εθνικιστική ρητορική όμως περιορίζει επικίνδυνα τα περιθώρια της διαπραγμάτευσης στο Κυπριακό, καθώς και της αναζήτησης ουσιαστικού εδάφους συνεννόησης Ελλάδας-Τουρκίας. Παράλληλα, νομιμοποιεί την κούρσα των εξοπλισμών από την οποία έχει επωφεληθεί τα μέγιστα μια «τάξη υπερπατριωτών» (άλλοι είναι στη φυλακή, άλλοι πρόκειται να μπουν, και μάλλον ακολουθούν πολλοί ακόμα), και νομιμοποιεί την «προστασία» του ΝΑΤΟ. Άπειρες φορές ανέβηκαν οι τόνοι και άπειρες φορές κατέβηκαν «χάρη στην παρέμβαση» των «συμμάχων μας». Μοιάζει σαν φάρσα: το ΝΑΤΟ αφήνει τους δύο προαιώνιους να κάνουν προσομοιώσεις πολέμου, που δικαιολογούν και τους εξοπλισμούς, και όταν τα πράγματα σκουρύνουν τότε επεμβαίνει για να μας λύσει τα προβλήματα. Στο μεταξύ ωστόσο αυτό το έθνος βιώνει μονίμως το άδικο, τον φόβο και την απειλή από έναν πανίσχυρο και ανεξέλεγκτο εθνικό εχθρό.
Το μεγάλο μου ερώτημα είναι: Ως κοινωνία, γιατί επιτρέπουμε να παίζεται αυτό το παιχνίδι σε βάρος μας; Η Τουρκία είναι πράγματι ένας δύσκολος γείτονας, με τον οποίο έχουμε πολλά ανοικτά θέματα. Όμως, από τη στιγμή που δεν θέλουμε πόλεμο, τότε η διεκδίκησή μας πρέπει να είναι μία: η ανεύρεση τρόπων επίλυσης των ανοικτών προβλημάτων. Επίλυσης, που θα κοστίζει λιγότερο από τον πόλεμο ή την προσομοίωση πολέμου.

 

Ιμπεριαλισμός, αντιιμπεριαλισμός και αριστερή πολιτική


Με όσα λες, αλλά και όλα όσα έχεις γράψει, σκιαγραφείς για την Αριστερά μια ερμηνευτική και πολιτική γραμμή εντελώς διαφορετική από τη γνωστή «αντιιμπεριαλιστική»

Καταρχάς, για την Αριστερά το μείζον ζήτημα είναι να πολιτικοποιήσει τα «εθνικά δίκαια», να τα ξανασυζητήσει διαλεκτικά και όχι ως αμετακίνητα, υπεράνω ιδεολογίας και πολιτικής αξιώματα. Ας μην ξεχνάμε ότι τα «εθνικά δίκαια» δεν τα όρισε η Αριστερά· τα όρισαν κατεξοχήν οι πολιτικές δυνάμεις που είχαν την ηγεμονία και ήθελαν να διαιωνίζουν την ηγεμονία τους, περιθωριοποιώντας τους εχθρούς τους ως «προδότες». Όταν τα «εθνικά θέματα» δεν αποτελούν μέρος του ανοικτού, δημοκρατικού διαλόγου, τότε κάποιες αυταρχικές κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές δυνάμεις επωφελούνται. Τότε, κάποιοι οικειοποιούνται μονοπωλιακά την βούληση του έθνους και τη διαχειρίζονται όπως θέλουν. Δεν μπορούμε λοιπόν να μιλάμε για «αριστερό πατριωτισμό», βάζοντας απλώς αριστερό πρόσημο στα «εθνικά δίκαια», τα οποία οι αντίπαλες της Αριστεράς δυνάμεις όρισαν ως αμετακίνητα. Δεν μπορούμε να μιλάμε για αντιιμπεριαλισμό, πατώντας πάνω στα «δίκαια» αυτά, έτσι όπως τα όρισαν οι ηγεμονικές τάξεις και μάλιστα σε συγκεκριμένες περιόδους.
Αριστερή, αντιιμπεριαλιστική πολιτική δεν σημαίνει έναν εύκολο αντιτουρκισμό, επειδή η Τουρκία είναι «δάκτυλος του ιμπεριαλισμού». Πολύ περισσότερο που και η Ελλάδα έχει παίξει στο ιμπεριαλιστικό παιχνίδι. Αντιιμπεριαλισμός σημαίνει κόβω –ή έστω μειώνω– τις υποδοχές του ιμπεριαλισμού στην περιοχή, κόβω τους διαδρόμους διείσδυσής του. Αν ο ιμπεριαλισμός οξύνει και υποκινεί τους ανταγωνισμούς, η απάντηση είναι μία: κάνω πολιτική με τρόπο που να μειώνονται οι εθνικοί ανταγωνισμοί, όχι να ενισχύονται. Η λύση, για παράδειγμα, του Κυπριακού με ομοσπονδία περιορίζει τον χώρο ιμπεριαλιστικής δράσης, γιατί σταματάει τον κατακερματισμό και ενισχύει το κυπριακό κράτος. Θεμελιώδης στρατηγική του ιμπεριαλισμού είναι ο κατακερματισμός της κοινωνίας με κριτήρια εθνο-θρησκευτικά, πολιτισμικά και η αποδυνάμωση των κρατών. Ο αντιιμπεριαλισμός δεν μπορεί να μην είναι αυστηρά κριτικός με τον εθνικισμό, καθώς ο τελευταίος είναι γέννημα-θρέμμα του ιμπεριαλισμού του 19ου αιώνα.
Η λογική, για παράδειγμα, μιας «ζώνης του ελληνισμού» Ελλάδας και Κύπρου, όπου οι δύο κοινωνίες θα πολεμήσουν κατά της λιτότητας, της τρόικας και του νεοφιλελευθερισμού, μας βάζει από την πίσω πόρτα στη λογική των πολιτισμικών ζωνών, των πολιτισμικών ενοτήτων, που ενισχύουν τη λογική αυτού που υποτίθεται πολεμούν: του νεοφιλελευθερισμού. Για την Αριστερά, η ενότητα πρέπει να είναι πολιτική και ταξική. Ενότητα εν τόπω και χρόνω, όχι πολιτισμική και εθνοτική άνευ τόπου· πρέπει να φτιάχνει πολιτικές υποδοχές στον χώρο.

 

Η κυβέρνηση της Αριστεράς, το Κυπριακό και τα ελληνοτουρκικά


Ρωτάω, και κλείνω, εξειδικεύοντας τα παραπάνω. Σε ποια κατεύθυνση πιστεύεις ότι πρέπει να κινηθεί η κυβέρνηση της Αριστεράς, στα θέματα που συζητάμε;

Θα προσπαθήσω να απαντήσω, διατυπώνοντας μερικές βασικές σκέψεις, και όχι βέβαια κάποιο «μανιφέστο» ή «πλατφόρμα». Αρχή του ΣΥΡΙΖΑ είναι η ειρήνη και η σταθερότητα στην περιοχή. Και θεωρώ ότι αυτή η αρχή είναι ουσιωδώς αντιιμπεριαλιστική, αντικαπιταλιστική και ρεαλιστική, ειδικά στην εποχή μας, όπου η λιτότητα και οι ανταγωνισμοί οδηγούν σε εκβαρβαρισμό των κοινωνιών στην περιοχή μας, είτε λόγω φτώχειας είτε λόγω πολέμων. Σε ό,τι αφορά το Κυπριακό, μια κυβέρνηση της Αριστεράς πρέπει να είναι αδιαπραγμάτευτα υπέρ της λύσης του Κυπριακού στη βάση μιας διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας, σύμφωνα με τις αποφάσεις του ΟΗΕ. Αυτή η λύση όμως έχει μια σημαντική προϋπόθεση: αποδεχόμαστε ότι το κυπριακό συμφέρον ορίζεται και από τις δύο κοινότητες εξίσου, και μόνο από αυτές. Ο τερματισμός της κατοχής, η οποία δικαιολογεί την ιστορικότητα της ελληνοτουρκικής σύγκρουσης, αλλά και νομιμοποιεί την εξάρτηση της Κύπρου και τους περιφερειακούς ανταγωνισμούς, πρέπει να αποτελέσει το μείζον κυπριακό συμφέρον στο πλαίσιο της ομόσπονδης λύσης, ένα συμφέρον που συγκροτείται στη βάση της εγγύησης της ασφάλειας και των δύο κοινοτήτων.
Σε ό,τι αφορά τα ελληνοτουρκικά, μια κυβέρνηση της Αριστεράς πρέπει να επαναπροσδιορίσει το περιεχόμενο της ελληνοτουρκικής φιλίας και συνεργασίας. Με δεδομένο ότι στην περιοχή μας η Τουρκία είναι μια από τις ελάχιστες χώρες της οποίας η κοινωνία δεν έχει καταρρεύσει (και δεν μας συμφέρει να καταρρεύσει), με δεδομένο επίσης ότι αυτή η χώρα είναι μια από τις ελάχιστες στις οποίες υπάρχει μια κοινωνία με δείγματα αντίστασης στον εκβαρβαρισμό, τότε, αντί να αναζητούμε γεωστρατηγικά τόξα με πιο μακρινούς και αμφίβολους γείτονες, μήπως θα ήταν σκόπιμο να αναζητήσουμε πεδία συναίνεσης με αυτό τον γείτονα (όπως και με τους υπόλοιπους, άλλωστε); Μια κυβέρνηση της Αριστεράς πρέπει να ξαναδεί τη γειτονιά της, αναζητώντας σε αυτή την πολιτική –και όχι γεωστρατηγική– ενίσχυση της χώρας.
Τα ελληνοτουρκικά προβλήματα δεν θα λυθούν, ασφαλώς, από τη μια στιγμή στην άλλη. Μπορούν όμως να μπουν σε ένα πλαίσιο πολιτικού διαλόγου, όπου το εθνικό συμφέρον θα ενταχθεί σε ένα ευρύτερο ευρωπαϊκό συμφέρον όπως αυτό το ορίζει η Αριστερά, όχι οι λογικές ηγεμονίας στην περιοχή μέσω της Ε.Ε., όπως έγινε σε προηγούμενες περιόδους. Η εποχή που ζούμε είναι πολύ πιο πολύπλοκη από όσο την παρουσιάζει η εθνικιστική ρητορεία. Η λύση στο μεταναστευτικό και προσφυγικό πρόβλημα με όρους σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας απαιτεί πλέον συναινέσεις, και όχι φράχτες, ανάμεσα σε πολλά και διαφορετικά κράτη. Μια κυβέρνηση της Αριστεράς, σε συνεννόηση με τους γείτονες, είναι αυτή που μπορεί να απαντήσει — πολύ περισσότερο που και η Τουρκία έχει συμφέρον από τέτοια συνεννόηση.
Η Ιστορία και οι ανάγκες που δημιουργεί υποδεικνύουν και τις λύσεις, ειδικά για την Αριστερά η οποία είναι η κατεξοχήν ρεαλιστική πολιτική δύναμη, αφού απαντάει στα προβλήματα της κοινωνίας εν τόπω και χρόνω. Η οριοθέτηση των ΑΟΖ με τις γειτονικές χώρες μπορεί να αποτελέσει το έναυσμα για τη δημιουργία ενός κοινού συμφέροντος, για τις κοινωνίες των όμορων κρατών, αντί να γίνει εργαλείο σκληρών ανταγωνισμών. Ας βρούμε ως Αριστερά τα πολιτικά δίκαια που μπορούν να συνδέσουν τις γειτονικές χώρες και να τις ενισχύσουν.

[Δημοσιεύτηκε στα Ενθέματα της Αυγής]

Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2014

[Τουρκία] Τουρκία: ένας «αλλοπρόσαλλος» γείτονας;

Την προηγούμενη εβδομάδα το Κέντρο Νεότερης Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου και η Πρωτοβουλία για την Υπεράσπιση της Κοινωνίας και της Δημοκρατίας συνδιοργάνωσαν εκδήλωση για τις τελευταίες εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο, με ομιλητές τους Χαμίτ Μποζαρσλάν (Παρίσι), Τζενγκίζ Ακτάρ (Κωνσταντινούπολη) και Νίκο Μούδουρο (Λευκωσία). Η συζήτηση επικεντρώθηκε στην εξωτερική πολιτική της Τουρκίας -με αφορμή και τα τελευταία γεγονότα της παραβίασης της κυπριακής ΑΟΖ- στο πλαίσιο των μεγάλων κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών τριγμών που γνωρίζει τα τελευταία χρόνια η Μέση Ανατολή. Όπως αναδείχθηκε και στη συζήτηση, η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας μοιάζει τον τελευταίο καιρό «αλλοπρόσαλλη», μια πολιτική «πολύτιμης μοναχικότητας» -όπως την χαρακτηρίζουν Τούρκοι αξιωματούχοι- χωρίς συμμάχους ή εναντίον εκείνων που θεωρούνταν μέχρι πριν από μερικά χρόνια παραδοσιακοί σύμμαχοί της. Αυτή η «αλλοπρόσαλλη» πολιτική της Τουρκίας, που την οδηγεί είτε σε υπόγειες συμμαχίες με ακραία μορφώματα (ΙΣΙΣ) είτε σε επιθετικές κινήσεις -κυπριακή ΑΟΖ-, δείχνουν κάτι σημαντικό: η Τουρκία εκφράζει σε περιφερειακό επίπεδο τον απρόβλεπτο και «άναρχο» χαρακτήρα που διέπει τα τελευταία χρόνια τις παντός είδους σχέσεις σε παγκόσμιο αλλά και ευρωπαϊκό επίπεδο.

Πράγματι, σε αυτήν τη «μετα-δυτική», πολυπολική -όπως χαρακτηρίζεται- φάση της παγκόσμιας ιστορίας, όπου το κέντρο βάρους τουλάχιστον της οικονομίας μετατοπίζεται από τις αναπτυγμένες στις αναπτυσσόμενες χώρες, η Τουρκία φαίνεται να αναζητεί έναν «μετα-δυτικό», περιφερειακό ρόλο. Μετά από πολλές δεκαετίες «σκληρής», δυτικής πολιτικής (εσωτερικής και εξωτερικής), η Τουρκία αναζητεί τον ρόλο της περιφερειακής, μετα-δυτικής δύναμης, ενός πολιτικο-πολιτισμικού και οικονομικού πόλου στη Μέση Ανατολή. Αν αναλογιστούμε τη σημασία της Ανατολικής Μεσογείου ως ενός από τους σημαντικότερους δρόμους του παγκόσμιου εμπορίου και της διακίνησης ενέργειας, τότε αντιλαμβανόμαστε τους λόγους για τους οποίους η Τουρκία, ως μια από τις μεσαίες αναπτυσσόμενες δυνάμεις, έχει επιλέξει τον τελευταίο καιρό να ασκεί πολιτική «πολύτιμης μοναχικότητας». Κάποιοι από το τουρκικό ΥΠΕΞ φαντασιώνονται για την Τουρκία τον ρόλο του περιφερειακού πόλου μιας ενιαίας, πολιτισμικής και οικονομικής λεκάνης, ενός οθωμανικής καταγωγής «Σουνιστάν» (σουνιτικό Ισλάμ) απέναντι στον περιφερειακό ανταγωνιστή, το σιϊτικό Ιράν.

Η Τουρκία ωστόσο, παρά τις «μετα-δυτικές», πολιτισμικο-ιστορικές αναζητήσεις της, είναι μια χώρα της οποίας, πρώτον, το συγκολλητικό στοιχείο εσωτερικής ενότητας είναι ο «δυτικός» χαρακτήρας της. Αυτός ο «δυτικός» χαρακτήρας πήρε κατά καιρούς διαφοροποιημένο ιδεολογικό περιεχόμενο - από το πιο αυταρχικό, ανταγωνιστικό μέχρι όμως και το πιο δημοκρατικό, τουλάχιστον για τα δεδομένα της Μέσης Ανατολής. Δεύτερον, σε αντίθεση με τη δραματική κατάρρευση των κοινωνιών της Μέσης Ανατολής, η κοινωνία της Τουρκίας δεν έχει καταρρεύσει ακόμα, δεν έχει μεσανατολικοποιηθεί -κι εδώ η συμβολή των Κούρδων είναι αποφασιστικής σημασίας. Τρίτον, η Τουρκία απέκτησε περιφερειακό ρόλο χάρη στην ιστορική επιλογή της να τοποθετηθεί στον περιφερειακό και παγκόσμιο χάρτη ως δυτικό κράτος με θρήσκευμα μουσουλμανικό. Τέταρτον, η Τουρκία του Ερντοάν απέκτησε στις μεσανατολίτικες κοινωνίες την επιρροή ενός άλλου, περιφερειακού πόλου, όχι χάρη στο Ισλάμ και την οθωμανική ιστορία, αλλά χάρη στην επαγγελία ότι ένα κράτος με θρήσκευμα μουσουλμανικό μπορεί να είναι ευρωπαϊκό, με την έννοια του φορέα δημοκρατικής ενότητας όλων των πληθυσμών του και ειρήνης στην περιοχή. Η πολιτική λοιπόν της Τουρκίας είναι «αλλοπρόσαλλη», γιατί δεν μπορεί να παίξει μετα-δυτικό ρόλο, αποποιούμενη τον κατεξοχήν ρόλο της: τον δυτικό, και μάλιστα στην πιο δημοκρατική του εκδοχή. Αυτό τη βάζει δυνητικά σε περιπέτειες, τόσο εσωτερικές όσο κυρίως εξωτερικές. Την οδηγεί σε μεσανατολικοποίηση.

Η Ελλάδα δεν είναι υποχρεωμένη να μπει σε κανένα «μετα-δυτικό» παιχνίδι. Ας ξεκαθαρίσουμε ότι:«μετα-δυτικό» δεν σημαίνει αντιιμπεριαλιστικό, αντιθέτως σημαίνει ενίσχυση της πολυπολικότητας και της αγριότητας του ιμπεριαλισμού σε όλες τις πολιτισμικές εκδοχές του (δυτικές και μη). Οι συμμαχίες με χώρες της Ανατολικής Μεσογείου που έχουν ως μοναδική προοπτική τη διαμόρφωση ενός άλλου γεωστρατηγικού πόλου που θα «στριμώξει» τη μετα-δυτική Τουρκία, ενισχύουν τη μεσανατολικοποίηση της Ανατολικής Μεσογείου -σκληροί πολιτικο-πολιτισμικοί ανταγωνισμοί-, τη μεσανατολικοποίηση κατά συνέπεια του κυπριακού αλλά και των ελληνοτουρκικών προβλημάτων. Η απάντηση στις «μετα-δυτικές» φαντασιώσεις της Τουρκίας είναι η συνεχής προσπάθεια «στριμώγματός της» στη βάση ενός προβλεπτού διαλόγου και με τη διαρκή προοπτική μιας προβλεπτής συμμαχίας, σύμφωνα δηλαδή με τις αρχές του διεθνούς δικαίου και τους κανόνες ενός ευρωπαϊκού, πολιτικού πολιτισμού. Ας μην ξεχνάμε ότι η Τουρκία, παρ' όλα αυτά, είναι η μοναδική ίσως χώρα στην ανατολική γειτονιά μας που καταλαβαίνει αυτή την προβλεπτή γλώσσα και έχει ακόμα συμφέρον να τη διατηρήσει.


[Δημοσιεύτηκε στην Αυγή]

Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2014

[Μέση Ανατολή] Το παρελθόν χειραφετεί το μέλλον

Στις μέρες μας, στη Μέση Ανατολή, οι σκελετοί του παρελθόντος –ενός συγκεκριμένου παρελθόντος– επανέρχονται στο παρόν με τον πλέον δραματικό τρόπο. Δεν πρέπει να μας εκπλήσσει βέβαια ότι, στην εποχή του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, στην οποία η πολιτική μετατρέπεται σε ζήτημα πολιτισμικών/εθνοτκών ή θρησκευτικών ιδιαιτεροτήτων, τα αδιέξοδα και οι αντιφάσεις του εκδηλώνονται με τον πιο βίαιο τρόπο στη Μέση Ανατολή – όπου τα όρια πολιτικού-θρησκευτικού είναι, λόγω της βεβαρημένης ιστορίας της δυσδιάκριτα. Αυτή η τόσο ταλαιπωρημένη περιοχή αναδύεται λοιπόν ως ο τόπος που η «ανθρώπινη κοινωνία» ξαναπιάνει το νήμα του παρελθόντος από εκεί όπου η νεοφιλελεύθερης εκδοχής νέα παράδοση πίστεψε ότι το έκοψε οριστικά.

Όταν το παρελθόν υποτάσσει το μέλλον.

Παγκοσμιοποιημένο χαλιφάτο, μουσουλμανική ουμμά, θρησκευτικός /δογματικός κατακερματισμός ή «θρησκευτικός ριζοσπαστισμός»: όλα αυτά που μοιάζουν «πολιτισμικά» στοιχεία της παράδοσης της Μέσης Ανατολής, δεν συνιστούν παρά παλιά υλικά που συνθέτουν μια νέα παράδοση. Η παράδοση αυτή αποτελεί τη νομιμοποιητική ερμηνεία, στα τοπικά συμφραζόμενα, του νέου «δυτικού» σχεδίου για τη Μέση Ανατολή. Πρόκειται για το σχέδιο της «μεγάλης Μέσης Ανατολής» ή της νοτιοδυτικής Ασίας: μια μεγάλη θρησκευτικο-πολιτισμική ενότητα, κατακερματισμένη εσωτερικά σε αδύναμα κράτη-«θρησκευτικές κοινότητες ή δόγματα», υπό τον έλεγχο κρατών της περιοχής, ικανών να νομιμοποιούν, στο όνομα της παράδοσης, τους νέους γεωστρατηγικούς σχεδιασμούς.

Έτσι επέστρεψε με τον Ερντογάν η οθωμανική παράδοση της μουσουλμανικής ενότητας και η ουτοπία της δικαίωσης ενός «λαϊκού περί δικαίου αισθήματος», που έρχεται από τα βάθη των οθωμανικών αιώνων. Βέβαια, παράδοση οθωμανικού χαλιφάτου δεν υπήρξε στην Ιστορία, παρά μόνο ως κατασκευή του αποικιακού 19ου αιώνα, που αναπαρήγαγαν διάφορα τοπικά αυταρχικά καθεστώτα. Έτσι επέστρεψε στο Ιράκ ο δογματικός κατακερματισμός του ιρακινού λαού, ως αποκατάσταση της ιστορικής αδικίας που υπέστησαν οι σιίτες από τους σουνίτες. Επίσης, παράδοση πολιτικής κατηγοριοποίησης βάσει δόγματος δεν υπήρχε ιστορικά στη Μέση Ανατολή· επινοήθηκε ιμπεριαλιστικά στο τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και επικαιροποιήθηκε μετέπειτα νατοϊκά, σε διάφορες ντόπιες αναπαραγωγές. Με ανάλογο τρόπο επανήλθε επικαιροποιημένη η παράδοση του μεταρρυθμιστικού-δημοκρατικού Ισλάμ (άλλη μια κατασκευή του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα), ως έκφραση της «λαϊκής οργής» εναντίον των διεφθαρμένων, δυτικότροπων καθεστώτων.

Σε μια εποχή λοιπόν όπου οι λαοί της Μέσης Ανατολής αναζητούσαν πολιτικούς δρόμους εκδημοκρατισμού και ανατροπής των αυταρχικών καθεστώτων, αντί να πολιτικοποιηθούν οι κοινωνίες, πολιτικοποιήθηκε η πολιτισμική/θρησκευτική κατηγοριοποίηση, στη βάση της οποίας φτιάχτηκε η νέα παράδοση. Η αποτρόπαια εκδοχή αυτής της νέας παράδοσης είναι το ISIS.

Σύμβολο αντίστασης.

 Στην «επαναστατημένη περιοχή της Ρογιάβα» –αυτόνομο καντόνι στη Συρία, στο οποίο ανήκει και το Κομπάνι– οι Κούρδοι και οι Κούρδισσες αξιοποίησαν πολιτικά τις ρωγμές που δημιουργούν οι αντιφάσεις του ιμπεριαλισμού και των τοπικών εκδοχών του. Τράβηξαν δυναμικά, εν τόπω και χρόνω, αυτό το νήμα από το παρελθόν που επιτρέπει στις αγωνιζόμενες κοινωνίες να βρουν όχι την από αιώνες δικαίωσή τους, αλλά τον τρόπο αντίστασής τους, εδώ και τώρα. Συγκρότησαν λοιπόν πολιτικούς θεσμούς εκπροσώπησης: προσωρινή κυβέρνηση το 2013 και Σύνταγμα το 2014. Οργανώθηκαν ως ενσώματο –και όχι ψηφιακό– πολιτικό υποκείμενο: συγκρότησαν τοπικά κοινοβούλια και λαϊκές ομάδες προστασίας, με ισότιμη συμμετοχή ανδρών και γυναικών, και διαμόρφωσαν τους όρους για μια «οικονομία της αντίστασης», μια αντιπαγκοσμιοποιημένη οικονομία, με εξασφαλισμένη την υγεία, την παιδεία και το δικαίωμα στην εργασία για όλους.

Το Κομπάνι γίνεται σύμβολο αντίστασης για έναν ολόκληρο κόσμο, καθώς σε αυτό αποκαθίσταται το νήμα της νεωτερικής χειραφέτησης και αντίστασης, στην κουρδική του εκδοχή. Σε αυτό συγκλίνουν γόνιμα μια σειρά στοιχεία: η παράδοση αντίστασης του ΡΚΚ, η δημοκρατική, αριστερή, πολιτική παράδοση κομμάτων όπως το Κόμμα Δημοκρατίας και Ειρήνης των Κούρδων της Τουρκίας, τα στοιχεία λαϊκής αντίστασης και υπεράσπισης που έφτιαξε το Κόμμα της Δημοκρατικής Ένωσης. Συγκλίνουν όλα τα στοιχεία μιας κατακερματισμένης εθνικής οντότητας που έμαθε να φτιάχνει πολιτικές αντίστασης εν χώρω και στο πλαίσιο άλλων εθνών-κρατών, υπό την καθοδήγηση σήμερα του Συμβουλίου Εθνικής Ενότητας των Κούρδων.

Ο Ερντογάν, εγκλωβισμένος στις μεγάλες αντιφάσεις που έχει δημιουργήσει η πολιτική του –ισλαμικός και εθνικιστικός εξτρεμισμός στο εσωτερικό της Τουρκίας, υπόγειες «συμμαχίες» με τους τζιχαντιστές στην περιοχή– επιμένει να θέλει να παίξει τον ρόλο της «προστάτιδας δύναμης» της περιοχής. Επιμένει στην επικαιροποίηση της λογικής των σφαιρών επιρροής, του εντολοδόχου των Μεγάλων Δυνάμεων –αποστολή στρατού «για την επιβολή της ειρήνης»– και της δημιουργίας «κοινοτήτων» υπό την προστασία του. Αρνείται, έτσι, να διευκολύνει την υπεράσπιση του Κομπάνι από τους Κούρδους, γιατί αυτό θα ακυρώσει τη διεθνή νομιμότητα της «εντολής».

Η βαρβαρότητα των τζιχαντιστών και τα κενά κρατικής εξουσίας που δημιουργεί αποτελούν τον παραμορφωτικό καθρέφτη της πολιτικής που άσκησαν οι ΗΠΑ εδώ και δεκαετίες στην περιοχή, μαζί με την άβουλη και ανύπαρκτη Ε.Ε. Το Κομπάνι, ωστόσο, δείχνει μια κατεύθυνση λύσης για τη Μέση Ανατολή. Κι αυτή δεν είναι ούτε η σύγκρουση δύο πολιτισμικών μετώπων ούτε η εγκατάσταση περιφερειακών δυνάμεων: (ούτε «εντολοδόχος» Τουρκία, ούτε μεγάλο Κουρδιστάν, ούτε ντόπιοι και ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί μεταξύ ΗΠΑ, Ρωσίας Ιράν κλπ). Η λύση για την ειρήνη μπορεί να είναι η «ομοσπονδιακή» συγκρότηση των ήδη υπαρχόντων κρατών: καντόνια με εσωτερική αυτονομία, με δημοκρατική, λαϊκή συγκρότηση εν τόπω, με εκμετάλλευση από τα ίδια των πλούσιων, τοπικών πόρων. Το πείραμα του καθαρού (εθνοτικά ή θρησκευτικά ή δογματικά) κράτους στο όνομα μιας διαχρονικής ιστορικής δικαίωσης οδηγεί σε αντιδημοκρατικά καθεστώτα, περιθωριοποίηση ολόκληρων πληθυσμιακών ομάδων, στην εκμετάλλευση και, βεβαίως, στον πόλεμο. Το Κομπάνι είναι ακόμα εδώ!

[Δημοσιεύτηκε στα Ενθέματα της Αυγής]

Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2014

[Μέση Ανατολή] Σία Αναγνωστοπούλου: Τα επακόλουθα του "διαίρει και βασίλευε"

[Συνέντευξη στην Αναστασία Γιάμαλη που δημοσιεύτηκε στην Αυγή.]
 

Την περασμένη εβδομάδα είδε το φως της δημοσιότητας άλλο ένα βίντεο με τον αποκεφαλισμό ακόμη ενός δημοσιογράφου, του 31χρονου Στίβεν Σότλοφ, από τους τζιχαντιστές. Το βίντεο τιτλοφορείται  «Δεύτερο μήνυμα στην Αμερική» και η σκηνοθεσία είναι ίδια με αυτή του πρώτου. Για τους τζιχαντιστές, μιλήσαμε με την αναπληρώτρια καθηγήτρια Ιστορίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου, Σία Αναγνωστοπούλου. Οι τζιχαντιστές δεν εμφανίστηκαν "χθες", μας λέει, ούτε πρόκειται για κάτι "ενιαίο". "Υπάρχουν πολλές εσωτερικές διαιρέσεις εντός του Ισλάμ" τονίζει και μας βοηθά να χαρτογραφήσουμε τις διαφορές και τις νέες ισορροπίες που φέρνουν μαζί τους στην ευρύτερη περιοχή της Μ. Ανατολής.

* Οι τζιχαντιστές του Ισλαμικού Κράτους "ξεφύτρωσαν" από το κίνημα των αντικαθεστωτικών κατά του Άσαντ ή τους συναντάμε και πιο πίσω;
Toυς βρίσκουμε και πιο πίσω. Βέβαια σήμερα, όταν μιλάμε για τζιχαντιστές, δεν εννοούμε ένα και μοναδικό πράγμα, αλλά πολλές ομάδες μαζί που έχουν μπει κάτω από αυτό το όνομα. Έτσι κι αλλιώς αυτή η ιστορία, τουλάχιστον στο πρόσφατο παρελθόν, εξελίσσεται κυρίως στο Ιράκ, ειδικά μετά την αμερικανική εισβολή. Εντοπίζονται περισσότερο εκεί όπου έχει δημιουργηθεί μεγάλο κενό εξουσίας. Ξεκινούν δηλαδή από το Ιράκ κυρίως στην επαρχία Ανμπάρ -αμιγώς σουνιτική περιοχή- όπου έγιναν και οι μεγάλες μάχες. Εκεί γίνονται μεγάλες επιχειρήσεις της Αλ Κάιντα, οι οποίες τελικά κατορθώνουν να δημιουργήσουν ένα τεράστιο ρήγμα ανάμεσα σε αυτή την επαρχία, που μετατράπηκε σε βαθύ ρήγμα ανάμεσα στους σουνίτες και την σιιτική κυβέρνηση του Μαλίκι που έφτιαξαν οι Αμερικανοί.
 
* Πως έχουν τέτοια δύναμη οι τζιχαντιστές;
Στη Μ. Ανατολή πάντα το πρόβλημα είναι οι πολλές διαφορετικές θρησκευτικές ταυτότητες - και μέσα στο ίδιο το Ισλάμ -όχι μόνο μεταξύ μουσουλμάνων- χριστιανών. Έτσι, το να επιχειρήσει κανείς να εκδημοκρατίσει "παίζοντας" με φυλετικές ή θρησκευτικές ταυτότητες ενισχύει την πολιτικοποίησή τους και την άνθηση των φυλετικών διαστάσεων. Σε αυτό που αποκαλούμε σήμερα "τζιχαντιστές" έχουμε να κάνουμε με πολλές φυλετικές σεχταριστικές και θρησκευτικές ταυτότητες μαζί, όπου μία ομάδα, αυτή του του Ισλαμικού Κράτους (ΙΚ), ως ισχυρότερη έχει πάρει το πάνω χέρι. Δεν σημαίνει ότι το ΙΚ του Ιράκ και της Συρίας είναι μόνο του, το πρόβλημα είναι πολύ πιο σύνθετο.

* Διάφοροι αναλυτές υποστηρίζουν ότι είναι λάθος να μιλάμε για άμεση ευθύνη της Αμερικής καθώς επί της ουσίας η εμπλοκή της στην ανάπτυξη των τζιχαντιστών δεν είναι άμεση, αλλά έμμεση αφού επέτρεψε την χρηματοδότησή τους από τους συμμάχους της.
Δεν ξέρω πόσο χρηματοδότησε ή όχι η Αμερική αυτές τις ομάδες, αυτό που ξέρω όμως πάρα πολύ καλά είναι ότι στη Μ. Ανατολή, ειδικά στο Ιράκ, έγινε κάτι αντίστοιχο με αυτό που είχε γίνει -τηρουμένων των αναλογιών- επί αποικιοκρατίας. Δηλαδή, αντί να έχουμε τη δημιουργία μιας κυβέρνησης στο Ιράκ από τους πολίτες, που θα προχωρά στη συγκρότηση μιας μακροταυτότητας -ικανής να συμπεριλάβει τις όποιες φυλετικές, τοπικές, θρησκευτικές ταυτότητες- έχουμε ακριβώς το αντίθετο. Έχουμε μια κυβέρνηση που στο όνομα της απομπααθοποίησης δημιούργησε σεχταριστική ταυτότητα σιιτών και με ορισμένες φυλές εναντίον κάποιων άλλων. Η επέμβαση της Αμερικής ήταν λοιπόν σημαντική προς αυτήν την κατεύθυνση. Για τη χρηματοδότηση πρέπει να γίνει άλλου είδους έρευνα, αλλά η αντιμετώπιση του θέματος του Ιράκ και της Μ. Ανατολής γενικά ακούμπησε σε αυτό που είχε ακουμπήσει η αποικιοκρατία. Στη Συρία έγινε πάνω - κάτω το ίδιο πράγμα.
 
* Ποιος ο ρόλος της Τουρκίας στην όλη κατάσταση την  ώρα που το ΙΚ ισχυροποιείται στο βόρειο Ιράκ και στη Συρία; Αρκεί η ενίσχυση των Κούρδων;
H Τουρκία έχει παίξει μεγάλο ρόλο σε αυτή την υπόθεση, που πάλι δεν θα κρίνω αν ήταν άμεσος ή έμμεσος. Ωστόσο με την πολιτική που ακολούθησε ο Ερντογάν, να κάνει την Τουρκία και την Κωνσταντινούπολη το κέντρο ενός ισλαμικού κόσμου, τροφοδότησε την πολιτική διαφόρων ομάδων που στο όνομα του Ισλάμ και του οράματος ενός ισλαμικού κόσμου προωθούσαν τη δική τους ατζέντα. Η Τουρκία υποστήριξε σχεδόν αμέσως τις αντιπολιτευόμενες ομάδες που κινήθηκαν κατά του Άσαντ εκτιμώντας πως θα τον αποδυναμώσει ώστε να γίνει το επίκεντρο. Αυτό γύρισε μπούμερανγκ, με τζιχαντιστές να δρουν και να κινούνται στο έδαφός της. Έχει βρεθεί λοιπόν στο επίκεντρο μιας κατάστασης που τελικά θα την υπονομεύσει.
Οι Κούρδοι εν τω μεταξύ ενδυνάμωσαν τη θέση τους σημαντικά, -κυρίως το αυτόνομο κράτος του Κουρδιστάν στο Ιράκ με πρωτεύουσα το Ερμπίλ- αλλά δεν είναι σε θέση απο μόνοι τους να αντιμετωπίσουν την κατάσταση, αν και είναι οι μόνοι που αντιστάθηκαν οργανωμένα στο ΙΚ Συρίας και Ιράκ. Φαίνεται όμως πως η κατάσταση έχει ξεφύγει από οποιονδήποτε έλεγχο και θα έχει απρόβλεπτη εξέλιξη, γιατί η λογική του τρόμου έχει μπει στο επίκεντρο της μάχης για εξουσία στην περιοχή. Οι αποκεφαλισμοί είναι ένα μέσο οικειοποίησης του κόσμου με τη λογική του τρόμου. 

* Είναι πια διαχειρίσιμη η χάραξη του χάρτη της Μ. Ανατολής, όπως αυτή έγινε από τους Σάικς - Πικό μετά τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας;
Κανένας δεν μπορεί να πει με σιγουριά τι θα δούμε στη Μ. Ανατολή στο μέλλον. Έχουμε πολλές ομάδες, έχουμε ένα ΙΚ που θέλει Χαλιφάτο, ένα κατακερματισμένο ανομοιογενές Ισλάμ. Ωστόσο, αν πρέπει να γίνει μία επανατοποθέτηση στον χάρτη της Μ. Ανατολής, αυτή πρέπει να αφορά την Παλαιστίνη. Όσο υπάρχει το πρόβλημα της Παλαιστίνης, αναπαράγεται μια μεγάλη σύγκρουση στην περιοχή και τη νομιμοποιεί. Το να αλλάξει όλος ο χάρτης είναι πρόβλημα.


* Η ύπαρξη του ΙΚ πως λειτουργεί για το Ισραήλ; Ενισχυτικά ή όχι;
Ενισχύεται σίγουρα το Ισραήλ. Μπαίνουμε σε λογική τρόμου και τρομοκράτησης, σε μια λογική που από φόβο θα έχουμε περισσότερη στρατιωτικοποίηση και πολέμους. Η απειλή για το Ισραήλ προσωποποιείται στους Παλαιστινίους και αυτούς θα διαλύσει. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως υπάρχουν δύο πληθυσμοί τα προβλήματα των οποίων πρέπει να διευθετηθούν, οι Παλαιστίνιοι και οι Κούρδοι.

* Το Κουρδικό θα λυθεί; O Ερντογάν φαίνεται πρόθυμος
Φαίνεται πως και οι Κούρδοι της Τουρκίας είναι πρόθυμοι και έχουν βρει κοινό τόπο με τον Ερντογάν. Μακάρι να λυθεί με τον καλύτερο τρόπο, όσο όμως η Μ. Ανατολή είναι σε τέτοια αναταραχή κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος. Φοβάμαι πως η Ιστορία μάς έχει ξεπεράσει στην περιοχή.

* Να πάμε λίγο στην Αριστερά και τον ΣΥΡΙΖΑ. Έχουμε μπει σε μια περίοδο κρίσεων σε Μ. Ανατολή και ανατολική Ευρώπη, με τον ΣΥΡΙΖΑ να προωθεί μια ενεργητικά φιλειρηνική εξωτερική πολιτική. Προς ποια κατεύθυνση εκτιμάτε ότι πρέπει να κινηθεί;
H πρώτη κατεύθυνση προς την οποία πρέπει να κινηθεί κατά τη γνώμη μου η Αριστερά και ο ΣΥΡΙΖΑ είναι η άμεση λύση του Κυπριακού. Άμεση λύση, γιατί Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι πρέπει να ξαναβρεθούν ισότιμα στο κυπριακό κράτος. Η Κύπρος θα μπορούσε να είναι μια εστία που θα μπορούσε να δημιουργήσει μεγάλα προβλήματα στο μέλλον ή θα χρησιμοποιούνταν σαν ένα ανεξέλεγκτο έδαφος -κυρίως στην κατεχόμενη βόρεια πλευρά- με απρόβλεπτη εξέλιξη. Η φιλειρηνική πολιτική πρέπει να ξεκινά από τους γείτονες, από τον άμεσο περίγυρο μας. Για τον ΣΥΡΙΖΑ σήμερα εκτιμώ πως η επίλυση με τον πιο ειρηνικό και δημοκρατικο τρόπο των προβλημάτων που έχει η Ελλάδα, χωρίς αναπαραγωγή εθνικιστικών σχημάτων στο όνομα ενός αριστερού πατριωτισμού θα είναι μια καλή αρχή. Αυτά τα προβλήματα πρέπει να λυθούν στο όνομα της σημερινής πραγματικότητας με όρους δημοκρατίας και διεθνούς δικαίου.
Για να μπορεί να έχει ένα αριστερό κόμμα αντιιμπεριαλιστική πολιτική, πρέπει ακριβώς να χτυπήσει την καρδιά του ιμπεριαλισμού, που είναι το "διαιρώ τους πληθυσμούς προκειμένου να έχω κυριαρχία". Για μας, φιλειρηνική πολιτική σημαίνει ενίσχυση της πολιτικής μας με τους γύρω λαούς, με σεβασμό και στις ανησυχίες των άλλων και τις δικές μας. Η διάσπαση των εθνών - κρατών δεν βοηθάει καθόλου και οξύνει τις ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις.

Τετάρτη 3 Σεπτεμβρίου 2014

[Παρέμβαση] Έκκληση 152 ιστορικών: Να αποσυρθεί το άρθρο 2 του αντιρατσιστικού νομοσχεδίου που περιορίζει την ελευθερία του λόγου

Όσοι και όσες υπογράφουμε αυτό το κείμενο, ιστορικοί από πανεπιστήμια, ερευνητικά κέντρα και άλλους επιστημονικούς φορείς, παρακολουθούμε με μεγάλο ενδιαφέρον και αγωνία την τύχη του αντιρατσιστικού νομοσχεδίου, το οποίο, έπειτα από πολλούς μήνες αναμονής, συζητιέται την Τρίτη και την Παρασκευή στη Βουλή.. Κι αυτό επειδή θεωρούμε ότι ο ρατσισμός και η ρατσιστική βία είναι ένα από τα μεγάλα προβλήματα που απειλούν την κοινωνία μας και ότι μια κατάλληλη αντιρατσιστική νομοθεσία συνιστά ένα σημαντικό όπλο για την αντιμετώπισή τους.

Δεν θέλουμε εδώ να εκφράσουμε την άποψή μας για επιμέρους διατάξεις, για τα θετικά σημεία και τις αδυναμίες του συγκεκριμένου νομοσχεδίου· άλλωστε, σε πολλά από αυτά οι απόψεις μας ενδεχομένως διαφοροποιούνται. Θέλουμε ωστόσο να εκφράσουμε την έντονη κοινή μας ανησυχία για ένα ζήτημα το οποίο κυριαρχεί στη δημόσια συζήτηση και συνδέεται με το επιστημονικό αντικείμενό μας. Το άρθρο 2 του νομοσχεδίου προβλέπει την τιμωρία όποιου «με πρόθεση προφορικά ή διά του Τύπου, μέσω του διαδικτύου ή με οποιαδήποτε άλλο μέσο ή τρόπο, επιδοκιμάζει, ευτελίζει ή κακόβουλα αρνείται τη σοβαρότητα εγκλημάτων γενοκτονιών, εγκλημάτων πολέμου, εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, του Ολοκαυτώματος και εγκλημάτων του ναζισμού και η συμπεριφορά αυτή στρέφεται κατά ομάδας προσώπων που προσδιορίζεται με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, τις γενεαλογικές καταβολές, την εθνική ή εθνοτική καταγωγή, ή την αναπηρία, κατά τρόπο που μπορεί να υποκινήσει βία, ή μίσος ή ενέχει απειλητικό, υβριστικό ή προσβλητικό χαρακτήρα κατά μίας τέτοιας ομάδας ή μέλους της». Μάλιστα, με ρητή δέσμευση του υπουργού Δικαιοσύνης (20.8.2014) η διάταξη θα διευρυνθεί συμπεριλαμβάνοντας και την «κακόβουλη άρνηση ή ευτελισμό» γενοκτονιών που έχουν αναγνωρίσει το ελληνικό Κοινοβούλιο, καθώς και «διεθνή ή ελληνικά δικαστήρια με αμετάκλητες αποφάσεις».

Εκφράζουμε τη ρητή αντίθεσή μας με μια τέτοια διάταξη. Είμαστε αντίθετοι στη δίωξη όλων των «αρνητών», ακόμη και εκείνων του φριχτότερου εγκλήματος του 20ού αιώνα, του Ολοκαυτώματος. Η στάση μας αυτή δεν πηγάζει από οποιαδήποτε ανοχή στους «αρνητές» απεχθών εγκλημάτων, ούτε από την άρνηση τιμωρίας εγκληματικών πράξεων, αλλά από την πεποίθηση, ότι, όπως έχει αποδείξει και η διεθνής εμπειρία, τέτοιες διατάξεις οδηγούν σε επικίνδυνες ατραπούς: πλήττουν καίρια το δημοκρατικό και αναφαίρετο δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου, ενώ ταυτόχρονα δεν είναι διόλου αποτελεσματικές, όσον αφορά την καταπολέμηση του ρατσισμού και του ναζισμού, του ρατσιστικού και μισαλλόδοξου λόγου. Συχνά μάλιστα οδηγούν στο αντίθετο αποτέλεσμα, επιτρέποντας οι εχθροί της δημοκρατίας να παρουσιάζονται στην κοινή γνώμη ως «θύματα» λογοκρισίας και αυταρχισμού. Οι προϋποθέσεις που θέτει το νομοσχέδιο καθώς ενέχουν μεγάλη απροσδιοριστία και ρευστότητα δυστυχώς δεν αποτελούν εγγύηση.

Επιπλέον, η προβλεπόμενη διεύρυνση του άρθρου όχι μόνο δεν θεραπεύει αλλά μεγεθύνει το πρόβλημα. Θεωρούμε ότι ο χαρακτηρισμός και η προσέγγιση μαζικών εγκλημάτων ως γενοκτονιών, εθνοκαθάρσεων ή σφαγών πρέπει να είναι αντικείμενο επιστημονικού και νηφάλιου δημόσιου διαλόγου και όχι νομοθετικής ρύθμισης και ποινικής τιμωρίας με κίνδυνο να φιμώνεται κάθε αντίθετη στην κυρίαρχη άποψη, ακόμα και αυτή η ιστορική έρευνα και διδασκαλία. Επειδή η ελευθερία του λόγου και της γραπτής έκφρασης –ακόμη και των πιο λανθασμένων απόψεων– είναι σύμφυτη με τη δημοκρατία καλούμε την κυβέρνηση να αποσύρει το παραπάνω άρθρο.


[Το κείμενο μαζί με τις υπογραφές βρίσκεται στο μπλογκ των Ενθεμάτων της Αυγής, εδώ.]

Κυριακή 22 Ιουνίου 2014

[Μέση Ανατολή] Εν ονόματι του σιίτη ή σουννίτη Αλλάχ

Μέση Ανατολή ή προβλήματα Ιστορίας και Γεωγραφίας

Η δράση της ισλαμιστικής (σουνιτικής) οργάνωσης «Ισλαμικό κράτος του Ιράκ και της Εγγύς Ανατολής» έρχεται να επιβεβαιώσει την «επαναθρησκειοποίηση» της Μέσης Ανατολής. Πρόκειται για μια διαδικασία η οποία εγκαινιάστηκε με την πολιτική των ΗΠΑ στην περιοχή και την επικράτηση σε χώρες όπως η Τουρκία ενός άλλου πολιτικού προτύπου: του ισλαμικού νεοφιλελευθερισμού. Η Αραβική Άνοιξη, ξέσπασμα της ανάγκης εκδημοκρατισμού, συνεθλίβη στο χάος που δημιούργησε η επικαιροποίηση του Ισλάμ και των εκδοχών του ως αποκλειστικής πολιτικής «γλώσσας» συνομιλίας, καθώς αναβίωνε η πάλαι ποτέ επινοημένη σύγκρουση «πολιτισμών».

Εντούτοις, το μείζον ιστορικό πρόβλημα στις χώρες της περιοχής οι οποίες χαρακτηρίζονταν από ανομοιογένεια πληθυσμού (είτε σε εθνοτική ή θρησκευτική βάση είτε λόγω των πολλών και διάσπαρτων φυλών) ήταν η οικοδόμηση δημοκρατικού έθνους-κράτους. Πρόβλημα το οποίο, λόγω των ιδιαίτερων ιστορικών συνθηκών –αποικιοκρατία, τεράστιοι οικονομικοί και γεωπολιτικοί ανταγωνισμοί–, καταντούσε πιο πολύπλοκο όσο αυτός ο παραδοσιακός κατακερματισμός, αντί να εξουδετερώνεται, αναδεικνυόταν σε βάση μετάβασης στη νεωτερικότητα. Η περιοχή πέρασε στη φάση της νεωτερικότητας με όλες τις στρεβλώσεις που δημιούργησε παντού η αποικιοκρατία, στο πλαίσιο της οποίας κατασκευάστηκε μια ιδιαίτερη, μεσανατολίτικη νεωτερικότητα, με κυρίαρχο εργαλείο τη νεωτερική επικαιροποίηση της θρησκείας.

Ο μύθος του αντιιμπεριαλιστικού Ισλάμ

Σε ένα αντιδημοκρατικό νεωτερικό περιβάλλον, που επέβαλε η αποικιακή νεωτερικότητα στην περιοχή, ενισχύθηκαν –είτε ως προνομιακοί συνομιλητές είτε ως φορείς μιας άλλης, ισλαμικής νεωτερικότητας– οι τοπικές θρησκευτικές κατεξοχήν ελίτ, οι οποίες κινδύνευαν, στη νέα ιστορική φάση, να χάσουν την εξουσία τους. Με λίγα λόγια, η πολιτικοποίηση του Ισλάμ, ακόμη και ως αντιαποικιακού, ομογενοποιητικού φορέα αντίστασης, ήταν προϊόν του αντιδημοκρατικού πλαισίου άσκησης της εξουσίας που διαμόρφωνε η αποικιοκρατία. Ο μύθος του αντιιμπεριαλιστικού Ισλάμ ή των αντιιμπεριαλιστικών θρησκευτικών ομάδων είναι προϊόν πολλών κατασκευών και στρεβλώσεων. Τόσο η αποικιακή εξουσία όσο και μια ντόπια θρησκευτική αντιμετώπιζαν τον ίδιο κίνδυνο: τη συγκρότηση ενός πολιτικού σώματος, ομογενοποιημένου στη βάση πολιτικών, κοσμικών αρχών.

Η αποαποικιοποίηση και η συγκρότηση εθνών-κρατών στην περιοχή, που σημαδεύτηκε –και πάλι για ιστορικούς λόγους– από την κυριαρχία στρατιωτικών καθεστώτων, σε προνομιακή συνομιλία είτε με τη μία είτε με την άλλη υπερδύναμη του Ψυχρού Πολέμου, οδήγησε μεν στην ομογενοποίηση των πληθυσμών και την εκκοσμίκευση του πολιτικού συστήματος, ο εκδημοκρατισμός ωστόσο παρουσίαζε σημαντικό έλλειμμα. Ο εκδημοκρατισμός αποτελούσε απειλή, όχι μόνο γι’ αυτά τα καθεστώτα, αλλά κυρίως για τη «Δύση», για την οποία ο κίνδυνος σε αυτές τις χώρες (και όχι μόνο) ήταν (και παραμένει) η «ανυπότακτη» πλειοψηφία, η πλειοψηφία ως πολιτικό σώμα με πολιτική και ταξική συνείδηση. Ο όρος «Μεσανατολίτης» παραμένει μια χρήσιμη επινόηση, που νομιμοποιεί ιστορικά την κηδεμονία και την υποταγή.

Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου που είχε ως συνέπεια την απρόσκοπτη επέλαση του νεοφιλελευθερισμού και, ταυτόχρονα, διεθνείς ανακατατάξεις, δημιούργησε νέα δεδομένα. Ενώ λοιπόν σε αυτές τις χώρες –σε άλλες νωρίτερα, σε άλλες αργότερα– το ζήτημα του εκδημοκρατισμού τέθηκε επιτακτικά, η παγκόσμια νεοφιλελεύθερη «Δύση» αποφάσισε να συνομιλήσει με τις δυνάμεις που μπορούσαν είτε να «υποτάξουν» είτε να κατακερματίσουν την πλειοψηφία. Η περίπτωση του Ιράκ είναι η πλέον χαρακτηριστική. Ενώ το μείζον πρόβλημα ήταν το δικτατορικό καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν, εναντίον του οποίου άρχισε να συγκροτείται ένα πολιτικό δημοκρατικό σώμα, η επέμβαση των ΗΠΑ άλλαξε εντελώς τα δεδομένα. Η δημοκρατία τέθηκε ως ζήτημα θρησκευτικής ετερότητας, και όχι ως ζήτημα ισότιμης πολιτικής ελευθερίας των πολιτών. Ο Σαντάμ δεν αντιμετωπίστηκε ως δικτάτορας με πολιτικούς όρους, αλλά με «πολιτισμικούς»: ως σουννίτης ο οποίος καταπίεζε τους σιίτες. Έτσι ο ιρακινός λαός κατακερματίστηκε ανάμεσα σε δύο «κοινότητες», τους σουννίτες και τους σιίτες, κι άρχισε το μεγάλο «γλέντι», η ανάδυση όλων των θρησκευτικών-φυλετικών δαιμόνων.

Εν ονόματι του σιίτη ή του σουννίτη Αλλάχ

Αυτό ήταν το έδαφος για να αναπτυχθούν από τη μια μεριά όλες οι φυλετικές-θρησκευτικές εξτρεμιστικές ομάδες. Από την άλλη, ενισχύθηκαν οι φιλοδοξίες των γειτονικών κρατών (Ιράν, Τουρκία, Σαουδική Αραβία), τα οποία ανέλαβαν, στο όνομα του σιίτη ή σουνίτη Αλλάχ, να παίξουν τον ρόλο της ομογενοποιητικής, «εκπολιτιστικής Δύσης» στο όνομα ή εναντίον της «Δύσης». Να γίνουν δηλαδή οι διακινητές στο Ιράκ, τη Συρία αλλά και την Αίγυπτο (με άλλους όρους στην τελευταία) μιας ισλαμικής κοινότητας.

Η Τουρκία, το Ιράν και οι μοναρχίες του Κόλπου, με πρώτη τη Σαουδική Αραβία, ενίσχυσαν τη θέση τους στην περιοχή αλλά και τη διαπραγματευτική τους ικανότητα διεθνώς, εκμεταλλευόμενες τις αντιθέσεις και τις συγκρούσεις στη Συρία και το Ιράκ. Η Τουρκία, όπως και η Σαουδική Αραβία άλλωστε, «συνομίλησαν» προνομιακά με το «Ισλαμικό κράτος του Ιράκ και της Εγγύς Ανατολής», εν ονόματι του σουννί Ισλάμ, στην ουσία όμως για να διαφεντέψουν την περιοχή. Η Τουρκία είχε έναν λόγο παραπάνω: επεδίωκε, μέσα από την ενίσχυση της ισλαμιστικής οργάνωσης, να μειώσει τη δύναμη των Κούρδων της Συρίας. Παρά τις «αναλύσεις» ελλήνων «ειδικών», οι οποίοι παπαγαλίζουν τα περί «νεοθωμανισμού», ήταν προφανές ότι η πολιτική της Τουρκίας στη Μέση Ανατολή στεφόταν από απόλυτη αποτυχία. Κι αυτό γιατί η γλώσσα με την οποία επέλεγε να συνδιαλλαγεί σε αυτή την περιοχή, οι συμμαχίες που έκανε στο όνομα του σουννί Ισλάμ, οδηγούσαν πρωτίστως στην ενίσχυση τέτοιων φονταμενταλιστικών ομάδων, οι οποίες βεβαίως κατακερμάτιζαν τον ενιαίο «ισλαμικό χώρο» όπου η Τουρκία ήθελε να πρωταγωνιστήσει.

Η «κουρδική λεκάνη»

Σε αυτό το «θρησκευτικό» χάος που έχει διαμορφωθεί στην περιοχή, ο μοναδικός παράγοντας που έχει οικοδομήσει πολιτικές δομές εξουσίας είναι οι Κούρδοι. Έπειτα από δεκαετίες φυλετικού, γεωγραφικού και γλωσσικού κατακερματισμού, οι Κούρδοι βρίσκονται σε φάση ομογενοποίησης με κριτήρια εθνικής συγκρότησης. Διαμορφώνεται μια «κουρδική λεκάνη» (κατά την έκφραση του Νταβούτογλου), που τείνει να συμπεριλάβει τους Κούρδους του Ιράκ, της Συρίας και τη Τουρκίας. Τη στιγμή λοιπόν που η Τουρκία νόμιζε ότι πρωταγωνιστούσε στις εξελίξεις στη Συρία, ενισχύοντας το «Ισλαμικό κράτος του Ιράκ και της Εγγύς Ανατολής», οι Κούρδοι της περιοχής συσπειρώνονταν θεσμικά γύρω από το Κόμμα Δημοκρατικής Ένωσης (PDY) και τα τοπικά κοινοβούλια που αυτό ίδρυσε. Ενώ η Τουρκία με τις ισλαμικές μεγαλοστομίες της έχανε την μπάλα στη Συρία, οι Κούρδοι, σε συνεργασία με το ΡΚΚ, όριζαν τον γεωγραφικό τους χώρο (Ροζιάβα) και αναδεικνύονταν στον πλέον αποτελεσματικό αναχαιτιστή της ισλαμιστικής οργάνωσης, ενώ πρόσφεραν την πιο αξιόπιστη κοσμική εναλλακτική πρόταση στην πολιτική του Άσσαντ. Στο Ιράκ επίσης, το αυτόνομο κράτος των Κούρδων συνιστά τη μοναδική κοσμική απάντηση στο χάος των «φυλετικών-θρησκευτικών» αντιπαραθέσεων.
Το «μικρό Αφγανιστάν» (κατά την έκφραση ενός σημαντικού τούρκου αναλυτή), που επιδιώκει να κατασκευάσει το «Ισλαμικό Κράτος του Ιράκ και της Εγγύς Ανατολής» στη λεκάνη Συρίας-Ιράκ, έκανε την Τουρκία να συνειδητοποιήσει το αυτονόητο: ότι η οικονομική, ενεργειακή και κυρίως η πολιτική επιβίωση των συνόρων της δεν εξαρτάται από τα μεγαλεπήβολα σχέδιά της, αλλά από την επίλυση του Κουρδικού. Μόνο που σε αυτή τη φάση οι Κούρδοι έχουν ισχυρά διαπραγματευτικά χαρτιά. Από την άλλη, οι Κούρδοι επικαιροποίησαν τη σημασία των παλιών, «κλασικών» νεωτερικών θεσμών και μηχανισμών αποτελεσματικής, πολιτικής κινητοποίησης: του κόμματος και των τοπικών κοινοβουλίων, μέσα από τα οποία διαμορφώνονται οι όροι της ενσώματης συμμετοχής, εν τόπω και χρόνω. Ίσως αυτή να είναι η πιο σημαντική διαφορά με την Αραβική ή την Τουρκική Άνοιξη, η οποία, παρά τις τεράστιες και μαχητικές κινητοποιήσεις, έμεινε στη «διαφήμιση» του πολιτικού μηνύματος. Δεν μπόρεσε να συγκροτήσει τους θεσμούς και του μηχανισμούς πολιτικοποίησης της κοινωνίας.


[Δημοσιεύτηκε στα Ενθέματα της Αυγής]

Σάββατο 24 Μαΐου 2014

[Ελλάδα - Ευρώπη] Σχετικά με την Χρυσή Αυγή - Ακροδεξιά και νεοφιλελευθερισμός

Ομιλία στην Φλωρεντία το Νοέμβρη του 2013

Η είσοδος στο ελληνικό κοινοβούλιο ενός ναζιστικού κόμματος -της Χρυσής Αυγής- εντάσσεται στο ευρύτερο φαινόμενο της ανόδου της ακροδεξιάς στην Ευρώπη, αποκαλύπτει ωστόσο και κάποιες ιδιαίτερες διαστάσεις της πολιτικής και οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα. Το ερώτημα που τίθεται αφορά τους λόγους για τους οποίους ένα ναζιστικό κόμμα, με συστατικό στοιχείο της οργάνωσής του τη βία, κατόρθωσε να ξεφύγει από τον περιθωριακό χαρακτήρα που επί χρόνια είχε και κέρδισε κοινοβουλευτική εκπροσώπηση. Η Χρυσή Αυγή ιδρύθηκε το 1980, αλλά άρχισε να δραστηριοποιείται έντονα στη δεκαετία του ’90, στο πλαίσιο δύο προβλημάτων που υπερπροβλήθηκαν από τα ΜΜΕ ως μείζονος εθνικής σημασίας: το μακεδονικό και τους Βαλκάνιους μετανάστες, προβλήματα στα οποία η Αριστερά είχε θέσεις, ενώ τα αστικά κόμματα ήταν αμήχανα. Η Χρυσή Αυγή, παρά τις αιματηρές επιθέσεις εναντίον αριστερών και κυρίως μεταναστών, παρά τη διείσδυσή της στα σχολεία από τη δεκαετία του 2000 και μετά, δεν αποτέλεσε ποτέ αντικείμενο μιας σοβαρής κοινοβουλευτικής ή δικαστικής έρευνας. Όταν βάφτισε τον ναζισμό ελληνικό εθνικισμό της επετράπη η συμμετοχή της σε εκλογές, καταρχάς στις δημοτικές εκλογές της Αθήνας του 2010 και δύο χρόνια μετά, στις βουλευτικές εκλογές του 2012, όπου εκτινάχθηκε στα ύψη με ποσοστό σχεδόν 7% και στις δύο αναμετρήσεις.

Οι λόγοι για τους οποίους ένα ναζιστικό κόμμα απέκτησε τέτοια δυναμική στην ελληνική κοινωνία δεν οφείλονται γενικώς στην οικονομική κρίση, αλλά κυρίως στο κυρίαρχο, εθνικό και ευρωπαϊκό, αφήγημα για την κρίση, καθώς και στη διαχείρισή της. Σε αυτό το αφήγημα απέκτησε κεντρικό ρόλο η άκρα δεξιά. Καταρχάς, πριν από τη Χρυσή Αυγή, κοινοβουλευτικός εκφραστής της άκρας δεξιάς στην Ελλάδα ήταν από το 2000 και μετά το ΛΑΟΣ, ένα κόμμα, στο οποίο συσπειρώθηκε η κατακερματισμένη στη μεταπολίτευση ελληνική άκρα δεξιά, συμπεριλαμβανόμενων μάλιστα κατά καιρούς και κάποιων στελεχών της Χρυσής Αυγής. Ήδη από το 2008, αυτό το λαϊκιστικό, ακροδεξιό κόμμα –περιθωριακό μέχρι το 2007- άρχισε να κερδίζει κεντρικό ρόλο στο πολιτικό σύστημα. Ήταν η εποχή που στις μεγάλες ταραχές που ξέσπασαν στην Αθήνα και σε άλλα αστικά κέντρα, καταγράφτηκε στα πεζοδρόμια μια ριζοσπαστική μετατόπιση της ελληνικής κοινωνίας, η οποία υπέβοσκε από τα τέλη της δεκαετίας του ’90 και την οποία εξέφρασε ο ΣΥΡΙΖΑ. Σε όλη την περίοδο της μεταπολίτευσης, που η διαιρετική τομή ανάμεσα στην Αριστερά και τη Δεξιά ήταν κυρίαρχη και το ΠΑΣΟΚ ηγεμόνευε στον αριστερό χώρο, η Αριστερά συνιστούσε δύναμη ιστορικής εγγύησης της διαίρεσης. Από τα τέλη της δεκαετίας του ’90, όταν το ΠΑΣΟΚ οριστικοποίησε το ρόλο του, αυτόν του φορέα του νεοφιλελεύθερου εκσυγχρονισμού στην Ελλάδα, άρχισε να δημιουργείται μια νέα διαίρεση: εκσυγχρονιστικού - αντιεκσυγχρονιστικού χώρου. Αυτός ο νέος εκσυγχρονιστικός χώρος, στον οποίο εντασσόταν τόσο το ΠΑΣΟΚ όσο και η ΝΔ, δεν χώραγε η Αριστερά, αντιθέτως άνοιγε ο δρόμος για την ένταξη σε αυτόν ακροδεξιών κομμάτων.

Με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης στα τέλη του 2009, στο εθνικό και ευρωπαϊκό αφήγημα περί κρίσης, το ακροδεξιό κόμμα ΛΑΟΣ απέκτησε ενισχυμένη αποστολή. Κι αυτό γιατί, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, το αφήγημα για την κρίση συγκροτήθηκε αταξικά, με όρους εθνικής και όχι ταξικής ευθύνης. Στο πλαίσιο αυτού του αφηγήματος, η έννοια του πολίτη συρρικνώθηκε σε μια γενικόλογη έννοια κοινής, αταξικής ταυτότητας, ενώ η δημοκρατικότητα του κράτους ορίσθηκε με όρους όχι δέσμευσης για την εγγύηση των αστικών, πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων του πολίτη, αλλά με όρους αναπαραγωγής της «μυστικιστικής» ταυτότητας του έθνους και της ευρωπαϊκότητάς του. Το αφήγημα για την κρίση λοιπόν, κατά το οποίο υπεύθυνοι γι αυτήν ήταν οι πολίτες και τα δικαιώματά τους, προϋπέθετε και συνεπαγόταν την κατασκευή ενός νεοφιλελεύθερου εθνικισμού: η σωτηρία του έθνους (δηλαδή της ευρωπαϊκότητάς του) πάνω από όλα, κι αυτή τη σωτηρία την αναλαμβάνουν οι «άριστοι» -οι υπεύθυνοι εκφραστές της ευρωπαϊκής ταυτότητας του έθνους, ασχέτως αν αυτοί οι «άριστοι» ήταν οι ίδιοι που οδήγησαν την Ελλάδα στην κρίση. Στην Ελλάδα από το 2009 και μετά, ο ΣΥΡΙΖΑ ανέλαβε δυναμικά τον ιστορικό ρόλο της Αριστεράς: αυτόν της διαρκούς πάλης για τη διατήρηση των δικαιωμάτων του πολίτη, για τη διατήρηση του ίδιου του δημοκρατικού κράτους. Στο πλαίσιο αυτής της σκληρής μάχης, οι κυρίαρχες πολιτικές ελίτ αντεπιτέθηκαν με δύο τρόπους: πρώτον, συμμάχησαν με το ακροδεξιό ΛΑΟΣ στην κυβέρνηση Λουκά Παπαδήμου (πρώην τραπεζίτη), προϊόν σύμπραξης ΠΑΣΟΚ, ΛΑΟΣ και ΝΔ. Δεύτερον, νομιμοποίησαν τον παλαιοεθνικισμό, αλλά και τον αντιμεταναστευτικό λόγο του ΛΑΟΣ, ως σωτήριο για την ευρωπαϊκότητα του έθνους λόγο. Πρόσφεραν έτσι το ιστορικό βάθος που ο νεοφιλελεύθερος εθνικισμός είχε ανάγκη. Το ΛΑΟΣ, δίνοντας εθνική ιστορικότητα στο νεοφιλελευθερισμό, έδινε ιστορική νομιμοποίηση στην αποπολιτικοποίηση της έννοιας του πολίτη, ιστορική νομιμοποίηση επίσης στο αντιμεταναστευτικό μένος που, στο όνομα της έκτακτης ανάγκης, εκφράσθηκε με «στρατόπεδα συγκέντρωσης» των μεταναστών, με αποκλεισμό τους από το δημόσιο σύστημα υγείας, κλπ.

Η άσκηση κρατικής, οριακά νόμιμης, βίας απέναντι στις μεγαλειώδεις διαδηλώσεις -έκφραση της νόμιμης αντίστασης και ανυπακοής των Ελλήνων- μετέτρεπε το κράτος, από πεδίο δημοκρατικής διαβούλευσης σε φορέα δύναμης και καταστολής. Τους δημοκρατικούς τρόπους λοιπόν αντίστασης και ανυπακοής η κυβέρνηση Παπαδήμου τις απονομιμοποιούσε με τη βία ως ακραίες και αντεθνικές, και τον ΣΥΡΙΖΑ ως ακραίο κόμμα. Σε αυτό το πλαίσιο, όπου η δημοκρατία υποδείχθηκε ως φορέας του προβλήματος, βρήκε χώρο για να δράσει ανοικτά η Χρυσή Αυγή. Ας σημειωθεί ότι αυτή ποτέ δεν πήρε μέρος σε καμιά διαδήλωση παρά μόνο στο πλευρό της Αστυνομίας εναντίον των διαδηλωτών. Συγχρόνως η κυβέρνηση που, προκειμένου να αποπροσανατολίσει τη δίκαιη οργή των πολιτών, ενέτεινε την πολιτική πογκρόμ κατά των μεταναστών, εξοικείωνε τους Έλληνες με την αντιμεταναστευτική-ρατσιστική δράση της Χρυσής Αυγής. Συγχρόνως η βιαιότητα της Χρυσής Αυγής –με την οποία η κυβέρνηση δεν ασχολήθηκε καθόλου- ήταν πολύ χρήσιμη για να κατασκευασθεί η θεωρία των δύο άκρων. Θεωρία που χρησιμοποιήθηκε και χρησιμοποιείται με τον χυδαιότερο τρόπο για να περιθωριοποιηθεί, όχι η Χρυσή Αυγή βέβαια, αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ. Μάλιστα αυτή η θεωρία βολεύει τη Χρυσή Αυγή αφού, μέσα από αυτή, το σύστημα την προίκισε με μια αντιμνημονιακή αποσκευή που δεν είχε και την έκανε πιο ελκυστική στα μάτια των ψηφοφόρων. Η εγκληματική, ρατσιστική, αντιδημοκρατική δράση λοιπόν της Χρυσής Αυγής ταυτίστηκε με τη δημοκρατική, αντικαπιταλιστική, και γι αυτό αντιμνημονιακή πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ.

Ωστόσο όπως καταγράφτηκε στις κρίσιμες εκλογές του 2012 ο ΣΥΡΙΖΑ, διεκδικώντας μια εναλλακτική εντολή διακυβέρνησης, επικαιροποίησε εκ νέου αλλά και εμβάθυνε την ιστορική διαίρεση ανάμεσα στην Αριστερά και τη Δεξιά. Οι Έλληνες πολίτες ψήφισαν μετά από πάρα πολλά χρόνια απολύτως ταξικά, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα να χωριστεί η Ελλάδα σε δύο χώρες: γεωγραφικά, ηλικιακά και οικονομικά. Μια Ελλάδα, ηλικίας μέχρι 55 χρονών, των μεγάλων αστικών κέντρων (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πάτρα, Ηράκλειο και λοιπά) και των κοινωνικών ομάδων που επλήγησαν από την κρίση (άνεργοι, εργαζόμενοι στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, πτωχωποιημένοι μεσοαστοί, κλπ), και την οποία εξέφρασε ο ΣΥΡΙΖΑ με ποσοστό 27%. Και μια άλλη Ελλάδα γερασμένη ηλικιακά, πλούσια, χάρη στο πελατειακό σύστημα ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, που αισθάνθηκε ως απειλή την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτός ο δημοκρατικός, ταξικός «διχασμός», που επέβαλε ο ΣΥΡΙΖΑ, ανέτρεψε σε μεγάλο βαθμό τον εθνικό διχασμό που ήθελαν να επιβάλλουν οι νεοφιλελεύθερες δυνάμεις, και από τον οποίο επωφελήθηκε η Χρυσή Αυγή. Η τελευταία χρησιμοποίησε τον κυρίαρχο λόγο περί εθνικής καταστροφής στα δικά της συμφραζόμενα, και ανέλαβε απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ (και όχι δίπλα στον ΣΥΡΙΖΑ) να εκφράσει την εθνική οργή κατά των συστημικών πολιτικών δυνάμεων. Εδώ χρειάζεται να προσέξουμε λίγο: η Χρυσή Αυγή συνομίλησε με το κυρίαρχο σύστημα στη δική του γλώσσα, και όχι στη γλώσσα του ΣΥΡΙΖΑ, με την έννοια ότι στην εθνική, αταξική υπακοή του συστήματος αντέταξε την εθνική, αταξική οργή. Αποτέλεσε θα λέγαμε το μέσον για να περιοριστεί η ταξικότητα της ψήφου, αποτέλεσε την αντιπολιτευτική, βίαιη ως προς την έκφραση και τη δράση, εκδοχή του νεοφιλελευθερισμού ωστόσο.

Στις δύο εκλογικές αναμετρήσεις του 2012, κυρίως κατά την περίοδο ανάμεσα στις δύο εκλογές, ζήσαμε στην Ελλάδα μια πρωτοφανή στα ιστορικά της δημοκρατικής Ευρώπης απροκάλυπτης παρέμβασης ευρωπαίων ηγετών και αξιωματούχων στην εσωτερική πολιτική ζωή. Με τον εκφοβισμό ότι η Ελλάδα θα εκδιωχθεί από την ευρωζώνη, αν οι Έλληνες ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ (όχι Χρυσή Αυγή), ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανιζόταν σε διαφημιστικά σποτ με την ελληνική σημαία να υποστέλλεται και την Ελλάδα κουρελιασμένη να βγαίνει από την ΕΕ. Σε αυτό το κλίμα ο ΣΥΡΙΖΑ διεκδίκησε τη λαϊκή εντολή διακυβέρνησης, στο όνομα μιας αριστερής, δημοκρατικής ευρωπαϊκότητας των κοινωνιών σε αλληλεγγύη. Ενώ λοιπόν το κυρίαρχο ελληνικό, πολιτικό σύστημα, με την πλήρη στήριξη ηγετών και αξιωματούχων της ΕΕ, περιθωριοποιούσε τον ΣΥΡΙΖΑ ως ακραία, αντιευρωπαϊκή δύναμη, επειδή ήταν αντιμνημονιακή, και ενίσχυε τη θεωρία των δύο αντιευρωπαϊκών άκρων, η ψήφος των Ελλήνων πολιτών στον ΣΥΡΙΖΑ έδειξε ότι η ψήφος ήταν ευρωπαϊκή, επειδή ήταν αντιμνημονιακή. Με αυτή την έννοια ο ΣΥΡΙΖΑ καθόρισε την τομή ανάμεσα στην ταξικότητα της ευρωπαϊκής συνείδησης των πολιτών και στην νεοφιλελεύθερη αταξικότητα της ευρωπαϊκής ταυτότητας των εθνών. Η Χρυσή Αυγή από την άλλη μεριά, επωφελούμενη από την αταξική, εθνικιστική επί της ουσίας ευρωπαϊκότητα του νεοφιλελεύθερου συστήματος, διεκδίκησε ψήφο εθνικιστικού μίσους και οργής για την ταπείνωση που υφίσταται το έθνος εξαιτίας των εχθρών του, των σιωνιστών, των μεταναστών και των αριστερών. Αυτή η ψήφος εθνικιστικού μίσους και οργής στην Χρυσή Αυγή ανταποκρίνεται ακριβώς στην αντίφαση που δημιουργεί η νεοφιλελεύθερη, ευρωπαϊκή τάξη, αντίφαση εγγενή στον καπιταλισμό: ενώ κατασκευάζει βίαια έναν ομοιογενή πολιτικό-κοινωνικό χρόνο για όλα τα κράτη, αυτός είναι στο εσωτερικό του κατακερματισμένος σε πολλούς εθνικούς χρόνους, οι οποίοι ορίζονται ανταγωνιστικά ο ένας με τον άλλο, και σε δυναμική σύγκρουσης μεταξύ τους. Δεν υπάρχει πιο πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη της άκρας δεξιάς, αφού η σωτηρία του έθνους δεν εξαρτάται από τη δημιουργία θεσμών αλληλεγγύης και αμοιβαιότητας ανάμεσα στους ευρωπαίους πολίτες, αλλά από την κατασκευή μηχανισμών για την εξολόθρευση των εθνικών εχθρών.

Η Χρυσή Αυγή δεν είναι απλώς ένα αντισυστημικό, ναζιστικό κόμμα. Εκφράζει την πιο παραδοσιακή, αντιαριστερή δεξιά. Το σύνθημα «τιμή στους χίτες και ταγματασφαλίτες» (ευθεία αναφορά στον εμφύλιο πόλεμο) καταδεικνύει και το βασικό της αντίπαλο: τον ΣΥΡΙΖΑ. Η Χρυσή Αυγή λοιπόν διεκδικεί ένα μέρος της ιστορικής παράδοσης της δεξιάς, η οποία είχε ενσωματώσει όλη την ακροδεξιά, τόσο του εμφυλίου όσο και της δικτατορίας. Η κρίση της προσφέρει την ευκαιρία να απενοχοποιήσει τις φασίζουσες, εθνικιστικές και αντιαριστερές νοοτροπίες που υπήρχαν στην Ελλάδα, κρυμμένες πίσω από τη Δεξιά. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις εκλογές του 2012 τα μεγάλα ποσοστά της ήταν στις παραδοσιακά, σκληρά δεξιές περιοχές, ενώ ως λαϊκιστικό ακροδεξιό κόμμα διείσδυσε είτε σε περιοχές που εξαθλιώθηκαν από την κρίση,  είτε σε μικροαστικά στρώματα τα οποία καθημερινά εξαθλιώνονται. Η Χρυσή Αυγή, χρησιμοποιώντας τα εντυπωσιακά και σοκαριστικά στοιχεία του ναζισμού, προσπαθεί να επιβληθεί επικοινωνιακά και κοινωνικά ως δύναμη «εκκαθάρισης» του πολιτικού συστήματος και της κοινωνίας από τους εχθρούς της. Ο στόχος λοιπόν είναι να κερδίσει μια θέση ως ριζοσπαστικό, ακροδεξιό κόμμα στη θέση της ανίκανης γι αυτούς δεξιάς που ταπείνωσε τους Έλληνες και επέτρεψε στον αιώνιο εχθρό, στην Αριστερά να σηκώσει κεφάλι.

Η πολιτική απάντηση στην άνοδο της Χρυσής Αυγής, αλλά και της ακροδεξιάς στην Ευρώπη, δεν είναι η συγκρότηση ενός ενιαίου αντιφασιστικού μετώπου από όλες τις «δημοκρατικές δυνάμεις». Αυτό το μέτωπο, με το οποίο η διαιρετική τομή δεξιάς-αριστεράς μεταλλάσσεται σε τομή δημοκρατών-φασιστών, θα παίξει το ρόλο του αριστερού «πλυντηρίου» του νεοφιλελευθερισμού. Κάτι τέτοιο θα συνιστούσε κατά τη γνώμη μου μοιραίο πολιτικό λάθος που θα εκτίνασσε στα ύψη την ακροδεξιά και θα υπονόμευε τον ΣΥΡΙΖΑ. Η δημιουργία ενός αταξικού μετώπου, την περίοδο που το πρόβλημα για τις κοινωνίες είναι κατεξοχήν ταξικό, θα καθιστούσε την Αριστερά μέρος του προβλήματος. Η ευρωπαϊκή Αριστερά, σε εθνικό επίπεδο καταρχάς, πρέπει να διεκδικεί θεσμικά και κοινωνικά την απομόνωση της δράσης και της επιρροής της άκρας δεξιάς. Να διεκδικεί δηλαδή την ενεργοποίηση των θεσμών και των μηχανισμών του κράτους, της Αστυνομίας και της Δικαιοσύνης, όταν αυτές αδρανούν όπως στην Ελλάδα, εναντίον της εγκληματικής δράσης μελών αυτών των κομμάτων. Να συγκροτεί επίσης σε κοινωνικό επίπεδο, δίκτυα αλληλεγγύης για τους πληθυσμούς που πλήττονται δραματικά από την κρίση. Το σημαντικότερο ωστόσο είναι η διεκδίκηση διαμόρφωσης μιας ουσιαστικής, δημοκρατικής μεταναστευτικής πολιτικής. Για τον ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα, αλλά και για την ευρωπαϊκή Αριστερά το μεταναστευτικό συνιστά ένα μείζον πολιτικό ζήτημα, γιατί είναι ζήτημα κοινωνικής πάλης αλλά και μάχης κατά του εθνικισμού και του ρατσισμού. Με τη διεκδίκηση ενός νέου νόμου περί υπηκοότητας στην Ελλάδα ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να διεκδικήσει τον επαναπροσδιορισμό, ταξικά και ιδεολογικά, του έθνους, της ίδιας της έννοιας της ρεπουμπλίκ.
Σε πολιτικό επίπεδο η Αριστερά, απέναντι στη νεοφιλελεύθερη λογική της άσκησης της πολιτικής από τους «άριστους», είναι καιρός πλέον να διεκδικήσει την ενίσχυση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας με θεσμούς άμεσης δημοκρατίας, όπως είναι το λαϊκό δημοψήφισμα ή η ανάκληση των αιρετών πολιτικών στελεχών. Η ταξική πάλη πρέπει να αποτυπωθεί δημοκρατικά, με την έννοια ότι η κοινωνία που πλήττεται από την κρίση πρέπει να εμπλακεί άμεσα στην πολιτική. Σε επίπεδο κατεξοχήν ευρωπαϊκό, η Αριστερά πρέπει να διεκδικήσει δυναμικά ένα άλλο ευρωπαϊκό αφήγημα για την κρίση, μια άλλη κατά συνέπεια συγκρότηση της ΕΕ. Είναι καιρός θεωρώ να συνειδητοποιήσουμε ότι η νεοφιλελεύθερη «αυτοκρατορική» δομή της ΕΕ ευνοεί την άνοδο ακροδεξιών κομμάτων. Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι μόνο αυτό της συγκροτημένης σε ευρωπαϊκό επίπεδο αριστερής αντίστασης στα οικονομικά μέτρα, αλλά διεκδίκησης θεσμικών αλλαγών για μια ΕΕ των κοινωνιών σε αλληλεγγύη και όχι των εθνών σε σύγκρουση μεταξύ τους. Συγκεκριμένα, το θέμα εθνική κυριαρχία, έθνος-κράτος, ευρωπαϊκή άσκηση πολιτικής εξουσίας, κλπ., πρέπει να μπουν στην ημερήσια διάταξη της ευρωπαϊκής αριστερής ατζέντας. Θα κλείσω λέγοντας ότι αφήσαμε ως Αριστερά τον ηγεμονικό λόγο για έννοιες όπως ρεπουμπλίκ, έθνος, Ευρώπη στις αστικές δυνάμεις. Για να σπάσουμε το κυρίαρχο ευρωπαϊκό αφήγημα περί κρίσης που συγκροτήθηκε πάνω στη διαίρεση Βορρά-Νότου, μια διαίρεση που αναπαράγεται σε εθνικό επίπεδο με τη διαίρεση ντόπιοι και ξένοι, είμαστε υποχρεωμένοι να διεκδικήσουμε την ηγεμονία του προσδιορισμού του περιεχομένου αυτών των κρίσιμων εννοιών.


[Ευρώπη] Ο δρόμος για την Αθήνα περνάει από τις Βρυξέλλες

Δημοσιεύτηκε στην Αυγή 20.05.2014


Σε αυτές τις ευρωεκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ θέτει ένα κρίσιμο, διπλό ερώτημα: Ποια Ελλάδα θέλουμε, σε ποια Ευρώπη τη θέλουμε; Για πρώτη φορά οι ευρωεκλογές στην Ελλάδα αποκτούν τέτοια ιστορική σημασία, αφού το πολιτικό μήνυμα που θα στείλουμε στις Βρυξέλλες δεν έχει μόνο ευρωπαϊκό περιεχόμενο, έχει πρωτίστως εθνικό. Αν Ευρώπη σημαίνει ότι το ευρωπαϊκό συμφέρον διαμορφώνεται από τη σύγκλιση των εθνικών συμφερόντων, τα οποία ορίζονται στη βάση της δημοκρατίας, της κοινωνικής δικαιοσύνης και των δικαιωμάτων για όλους και όλες, τότε ο ΣΥΡΙΖΑ εξευρωπαΐζει το εθνικό συμφέρον. Αν Ευρώπη σημαίνει ότι οι σχέσεις των κρατών-μελών ορίζονται πάνω στις βαθιές αρχές του Διαφωτισμού -ελευθερία, ισότητα, αδελφότητα-, τότε ο ΣΥΡΙΖΑ εθνικοποιεί το ευρωπαϊκό συμφέρον. Αν Ευρώπη σημαίνει υπακοή και αφοσίωση στους νόμους και τους κανόνες που δημοκρατικά αποφασίζονται, αν Ευρώπη σημαίνει πάνω απ' όλα δημοκρατία, τότε ο ΣΥΡΙΖΑ εκδημοκρατίζει και το εθνικό και το ευρωπαϊκό συμφέρον. Αν, τέλος, Ευρώπη σημαίνει εγγύηση και διασφάλιση της ζωής, της τιμής και της περιουσίας όλων των πολιτών της, τότε ο ΣΥΡΙΖΑ διεκδικεί τη δική μας Ευρώπη.

Τρίτη 20 Μαΐου 2014

[Ευρώπη] Άλλο Ευρώπη και άλλο ΕΕ

Συνέντευξη στο left.gr 12.05.2014

Το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ χαρακτηρίζεται από μια σφοδρή κριτική κατά της ΕΕ και ταυτόχρονα από την επιμονή του στην ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας. Πως εξηγείται αυτό;


Το να είναι κανείς κριτικός απέναντι στην ηγεσία της ΕΕ δεν σημαίνει υπονόμευση της ίδιας της Ευρώπης και του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Η Αριστερά είναι γέννημα – θρέμμα της ιδέας της Ευρώπης. Δεν θα αφήσουμε την ιδέα αυτή σε αυταρχικές εξουσίες που έχουν κυριαρχήσει τα τελευταία χρόνια στην ΕΕ. Η ενίσχυση του ΣΥΡΙΖΑ στις ευρωεκλογές έχει μεγάλη σημασία προκειμένου να περάσουμε το μήνυμα πως «μια άλλη Ευρώπη είναι εφικτή». Αυτό που υποστηρίζουμε και υπάρχει και στο πρόγραμμά μας είναι ότι, όπως έχουν υποστηρίξει και οι μεγάλοι διανοητές της ευρωπαϊκής ιδέας, η ήπειρος αυτή δεν μπορεί να είναι γαιοκτησία των αγορών. Υπερασπιζόμαστε την Ευρώπη έναντι της ηγεσίας της ΕΕ που υπονομεύει την ίδια τη δημοκρατία. Άλλωστε, έχουμε και ιστορικά δει ότι η αποκοινωνικοποίηση της δημοκρατίας, ισοδυναμεί με σοβαρότατη υπονόμευσή της. Μέσα λοιπόν, στην ίδια την ΕΕ, πρέπει να επανακτήσουμε την Ευρώπη. Η ηγεσία της ΕΕ και οι πολιτικές της είναι αυτές που υπονομεύουν, καταστρέφουν την ιδέα της Ευρώπης. Είμαστε με την Ευρώπη που διαμόρφωσε το μεγάλο σοσιαλιστικό κίνημα, οι εργαζόμενοι, οι φιλειρηνιστές, όσοι ζήτησαν κοινωνική δικαιοσύνη.


Αυτή τη βδομάδα είχαμε νέα τραγωδία στο Αιγαίο. Ποιες είναι οι ευθύνες της Ευρώπης και της κυβέρνησης και τι προτείνει η ευρωπαϊκή Αριστερά για να μην συνεχίσει το Αιγαίο να είναι κατακόμβη μεταναστών;


Όσα λέγαμε πιο πάνω ισχύουν, στην πιο στυγνή εφαρμογή τους, στο μεταναστευτικό ζήτημα. Υπάρχει μια εντελώς υποκριτική πολιτική της ΕΕ. Έχει αποφασίσει να φτιάξει μια Ευρώπη φρούριο δίνοντας στις συνοριακές χώρες την διαχείριση του ζητήματος χωρίς μια ανθρωποκεντρική και ορθολογική προσέγγιση. Ορθολογική πολιτική σημαίνει μονίμως ο άνθρωπος στο επίκεντρο. Αντιθέτως, στο όνομα δήθεν του ρεαλισμού, αντί να διαμοιράζονται οι μετανάστες και οι πρόσφυγες στις ευρωπαϊκές χώρες, στοιβάζονται άνθρωποι σε αποθήκες στις συνοριακές χώρες. Επιπλέον, ας μην ξεχνάμε ότι ένα μεγάλο μέρος αυτών των προσφύγων είναι η συνέπεια της πολιτικής που ακολούθησε η ΕΕ στις χώρες τους. Κανείς δεν θέλει να φεύγει από τον τόπο του. Ευθύνες έχουν όμως και οι ελληνικές κυβερνήσεις. Κρύβονται πίσω από την ΕΕ, καθησυχάζονται στον ρόλο του θύματος και αναπαράγουν τις ίδιες λογικές αντιμετωπίζοντας τους ανθρώπους σαν να είναι εμπορεύματα, εξ΄ ου κι όρος «λαθρομετανάστης». Επιπλέον, το μεταναστευτικό έχει χρησιμοποιηθεί προκειμένου να αναπαράγεται η κυρίαρχη ξενοφοβική, ρατσιστική, κατασταλτική και βαθιά αντιδημοκρατική πολιτική. Βάζοντας τον ξένο στο επίκεντρο και αντιμετωπίζοντάς τον ως εχθρό, κοινωνικά, πολιτικά και πολιτισμικά φτιάχνονται κράτη «ασφάλειας» και όχι αλληλεγγύης. Περιθωριοποιείται ένα μεγάλος μέρος της κοινωνίας και αναπτύσσονται πολιτικές αντιμετώπισης του «ενοχλητικού» που δεν είναι πάντα και μόνο ο μετανάστης.  Αυτό που εμείς τονίζουμε είναι ότι δεν ανεχόμαστε να γίνεται η Μεσόγειος νεκροταφείο της Ευρώπης. Οι τραγωδίες που βλέπουμε και στο Αιγαίο και στη Λαμπεντούζα δείχνουν ότι η ΕΕ δεν ενοχλείται από ένα νεκροταφείο ψυχών στα σύνορά της, αρκεί να εξασφαλίζεται η λογική που ανέπτυξα πιο πάνω. Εμείς ζητάμε ορθολογική διαχείριση του ζητήματος όχι μόνο κοινωνικής αλλά και θεσμικής αλληλεγγύης.


Έχετε ασχοληθεί επισταμένως με την Τουρκία και την Κύπρο. Πιστεύετε ότι η Ελλάδα, μέσα στην Ευρώπη, έχει να παίξει ρόλο στην περιοχή προς την κατεύθυνση της ειρηνικής συμβίωσης των λαών;


Παρατηρούμε ότι ξαναφτιάχνεται στην Ευρώπη η αντίληψη που θέλει τον κόσμο και τις κοινωνίες χωρισμένες στο δίπολο Δύση – Ανατολή. Αυτό παράγει ηγεμονισμούς, αυτοκρατορικούς εθνικισμούς, πόλεμο και επαναφέρει το αξίωμα της ισορροπίας του τρόμου του Ψυχρού Πολέμου. Αυτή η λογική, ειδικά στην Ελλάδα που συνορεύει με την Τουρκία, επιτρέπει σε εθνικιστικές αντιλήψεις και δυναμικές να εκκολαφθούν και να ενισχύονται. Φτιάχνεται μια Ανατολή δίπλα μας, με την οποία οι σχέσεις καθορίζονται σε κλειστά δωμάτια ανάλογα με τα συμφέροντα της εκάστοτε ηγεμονικής δύναμης και προσαρμοσμένα στους ντόπιους εθνικισμούς. Εμείς δεν θέλουμε μια πολιτική διαχείρισης ανάμεσα σε Δύση και Ανατολή αλλά μια πολιτική ειρήνης και συνεργασίας με την Τουρκία. Αν έχουμε μια πολιτική που βγάζει στην επιφάνεια το δικό μας πολιτικό και κοινωνικό συμφέρον και δεν είμαστε ακόλουθοι της εκάστοτε ηγεμονικής δύναμης στην ΕΕ -στην προκειμένη της Γερμανίας- μπορούμε να βρούμε πολλούς τρόπους εμπέδωσης της ειρήνης στην περιοχή.
Η δε Κύπρος, είναι το πεδίο στο οποίο η Αριστερά χρειάζεται να δουλέψει πάρα πολύ. Θέλουμε να λυθεί το Κυπριακό, όχι στο πλαίσιο μιας ισορροπίας του τρόμου στην περιοχή, που μπορεί να συμφέρει την ΕΕ και το ΝΑΤΟ αλλά γιατί πιστεύουμε ότι η ομοσπονδιακή λύση είναι η μόνη προοπτική ειρηνικής συμβίωσης στο νησί. Μόνο ένα κοινό κυπριακό συμφέρον (ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων) σταματά τους όποιους ηγεμονισμούς, είτε αυτοί προέρχονται από την Τουρκία είτε από την Ελλάδα ή την ΕΕ. Μην ξεχνάμε άλλωστε, ότι η εθνικιστική προσέγγιση έχει προκαλέσει τις μεγαλύτερες καταστροφές στην ελληνική ιστορία.

Δευτέρα 19 Μαΐου 2014

[Ευρώπη] Η νεοφιλελεύθερη «ειρήνη» της Ε.Ε.

Δημοσιεύτηκε στην Αυγή 11.5.2014

«Δύση» εναντίον «Ανατολής», «ο κόσμος του καλού» εναντίον «του κόσμου του κακού»: σε τέτοια γεωστρατηγικά δίπολα, που ανανεώνουν έναν ψυχροπολεμικό διχασμό της Ευρώπης (και του κόσμου γενικότερα), μπορεί να συνοψιστεί η πολιτική της νεοφιλελεύθερης ηγεσίας της. Τέτοια δίπολα αναπαράγουν διαρκώς τη δύναμη του ΝΑΤΟ, νομιμοποιώντας την παρουσία του στην ήπειρό μας. Το ΝΑΤΟ καθίσταται ο εγγυητής της «ευρωπαϊκής ειρήνης» (και της παγκόσμιας), στο πλαίσιο της οποίας, ωστόσο ο πόλεμος δεν είναι ποτέ μακριά. Η αυταρχική νεοσυντηρητική ηγεσία της Ε.Ε. ορίζει σήμερα την «ειρήνη» με όρους ΝΑΤΟϊκούς, τους ίδιους δηλαδή, παλιούς και δοκιμασμένους -ψυχροπολεμικούς- όρους, με κυρίαρχο αξίωμα την ισορροπία του τρόμου ανάμεσα σε δύο αντίπαλους κόσμους. Η ίδια, λοιπόν, η νεοφιλελεύθερη ηγεσία της Ε.Ε. αυτοπροσδιορίζεται ως «Δύση» (ο υπέρτατος ορθολογικός κανόνας) απέναντι στην «Ανατολή». Μια άναρχη και επικίνδυνη «Ανατολή», η οποία επιβάλλει τη στρατιωτικοποίηση, την «περιφρούρηση» της Ε.Ε. από τους εχθρούς της, αλλά και τη λειτουργία της δεύτερης ως πειθαρχικού και εκπολιτιστικού κανόνα των απολίτιστων και γι' αυτό επικίνδυνων εξωτερικών, ενίοτε όμως και εσωτερικών εχθρών: η Ελλάδα αποτελεί μια τέτοια «Ανατολή» στο εσωτερικό της «Δύσης». Όταν όμως το κυρίαρχο αξίωμα της πολιτικής γίνεται η απειλή, τότε ο αυταρχισμός, ο αντιδημοκρατισμός και ο μιλιταρισμός νομιμοποιούνται ως απαραίτητα όπλα για την αποσόβησή της.

Τρίτη 29 Απριλίου 2014

[Ευρώπη] Ποια Ευρώπη θέλουμε

Οι ευρωεκλογές, αλλά και οι αυτοδιοικητικές εκλογές είναι ιστορικής σημασίας για τον ΣΥΡΙΖΑ, για την ελληνική κοινωνία, για τις ευρωπαϊκές κοινωνίες επίσης. Σε αυτές τις εκλογές δεν κρίνεται μόνο η δύναμη του ΣΥΡΙΖΑ κρίνεται η δύναμη της φωνής της ελληνικής κοινωνίας στην Ελλάδα και την Ευρώπη, κρίνεται η δύναμη αντίστασης των ευρωπαϊκών λαών. Συντρόφισσες και σύντροφοι η Ελλάδα σήμερα, αλλά και οι περισσότερες ευρωπαϊκές κοινωνίες δέχονται μια ανελέητη επίθεση. Μια επίθεση που έχει ενορχηστρωθεί από τις πιο συντηρητικές δυνάμεις της Ευρώπης, μέσα στις οποίες είναι και η κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου. Η ελληνική κοινωνία έχει στην κυριολεξία γονατίσει.

Τετάρτη 2 Απριλίου 2014

[Θεωρία] Φασισμός και δημοκρατία

Την Τετάρτη 2 Απριλίου, στον Πολυχώρο της Ανοιχτής Πόλης, οι εκδόσεις Νήσος και το Red Notebook διοργάνωσαν εκδήλωση με τίτλο "Φασισμός και Δημοκρατία" και αφορμή την έκδοση του ομώνυμου βιβλίου του Γεράσιμου Κουζέλη.
Μίλησαν οι: Δημήτρης Χριστόπουλος, Μιχάλης Σπουρδαλάκης, Θόδωρος Παρασκευόπουλος, Κύρκος Δοξιάδης και Σία Αναγνωστοπούλου. Συντόνισε ο Αριστείδης Μπαλτάς.

Για τα βίντεο της εκδήλωσης, κλικ εδώ.

Κυριακή 30 Μαρτίου 2014

[Ιστορία] Ο αγώνας της ΕΟΚΑ

Από την εκπομπή "Η Ιστορία στο Κόκκινο" του ραδιοφωνικού σταθμού Στο Κόκκινο 105,5, σε συνεργασία με τα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας.

Για περισσότερα, και το ηχητικό της εκπομπής, κλικ εδώ.

Τετάρτη 26 Μαρτίου 2014

[Ιστορία] Γιατί αλλάζει ο κόσμος;

Γιατί αλλάζει ο κόσμος;
Η Αριστερά στον 20ο αιώνα: Στρατηγικές επιλογές και ιστορικές συγκυρίες

Σειρά εκδηλώσεων του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς και των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, με αφορμή την συμπλήρωση 100 χρόνων από την έναρξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.

Για περισσότερες λεπτομέρειες και τα βίντεο των εκδηλώσεων, κλικ εδώ.

Σάββατο 22 Μαρτίου 2014

[Αριστερά] Έθνος και Αριστερά

«Έθνος και Αριστερά»

Συζητούν:

Σία Αναγνωστοπούλου,   καθηγήτρια Ιστορίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο 

Γρηγόρης Ανανιάδης,  αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Θεωρίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο

  Συντονίζει ο  Λουδοβίκος Κωτσονόπουλος,  δρ. Πολιτικής Επιστήμης, Πάντειο Πανεπιστήμιο


Από την εκπομπή "Θεωρία στον αέρα" του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς, στον ραδιοφωνικό σταθμό Στο Κόκκινο 105,5

Για το ηχητικό της εκπομπής, κλικ εδώ.

Τρίτη 18 Μαρτίου 2014

[Κύπρος] Περί Κυπριακού και άλλων τινών

Το Σάββατο, 15 Μαρτίου 2014, το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς και οι εφημερίδες «Αυγή» και «Εποχή» πραγματοποίησαν μία εκδήλωση για το Κυπριακό, σπάνια για τα ελληνικά δεδομένα -και για τα αριστερά- για ένα τέτοιο ζήτημα. Οι συζητήσεις για το Κυπριακό, όπως και για όλα τα λεγόμενα εθνικά θέματα, διεξάγεται συνήθως στη χώρα μας με όρους ποδοσφαιρικού φανατισμού. Το Κυπριακό συνιστά το γήπεδο για την αναμέτρηση της ομάδας των πατριωτών εναντίον των εθνοπροδοτών της χώρας. Η νίκη της πρώτης εναντίον της δεύτερης είναι εκ των προτέρων δεδομένη, αφού αυτή παίζει με πάντα 13 παίκτες: με τα «ιερά και τα όσια της φυλής», που οι αντίπαλοι δεν διαθέτουν.

Αυτό το «στημένο παιχνίδι» είναι ιστορικά δεξιάς –και μάλιστα ακροδεξιάς– έμπνευσης. Αποτέλεσε τον προνομιακό χώρο της Δεξιάς για να περιθωριοποιεί την Αριστερά, για να την αποκλείει από τα «σπουδαία». Ο ορθός λόγος στην πολιτική, που συνιστά συγκροτητικό στοιχείο της Αριστεράς, τρόμαζε μια Δεξιά με ηθικοποιημένο λόγο. Ο σημαντικότερος δρόμος, λοιπόν, ηθικοποίησης της πολιτικής γενικώς πέρναγε για τη Δεξιά μέσα από τα εθνικά θέματα –με τον μεταφυσικό, αταξικό και ανορθολογικό τρόπο που αυτή ορίζει το περιεχόμενο του όρου «εθνικός»–, και τα θέματα αυτά γίνονταν το βαρύ όπλο ακύρωσης της διαλεκτικής και της ταξικής αντιπαράθεσης στην πολιτική.

Κάπως έτσι, μόνο η Δεξιά θεωρούνταν ικανή να αναλαμβάνει τα μείζονα εθνικά θέματα, και μαζί με αυτά, και το μείζον εθνικό ζήτημα: αυτό της διακυβέρνησης της χώρας. Η Αριστερά, αυτή ας «παίζει με τα κουβαδάκια της» – με την κοινωνία. Για τη Δεξιά η κοινωνία δεν αποτέλεσε ποτέ ζήτημα πολιτικής, παρά μόνο υπό πίεση. Ζήτημα άσκησης υψηλής πολιτικής είναι μόνο το έθνος, που είναι υπεράνω κοινωνίας, τάξεων, κλπ. Αν διαβάσουμε λίγο πιο προσεκτικά το λόγο που παράγει η ΝΔ δια του Κεδίκογλου, του Λαζαρίδη και των άλλων, είναι ακριβώς αυτό: αυτοί παλεύουν για το έθνος, για τη σωτηρία του, ενώ η Αριστερά παλεύει για «συντεχνιακά συμφέροντα». Έτσι βλέπει η Δεξιά, και μέσα σ’ αυτή και το ΠΑΣΟΚ, την κοινωνία: ως πελατεία.

Η αποηθικοποίηση των εθνικών θεμάτων αποτελεί για την Αριστερά μονόδρομο για το ξεγύμνωμα της Δεξιάς. Μονόδρομο για την οριστική ακύρωση των ιστορικών λόγων που αναπαράγουν την εξουσία της σε μια κοινωνία κατά τα άλλα διαλυμένη. Πρέπει να είναι κανείς τυφλός για να μην αντιλαμβάνεται το ιστορικό παιχνίδι που παίχτηκε και παίζεται ανάμεσα στην ταξικότητα του έθνους, στον βαθύ πολιτικό και κοινωνικό του χαρακτήρα –το έθνος ως πολιτικό πρόγραμμα– και την αταξικότητά του, την ηθικοποίησή του και, μέσα από αυτό, την ακύρωση της κοινωνίας ως κατεξοχήν πεδίου ταξικών συγκρούσεων, την ακύρωση δηλαδή της Αριστεράς.

Το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς και οι εφημερίδες «Αυγή» και «Εποχή» ανέλαβαν το Σάββατο να πραγματοποιήσουν μια εκδήλωση με στόχο τον εξορθολογισμό (την απογηπεδοποίηση, αν προτιμάτε) ενός από τα σημαντικά, λεγόμενα εθνικά θέματα: του Κυπριακού. Ανέλαβαν το δύσκολο διάβημα συγκρότησης μιας αριστερής πολιτικής για τα εθνικά θέματα. Δεν έφτιαξαν λοιπόν ένα πάνελ Ελλήνων με αντιπαρατιθέμενες απόψεις, δεν κάλεσαν τους οπαδούς δύο ομάδων. Έδωσαν βήμα στους ίδιους τους Κύπριους και σε έναν ομιλητή από την Τουρκία. Κάλεσαν, λοιπόν, ομιλητές από την Αριστερά της Κύπρου και της Τουρκίας, κάλεσαν αριστερούς με βαθιά γνώση του Κυπριακού, όπως και της Τουρκίας. Οι τρεις αυτοί φορείς της Αριστεράς, όπως έχουν αποδείξει σε όλη τους τη διαδρομή, γνωρίζουν ότι ο ορθός λόγος είναι μια μόνιμη, επίπονη και διαρκής μάχη κατά του εύκολου και παγιδευτικού ανορθολογισμού. Γνωρίζουν δε, ότι ορθός λόγος σημαίνει καταρχάς γνώση και, μέσα από αυτήν, σκέψη και κρίση. Σημαίνει δράση με επίγνωση, δράση με όλα τα όπλα του ορθού λόγου στη φαρέτρα του πολίτη, της κοινωνίας, της Αριστεράς. Μόνο έτσι ο δρόμος για την κυβέρνηση θα είναι επιτυχής. Μόνο έτσι μπορεί να ηττηθεί η Δεξιά και η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία της.

Οι ομιλητές λοιπόν ήταν: Ο Αχμέτ Ινσέλ, καθηγητής πολιτικής οικονομίας στη Σορβόννη και στο Πανεπιστήμιο Γκαλατά Σεράι της Κωνσταντινούπολης, ένας από τους σημαντικότερους διανοούμενους της τουρκικής Αριστεράς. Ο Σταύρος Τομπάζος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, από τους ιδρυτές της Ριζοσπαστικής Αριστεράς στην Κύπρο. Ο Νίκος Μούδουρος, διδάκτωρ Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Κύπρου και μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΑΚΕΛ. Ο Τουμάζος Τσελεμπής, νομικός, μέλος του Πολιτικού Γραφείου του ΑΚΕΛ, μέλος επίσης της ομάδας διαπραγματεύσεων για το Κυπριακό, και τώρα και του Εθνικού Συμβουλίου της Κύπρου. Ποτέ στην Ελλάδα δεν έχει γίνει μια τέτοια εκδήλωση με Κύπριους ομιλητές με βαθιά γνώση του Κυπριακού. Θα σταθώ μόνο στον Τουμάζο Τσελεμπή (όχι για να μειώσω την εξαιρετική ανάλυση που έκαναν οι άλλοι ομιλητές), αλλά γιατί είναι ένας από τους ανθρώπους που χειρίζονται το Κυπριακό και τα σχέδια επίλυσής του επί χρόνια. Με έναν απολύτως ορθολογικό λόγο ανέλυσε τα μείζονα ζητήματα που τίθενται σε ό,τι αφορά τη λύση του Κυπριακού με ομοσπονδία: τι σημαίνει δικοινοτική, διζωνική ομοσπονδία, τι σημαίνει ομοσπονδιακή διακυβέρνηση, τι σημαίνει διευθέτηση του περιουσιακού, του εδαφικού, των εποίκων, κλπ. Ο Τσελεμπής δεν έκρυψε τα προβλήματα που ανακύπτουν, δεν απέκρυψε ούτε τους σκοπέλους της λύσης. Τόνισε, ωστόσο, με επιχειρήματα ότι το Κυπριακό πρέπει να λυθεί χτες.

Οι ομιλίες έχουν αναρτηθεί στο διαδίκτυο. Ο οποιοσδήποτε μπορεί να ανατρέξει και να τις ακούσει. Η απουσία, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ από μια τέτοια εκδήλωση μπορεί να αποδοθεί στο γεγονός ότι η εκδήλωση έγινε Σάββατο βράδυ και μάλιστα σε μια περίοδο έντονης, προεκλογικής δραστηριότητας. Θα περίμενε όμως κανείς ότι θα ήταν εκεί κάποιοι έστω από αυτούς που κατεξοχήν έχουν αναλάβει τα θέματα εξωτερικής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ, αυτοί που αμέσως, και ερήμην των οργάνων του κόμματος, πήραν θέση μετά το κοινό ανακοινωθέν Αναστασιάδη-Έρογλου. Θα περίμενε κανείς ότι κάποιος από τους υπεύθυνους της επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων του ΣΥΡΙΖΑ, από αυτούς που είχαν χρόνο για την εκπομπή του Τράγκα, παρέα με τον Φαήλο Κρανιδιώτη, θα θυσίαζε το Σάββατό του για να μάθει κάτι από τους ίδιους τους Κύπριους, και ειδικά από τον Τσελεμπή. Μάλλον, όμως, ο τελευταίος ανήκει στους φιλοϊμπεριαλιστές εθνοπροδότες.

Αντί γι΄ αυτό, λοιπόν, την Κυριακή είχαμε την εκκωφαντική κραυγή, την ασυνήθιστη, για τα αυτιά της Αριστεράς, ανορθολογική, επιθετική και ανατριχιαστικά πανομοιότυπη, ως προς το ύφος και τον λόγο με αυτή του Φαήλου, κραυγή του κ. Γ. Αϋφαντή, ο οποίος υπογράφει (και είναι άλλωστε) διπλωματικός σύμβουλος του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ (το άρθρο του και η ανταπάντηση του Αριστείδη Μπαλτά εδώ - βλ. επίσης εδώ το άρθρο του Αρ. Μπαλτά, που στάθηκε αφορμή). Με διαφορά, λοιπόν, κάποιων ωρών περάσαμε από τον ορθό λόγο στον φανατισμό. Από το πάθος με επίγνωση στο μελοδραματικό πάθος. Από τον αριστερό λόγο με επιχειρήματα στον αριστεροφανή, εθνικιστικό λόγο της αμετροέπειας και του χλευασμού.

Δεν θα σχολιάσω τον ανορθολογισμό ενός διπλωμάτη που σηκώνει τη σημαία της Επανάστασης εναντίον των πάντων, του ΟΗΕ συμπεριλαμβανόμενου, κι αυτό όχι από μια ιδεολογικά επεξεργασμένη θέση (γιατί σε αυτή την περίπτωση θα ήταν συνεπής και θα είχε παραιτηθεί από το διπλωματικό σώμα και τη θέση του διπλωματικού συμβούλου του Αλέξη Τσίπρα). Απ’ όσο θυμάμαι, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει πάρει μέχρι τώρα θέση για επίλυση του Κυπριακού εκτός ΟΗΕ. Κατά του ΟΗΕ στην Ιστορία του Κυπριακού ήταν ο Γεώργιος Γρίβας, η ΕΟΚΑ Β’ και οι επίγονοί τους. Στον ΟΗΕ η Αριστερά έχει ασκήσει και ασκεί δριμεία κριτική, αλλά μέχρι τώρα δεν έχει ταχθεί υπέρ της κατάργησής του. Τον εκδημοκρατισμό του διεκδικεί. Δεν θα σχολιάσω ούτε την αήθη επίθεση κατά του Αριστείδη Μπαλτά, όχι με πολιτικά επιχειρήματα αλλά με ειρωνείες του τύπου «ταγός του ΣΥΡΙΖΑ». Από αυτό το ύφος –μίγμα ειρωνείας και καλυμμένης ή απροκάλυπτης επιθετικότητας– είμαστε συνηθισμένοι πολλοί από μας που «πέσαμε στο δρόμο του κ. πρέσβη» (μάλλον έπεσε ο ίδιος στον δικό μας). Δεν θα σχολιάσω καν το χλευαστικό ύφος για την εφημερίδα Αυγή, ούτε θα μπω στον κόπο να θυμίσω τι σημαίνει η Αυγή για τον δικό μας χώρο. Όποιος το ξέρει, καλώς, όποιος δεν το ξέρει, ας ψάξει να βρει το γιατί. Ο κ. Αϋφαντής δεν κατάλαβε ποτέ ότι η Αυγή, όπως και η Εποχή, αλλά και το περιοδικό «ο Πολίτης» κάποτε, άσκησαν τους «ανθρώπους του πνεύματος» (για να μιλήσω μόνο γι΄ αυτό που γνωρίζω «από πρώτο χέρι») της Αριστεράς στη γενναιόδωρη προσφορά, στην αριστερή έννοια του πολίτη, στο μη ξεπούλημα της «πνευματικής τους πραμάτειας» από εφημερίδα σε εφημερίδα κι από κόμμα σε κόμμα προς ίδιον όφελος. Τους έμαθαν να είναι αριστεροί πολίτες, κι όχι επαγγελματίες του πνεύματος. Τους έδωσαν βήμα για να δώσει η Αριστερά, στα πέτρινα χρόνια της, τη μάχη εναντίον μιας καθεστωτικής ελίτ που σάρωνε τα πάντα στο πέρασμά της.

Θα μείνω μόνο, πρώτον στη κριτική (αν αυτό λέγεται κριτική) που ασκεί ο Αϋφαντής κατά του ΑΚΕΛ και του Χριστόφια. Από πότε αλήθεια ο ΣΥΡΙΖΑ έκοψε κάθε γέφυρα με το ΑΚΕΛ, εξομοιώνοντάς το με τη Δεξιά; Από πότε ο ΣΥΡΙΖΑ αντιμετωπίζει με τέτοιο χλευασμό τον πρώην ηγέτη του ΑΚΕΛ; Βεβαίως, τα πεπραγμένα κάθε κόμματος και της ηγεσίας του πρέπει να υπόκεινται σε κριτική –όχι σε «φτύσιμο»–, και μάλιστα αυστηρή, κατεξοχήν από τα ίδια του τα μέλη. Δεν μπορεί  όμως οποιοσδήποτε να υιοθετεί την κριτική του πιο ακραίου εθνικιστικού (και χυδαία αριβιστικού και ταξικού) τμήματος της ελληνοκυπριακής πολιτικής ζωής. Όλη η μάχη κατά του ΑΚΕΛ και του Χριστόφια στήθηκε, από την πλευρά των κατ’ επάγγελμα εθνικιστών, πάνω στο άθλιο δεξιό και εθνικιστικό επιχείρημα ότι η Αριστερά είναι ανίκανη να κυβερνήσει, είναι ανίκανη να αναλάβει τα «σπουδαία». Ο κ. πρέσβης μάλλον δεν γνωρίζει ούτε την Ιστορία της Κύπρου ούτε την ιστορικότητα των κομμάτων της. Γι΄ αυτό και υιοθετεί άκριτα μια κριτική κατά του ΑΚΕΛ που έρχεται από πολύ μακριά, από μια μαύρη όψη της Ιστορίας. Ας διαβάσουμε μια φορά σωστά την Ιστορία, κ. πρέσβη, προτού αρχίσουμε τους «πυροβολισμούς». Κι εμείς οι αριστεροί οφείλουμε να το κάνουμε αυτό, ειδικά τώρα που η Ιστορία μας καλεί σε πρωταγωνιστικό ρόλο. Ας έχουμε τουλάχιστον ξεκάθαρο αυτό: δεν υπάρχει «αριστερός εθνικισμός» εναντίον του «δεξιού εθνικισμού». Δεν υπάρχει καν «αριστερός πατριωτισμός», όταν τραβάει από το παρελθόν εκείνα τα νήματα της Ιστορίας που «έστησε» η Δεξιά. Η Αριστερά είναι εγγενώς αντιεθνικιστική: όχι αντεθνική, αλλά αντιεθνικιστική. Όταν δανείζεται «ξένες κουβέντες», τότε ακόμη κι αν κερδίσει συγκυριακά, θα χάσει μεσοπρόθεσμα.

Δεύτερον: ο κ. Αϋφαντής, ανάμεσα στα άλλα υψιπετή περί Κυπριακού, επικαλείται την αρχή «ένας άνθρωπος μία ψήφος». Και με αυτό δείχνει την πλήρη άγνοιά του για την ιστορία της Κύπρου. Το κυπριακό κράτος δεν συγκροτήθηκε ως εθνικό κράτος, αφού δεν υπάρχει κυπριακό έθνος. Συγκροτήθηκε λοιπόν ως δικοινοτικό κράτος, με δύο ισότιμες πολιτικά εθνοτικές κοινότητες. Καλώς ή κακώς, έτσι έγινε. Πρέπει επομένως να εξασφαλίζεται η εκπροσώπηση και των δύο κοινοτήτων. Δεν θα επιχειρηματολογήσω περισσότερο πάνω σε αυτό. Απλώς ας φανταστούμε τι θα γίνει αν στην ΕΕ επικρατήσει αυτή η αρχή. Με πόσους ευρωβουλευτές θα εκπροσωπείται η Ελλάδα; Μάλλον με 2 ή τρεις. Η δε Κύπρος με μισό. Στο ήδη υπάρχον έλλειμμα δημοκρατίας στην ΕΕ, έτσι, θα προστεθεί κι ένας λόγος παραπάνω για να εξαφανιστούν τα μικρά έθνη. Ας σκεφτόμαστε λοιπόν τι λέμε, γιατί θα τα βρούμε όλα μπροστά μας!

Στην δική μας Αριστερά υπάρχουν αντιπαρατιθέμενες απόψεις, και καλώς υπάρχουν. Υπάρχουν συγκρούσεις, και καλώς υπάρχουν. Ωστόσο, στη δική μας Αριστερά, αριστεροί με ύφος και λόγο Φαήλου δεν μπορεί να υπάρχουν. Ο χλευασμός και η ειρωνεία δεν είναι όπλα του δικού μας οπλοστασίου.


Δημοσιεύτηκε στο Red Notebook

* Οι ομιλίες της εκδήλωσης -σε βίντεο- βρίσκονται στον ιστότοπο του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς: κλικ εδώ.